Οικολογική προσέγγισις του κόστους κυανογενέσεως στο Trifolium repens
Είναι γνωστό ότι ο κυανογενετικός φαινότυπος ( Ac/Li ) του λευκού τριφυλλιού ( Trifolium repens L.) δεν βόσκεται από τα ζώα, ενώ η ακυανογενετική μορφή κατ’ άλλους φυλή ( ac/li ), βόσκεται έντονα. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο μορφές συνευρίσκονται σε πληθυσμούς του Trifolium repens με την ακυανογενετική μορφή όμως σε υψηλότερη συχνότητα. Η εξήγηση του φαινομένου πιθανόν να βρίσκεται στο κόστος της κυανογενέσεως, το οποίο φαίνεται να επηρεάζει δυσμενώς τις διάφορες παραμέτρους αυξήσεως των φυτών και ιδιαίτερα την αναπαραγωγική αποτελεσματικότητα του λευκού τριφυλλιού. Μετρήσεις του αριθμού των ανθέων ανά φυτό πραγματοποιήθηκαν από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο σε κυανο-ακυανογενετικές μορφές του Trifolium repens οι οποίες είχαν φυτευθεί σε γλάστρες (όγκου 3L ) σε μονοκαλλιέργεια και σε μίξη : αναλογίες 30:70 και 70:30 σε χαμηλές πυκνότητες ( 100, 150, 200, φυτά /m2 ) και σε μίξη : 70:30, 50:50, 30:70 σε υψηλές πυκνότητες ( 200, 400, 600 φυτά/m2 ). T’ αποτελέσματα δείχνουν ότι:
(α) ο αριθμός των ανθέων / φυτό μειώνεται συναρτήσει της πυκνότητας και μάλιστα ταχύτερα στην κυανογενετική μορφή,
(β) ο αριθμός των ανθέων /φυτό μετά την πρώτη κοπή εμφανίζεται αυξημένος κυρίως στην ακυανογενετική μορφή και
(γ) η μίξις φαίνεται να ευνοεί την παραγωγή ανθέων στην ακυανογενετική μορφή.
Ορεινοί βοσκότοποι και δασοπονία
Οι ορεινοί βοσκότοποι της χώρας μας αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά κεφάλαια της πρωτογενούς παραγωγής του τρίπτυχου “δασοπονία-κτηνοτροφία-γεωργία”. Περιλαμβάνουν τις εκτάσεις εκείνες που δεν προσφέρονται για δασική ή γεωργική εκμετάλλευση και καλύπτονται κυρίως από φρυγανώδη, ποώδη, αραιή θαμνώδη, ή διάσπαρτη με δασικά δένδρα βλάστηση. Η αναχρονιστική δασική νομοθεσία και το αντιφατικό ιδιοκτησιακό καθεστώς, που κύρια στηρίζεται στη χρησικτησία και στους τίτλους από εποχής Τουρκοκρατίας αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη της δασοπονίας και ορεινής λιβαδοπονίας. Η έλλειψη Εθνικού Κτηματολογίου, η μή ύπαρξη χωροταξικού σχεδιασμού των χρήσης γης, καθώς και η αλόγιστη εκμετάλλευση της παραγωγικής δυνατότητας του εδαφικού κεφαλαίου, έχουν ως συνέπεια την ασάφεια των ορίων δάσους, αγρού και βοσκοτόπου και την κακή διαχείριση των δασοοικοσυστημάτων και των ορεινών βοσκοτόπων . Σήμερα στην χώρα μας η διαχείριση των ορεινών δασικών εκτάσεων πρέπει να αλλάξει και να γίνει σύμφωνα με τους κανόνες της πολλαπλής χρήσης της γης και τις ανάγκες του σημερινού ανθρώπου. Η αξιοποίηση των δασικών πόρων πρέπει να γίνεται στα πλαίσια της προσφοράς του δάσους σε αγαθά και υπηρεσίες, χωρίς να παραβλέπεται η αξιοποίηση των ορεινών λιβαδικών πόρων σε κτηνοτροφικά προϊόντα . Το δάσος και η βόσκηση μπορούν να συνυπάρξουν και ο δασολόγος της πράξης καλείται να ασκήσει το δύσκολο έργο της διαχείρισης του δασικών εκτάσεων με ταυτόχρονη ανάπτυξη της δασοπονίας και λιβαδοπονίας.
