Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης λιβαδιών
Τα βασικά νομοθετήματα για τη διαχείριση των λιβαδιών που ισχύουν σήμερα είναι ο ν. 3463/2006 “Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων “, και ειδικότερα το άρθρο 272, όπως επίσης και οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας για την διαχείριση των δασικών εκτάσεων. Οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας είναι τα άρθρα 222 του ΔΚ, το άρθρο 16 του ν. 998/1979, ο κανονισμός εκπονήσεως μελετών βελτιώσεως και διαχειρίσεως ορεινών λιβαδιών με τις τεχνικές προδιαγραφές και τα διαγράμματα ύλης των μελετών (αριθμ. εγκρ. αποφάσεως Υπουργείου Γεωργίας 237964/6511/22.10.1977 (Γενική Διεύθυνση Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος, Διεύθυνση Ε΄, Τμήμα 4ο, Αθήνα). Στα λιβάδια που δεν αποτελούν δασικές εκτάσεις εφαρμόζεται η «ΚΥΑ 301//2004 (ΥΑ 301655 ΦΕΚ Β 1669 2004): “Χρηματοδότηση επενδύσεων για βελτίωση κλπ βοσκοτόπων σε ορεινές –μειονεκτικές περιοχές” 1977).
Ο νόμος επιφυλάσσει διαφορετική αντιμετώπιση για τα λιβάδια που αποτελούν δασικές εκτάσεις και διαφορετική για τα λιβάδια που δεν αποτελούν δασικές εκτάσεις. Γενικά την αρμοδιότητα για τη διαχείριση των λιβαδιών, σύμφωνα με τα άρθρα 186 και 272 του ν. 3463/2006, και με το άρθρο 74 του ν. 998/1979 “Διάθεσις χορτολοβαδικών εδαφών”, έχουν οι ΟΤΑ μαζί με τις Υπηρεσίες Γεωργίας. Η ύπαρξη δύο διαφορετικών καθεστώτων έχει ως αποτέλεσμα την αποσπασματική διαχείριση των λιβαδιών, αφού αρμόδιοι είναι δύο φορείς, οι υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας για τα πεδινά χορτολίβαδα και οι Δασικές Υπηρεσίες για αυτά που θεωρούνται δασικές εκτάσεις (για παράδειγμα τα θαμνολίβαδα, τα ορεινά χορτολίβαδα και τα δασολίβαδα).
Καποτάς Παναγιώτης
Νομοθεσία λιβαδιών
Την έννοια του λιβαδιού – ως νομικού όρου – τη συναντούμε στα πρώτα νομοθετήματα που εκδίδει το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Οι λιβαδικές εκτάσεις αποτελούσαν και αποτελούν, στην πλειονότητά τους, δημόσιες εκτάσεις και το τεκμήριο της ιδιοκτησία ανήκει στο δημόσιο. Αυτό συμβαίνει λόγω του αντίστοιχου τεκμηρίου που άνηκε στον σουλτάνο κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένες περιοχές της Ελλάδος όπως τα Επτάνησα και τα Δωδεκάνησα. Τα άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος σε συνδυασμό με την ερμηνεία του Συντάγματος της Ελλάδος (ΣΕ) αποτέλεσαν και αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην προστασία του δασικού χαρακτήρα των λιβαδιών. Η αρμοδιότητα για τον προγραμματισμό, τη μελέτη και την εκτέλεση έργων, επί των λιβαδιών ανήκει στη Δασική Υπηρεσία. Όσον αφορά τη βόσκηση γενικότερα δεν απαγορεύεται στα δημόσια δάση. Πρέπει όμως να ασκείται με τρόπο που δεν εμποδίζει την εκμετάλλευση του δάσους και τη λήψη μέτρων για την προστασία και την αναγέννηση του. Αρμόδιοι φορείς για την παραχώρηση των δικαιωμάτων βόσκησης (δικαίωμα βοσκής) είναι οι Δήμοι και οι Κοινότητες, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάποιες εκτάσεις ανήκουν κατά κυριότητα στο Κράτος. Τα σημαντικότερα νομοθετήματα είναι το άρθρο 3 του ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 του ν. 3208/2003, το άρθρο 272 του ν. 3463/2006, το α. 222 του ν. ν.δ. 86/1969 Φ.Ε.Κ. 7/18-1-1969/Τ.Α’ και το άρθρο 16 του ν. 998/1979.
Πλήθος διεθνών νομικών κειμένων αναφέρονται στην προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Στα περισσότερα δεν γίνεται σαφής αναφορά στα λιβάδια αλλά στις δασικές εκτάσεις ή στο περιβάλλον, εννοώντας και τα λιβάδια. Στον χώρο της Ε.Ε. η έννοια της πολιτικής για τις δασικές εκτάσεις και για τα λιβάδια ειδικότερα δεν υπάρχει αυτούσια στις συνθήκες για την σύσταση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην έννοια της πολιτικής για το περιβάλλον, όμως, σαφώς εμπεριέχεται και η προστασία των δασικών εκτάσεων και των λιβαδιών. Σημαντικά μη δεσμευτικά κείμενα είναι αυτά που συντάχθηκαν στην Συνδιάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Διακήρυξη Ρίο, Ατζέντα 21, Διακήρυξη αρχών για τα δάση, Σύμβαση για τη βιοποικιλότητα), όπως επίσης η Ευρωπαϊκή σύμβαση για το τοπίο, η σύμβαση του Άαρχους που κυρώθηκε με το ν. 3422/2005 (ΦΕΚ Α΄303), η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της ερημοποίησης και οι αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης στο άρθρο 174 παρ. 2 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΣΕΚ), όπως και η αρχή της βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης και η αρχή της ενσωμάτωσης στο άρθρο 2 και στο άρθρο 6 της ΣΕΚ αντίστοιχα.
Καποτάς Παναγιώτης