Οικολογικό ίχνος και λιβαδικές εκτάσεις
Το οικολογικό ίχνος (ecological footprint) μετρά την ανθρώπινη ζήτηση σε αγαθά που προέρχονται από τη φύση και συγκρίνει την ανθρώπινη κατανάλωση των φυσικών πόρων με την οικολογική ικανότητα ή βιοϊκανότητα (ecological capacity, biocapacity) της γης να αναπαράγει τους πόρους αυτούς. Το οικολογικό ίχνος και η βιοϊκανότητα μετρούνται σε πλανητικά εκτάρια (global hectares). Το πλανητικό εκτάριο είναι ένα εκτάριο το οποίο υποδηλώνει τη μέση παραγωγικότητα όλων των βιολογικά παραγωγικών εκταρίων πάνω στη γη. Π.χ. για το έτος 2003, υπήρχαν συνολικά 11,2 δισεκατομμύρια πλανητικά εκτάρια διαθέσιμης έκτασης και στο ίδιο έτος οι ανθρώπινες ανάγκες σε προϊόντα και υπηρεσίες ανήλθαν σε 14,1 δισεκατομμύρια πλανητικά εκτάρια (υπέρβαση κατά 25%). Προφανώς, αν αυτή η υπέρβαση (overshoot) συνεχιστεί, τα διάφορα γήινα οικοσυστήματα συνεχώς θα χειροτερεύουν και στο τέλος ίσως και να καταρρεύσουν. Η διαδικασία μέτρησης του οικολογικού ίχνους και της βιοϊκανότητας μπορεί να αφορά ένα πρόσωπο, μια επιχείρηση, μια πόλη, ένα κράτος ή και τον πλανήτη μας συνολικά (ξηρά και θάλασσα). Τί ισχύει όμως για το σύνολο του πλανήτη αλλά και για τη χώρα μας ειδικότερα με τις δύο αυτές έννοιες (οικολογικό ίχνος και βιοϊκανότητα) σε σχέση με τις λιβαδικές εκτάσεις; Οι ανθρώπινες ανάγκες σε κρέας, δέρμα, μαλλί και γάλα συνεχώς αυξάνουν. Οι αντίστοιχοι για τη βόσκηση των ζώων βοσκότοποι υπερχρησιμοποιούνται. Βελτιώσεις στη βιοϊκανότητα των οικοσυστημάτων αυτών θα μπορέσουν να μειώσουν το κενό ανάμεσα στην προσφορά τους και στην αντίστοιχη ανθρώπινη ζήτηση; Αν ναι, κατά ποιο τρόπο;
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Σχολή Δασολογίας και Φ.Π. Τομέας Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Φυσικών Πόρων Εργαστήριο Δασικής Οικονομικής
Λέξεις Κλειδιά:οικολογικό ίχνος, βιοϊκανότητα, πλανητικό εκτάριο, λιβαδικές εκτάσεις, Ελλάδα
Αρχείο PDF:Κατεβάστε τη Δημοσίευση σε PDF Αρχείο
Βιβλίο:ΛΙΒΑΔΟΠΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ - Πρακτικά 6ου Πανελλήνιου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου Λεωνίδιο Αρκαδίας, 2-4 Οκτωβρίου 2008 (Επιμέλεια έκδοσης: Κωνσταντίνος Θ. Μαντζανάς και Βασίλειος Π. Παπαναστάσης)