Αγροδασοπονία: σύζευξη δασοπονίας, γεωργίας και/η κτηνοτροφίας
Η παρούσα εργασία αναφέρεται σε ένα νέο για τα Ελληνικά δεδομένα αντικείμενο, την αγροδασοπονία (agroforestry), ως σύστημα συνδυασμένης χρήσης της γης. Γίνεται εκτενής αναφορά στα βιολογικά, οικονομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η αγροδασοπονία σε σχέση με την συμβατική γεωργία. Αναφέρονται οι μορφές/ κατηγορίες αγροδασικών συστημάτων καθώς και η κατάταξη τους στο χώρο και το χρόνο. Ως παράδειγμα εφαρμογής αγροδασοπονίας στην Ελλάδα αναφέρεται το καστανοδάσος Αγίου Νικολάου Ευρυτανίας, τα αγαθά του οποίου καρπώνονται οι κάτοικοι της περιοχής πετυχαίνοντας ένα αξιόλογο εισόδημα. Τέλος, γίνεται συζήτηση και διατυπώνονται προτάσεις για την αγροδασοπονία στην Ελλάδα.
Έρευνα για την κατάρτιση συστήματος απογραφής, ταξινόμησης, αξιολόγησης και χαρτογράφησης βοσκόμενων δασικών εκτάσεων Μενοίκιου ‘Ορους Ν. Δράμας για προσδιορισμό της παραγωγικότητας
Οι βοσκόμενες δασικές εκτάσεις στο ορεινό συγκρότημα Μενοίκιο του Ν . Δράμας απογράφηκαν με τη χρησιμοποίηση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π. ) και τη βοήθεια ορθοφωτοχαρτών. Αξιοποιήθηκαν οι δυνατότητες που προσφέρουν τα Γ.Σ.Π.. (ψηφιοποίηση χαρτών, δημιουργία και ανάπτυξη τοπολογίας, ενημέρωση βάσεων δεδομένων, διαχρονική ενημέρωση κλπ) και δημιουργήθηκαν θεματικοί χάρτες με βάση τις πληροφορίες που υπάρχουν στη βάση δεδομένων. Οι κατηγορίες που περιλήφθησαν στις παραπάνω εκτάσεις ήταν οι βοσκότοποι (Β), οι θαμvότοποι (Θ, Θφ), οι δασικοί τόποι με ένδειξη 11 (συγκόμωση 10-40% και κλάση όγκου 0-100 κ.μ. ανά εκτάριο) και οι εγκαταλειμμένοι αγροί (Εγ) των ορθοφωτοχαρτών. Κάθε μονάδα απογραφής κατατάχτηκε σε τύποuς, σειρές και υποτύπους λιβαδικής βλάστησης καθώς και σε ποιότητες τόπου, κλάσεις λιβαδικής κατάστασης, υψομετρικές ζώνες και σε εδαφικούς τύπους, ενώ έγινε συμπληρωματική αξιολόγηση και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων παλαιότερης προκαταρκτικής απογραφής λιβαδιών. Τα αποτελέσματα της απογραφής των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων με τη χρησιμοποίηση των Γ.Σ.Π. της περιοχής έρευνας δίδονται σε έγχρωμους χάρτες κλίμακας 1:20.000 όπου φαίνονται οι τύποι , οι σειρές και οι υποτύποι με την έκτασή τους , την ποιότητα τόπου , τη λιβαδική κατάσταση και τη βοσκοϊκαvότητα, ενώ δίδεται η δυνατότητα για διαχρονική ενημέρωση και διαχείριση των εκτάσεων αυτών προς όφελος της κτηνοτροφίας και της αγροτικής οικονομίας της περιοχής . Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών μπορούν να αποτελέσουν ένα χρήσιμο μέσο στην καταγραφή και απογραφή των βοσκόμενων δασικών εκτάσεων.
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση εκτίμησης της αξίας της βοσκήσιμης ύλης: Τα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας
Η αειφορική και ορθολογική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων χρειάζεται συνδυασμό (πολλαπλή χρήση – διαχείριση) όλων των δασικών χρήσεων για την αριστοποίηση της παραγωγής. Για να επιτευχθεί αυτό ικανοποιητικά χρειάζεται, εκτός από τη διερεύνηση των σχέσεων παραγωγής στη διαδικασία παραγωγής των δασικών αγαθών, και η αξιολόγηση των αγαθών αυτών σε συγκρίσιμες μονάδες. Στην εργασία αυτή γίνεται μια προσπάθεια για την αξιολόγηση της βοσκήσιμης ύλης των δασικών οικοσυστημάτων σε χρηματικές μονάδες ώστε να είναι δυνατό να ληφθεί σοβαρά υπόψη η χρήση αυτή στη λήψη απόφασης για τη διαχείριση αυτών των οικοσυστημάτων. Με τεχνικές γνωστές στη διεθνή βιβλιογραφία και τη χρησιμοποίηση “εικονικών τιμών” εκτιμήθηκε πως η αξία της βοσκήσιμης ύλης όλων των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας μας μπορεί να φτάσει πάνω από 200 δισεκ . Δρχ. /έτος (1,45% του ΑΕΠ) όταν η παραγωγή τοu ξύλου και λοιπά έσοδα της Δασική Υπηρεσίας δεν ξεπερνούν τα 30 δισεκ. δρχ. / έτος (0,22% του ΑΕΠ) .