Εποχιακές μεταβολές της ποιότητας της λιβαδικής παραγωγής σε φρυγανολίβαδα της δυτικής Κρήτης σε σχέση με το υψόμετρο
Τα φρυγανολίβαδα είναι ο πιo εκτεταμένος τύπος λιβαδιών στην Κρήτη. Καλύπτουν το ένα τρίτο του νησιού και απαντούν σε όλα τα υψόμετρα, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι την αλπική ζώνη. Η πρωτογενής λιβαδική παραγωγή υφίσταται εποχιακές μεταβολές στη χημική της σύσταση ως αποτέλεσμα της μεταβολής του υψομέτρου και των κλιματικών συνθηκών. Οι ποιοτικές αυτές μεταβολές μελετήθηκαν, σε μία ευρεία υψομετρική ζώνη των Λευκών Ορέων της δυτικής Κρήτης. Εγκαταστάθηκαν τρείς θέσεις μελέτης, στη χαμηλή, μεσαία και υψηλή οικολογική ζώνη, σε υψόμετρο 25μ., 675μ. και 1200μ. αντίστοιχα. Οι δειγματοληψίες έγιναν στο τέλος κάθε εποχής, ξεκινώντας από το φθινόπωρο ως το τέλος της αυξητικής περιόδου ( 1987-88). Από τις χημικές αναλύσεις της βιομάζας βρέθηκε ότι, :
α . Η περιεκτικότητα των φρυγάνων σε ακάθαρτη πρωτεϊνη στη χαμηλή και μεσαία ζώνη αυξήθηκε από 9% το φθινόπωρο σε 13% στο τέλος του χειμώνα και έκτοτε ακολούθησε πτωτική τάση. Στην υψηλή ζώνη το μέγιστο παρατηρήθηκε προς το τέλος της άνοιξης. Αντίθετα, η μέγιστη τιμή σε ακάθαρτη πρωτεϊνη της ποώδους φυτομάζας παρατηρήθηκε στο τέλος του φθινοπώρου στη χαμηλή ( 13,64%) και μεσαία ζώνη ( 19, 14%). Στην υψηλή ζώνη, η ποώδης βλάστηση ήταν πλούσια σε πρωτεϊνη μέχρι και το τέλος της άνοιξης (16%).
β. Η περιεκτικότητα σε ακάθαρτη κυτταρίνη και σε λιγνίνη ακολούθησε αντίστροφη πορεία σε σχέση με την πρωτεϊνη
Αλληλεπιδράσεις μεταξύ ξυλωδών και ποωδών φυτών σε δασολιβαδικά συστήματα
Η αγροδασοπονία και συγκεκρψένα τα δασολιβαδικά συστήματα είναι μία παλιά χρήση γης η οποία πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο για οικολογικούς και οικονομικούς λόγους. Συγκεκριμένες μελέτες έχουν αποδει’ξει τον ευεργετικό οικολογικό ρόλο της για την σταθεροποίηση και βελτίωση υποβαθμισμένων λιβαδιών μέσα από την ποικιλότητα των ειδών και των μικροκλιματικών συνθηκών που δημιουργούνται. Η λειτουργία αυτών των συστημάτων επηρεάζεται από τις αλληλεπιδράσεις και τον ανταγωνισμό μεταξύ ξυλωδών και ποωδών φυτών κυρίως για φως, νερό και θρεπτικά στοιχεία. Τα ποώδη φυτά φαίνεται ότι καταπιέζουν τα δένδρα στο στάδιο των αρτιφύτρων, κυρίως σε ακραία περιβάλλοντα (ξηροθερμικά) . Τα ξυλώδη φυτά ωστόσο, καθώς ωριμάζουν, προκαλούν μείωση της ποώδους παραγωγής λόγω έλλειψης φωτός ,κυρίως σε υγρά περιβάλλοντα, ευνοούν τα σκιόφυτα είδη ενώ επηρεάζουν και την σποροπαραγωγή. Από την άλλη μεριά, όμως, φαίνεται ότι η ποώδης παραγωγή είναι μεγαλύτερη και ποιοτικά καλύτερη σε ξηρά περιβάλλοντα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες σκίασης από ό,τι σε τελείως ανοιχτές περιοχές. Ο ανταγωνισμός για θρεπτικά στοιχεία είναι σημαντικός στο στάδιο των αρτιφύτρων αλλά εξασθενεί αργότερα καθώς οι ρίζες καταλαμβάνουν διαφορετικά στρώματα του εδάφους, καθώς και με την εφαρμογή λιπασμάτων. Τέλος σημαντική είναι η επίδραση του δασικού τάπητα στην καταπίεση της ποώδους βλάστησης εξαρτώμενη ωστόσο από το σχήμα των φύλλων και τον ρυθμό αποσύνθεσής τους .
Επίδραση της βόσκησης και του φυτευτικού συνδέσμου στο δυναμικό αύξησης ορισμένων θαμνόμορφων ειδών
Ο ρυθμός αύξησης του φύλλου και η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης μελετήθηκαν σε σχέση με την επίδραση του φυτευτικού συνδέσμου και της βόσκησης με πρόβατα στα είδη της ψευδακακίας, της γλεδίσχιας, της άμορφα και της μουριάς. Τα είδη αυτά εγκαταστάθηκαν σε ποολίβαδο της βόρειας Ελλάδας με ημίξηρο κλίμα και έδαφος χαμηλής γονιμότητας, σε φυτευτικούς συνδέσμους 1,5Χ 1,5μ., 2,5Χ2,5μ. και 3,5Χ3,5μ .. Τα φυτά ήταν ενός έτους όταν εγκαταστάθηκαν και διατηρούνταν σε θαμνώδη μορφή με την κοπή τους κάθε χειμώνα σε ύψος 50 εκατοστών. Η βόσκηση εφαρμόσθηκε στις αρχές Ιουλίου και τέλη Αυγούστου κατά τα έτη 1992,1993 και 1994. Μετρήθηκαν ο ρυθμός αύξησης του φύλλου, η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης, το υδατικό δυναμικό και η στοματική αγωγιμότητα. Βρέθηκε ότι ο ρυθμός αύξησης δεν επηρεάσθηκε από τον φυτευτικό σύνδεσμο . Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης ανά μονάδα επιφανείας στους φυτευτικούς συνδέσμους ήταν υψηλότερη κατά 232% στο σύνδεσμο 1,5Χ1,5μ. σε σύγκριση με το σύνδεσμο 2,5Χ2,5μ. και κατά 374% σε σύγκριση με το σύνδεσμο 3,5Χ3,5μ .. Αντίθετα, η παραγωγή ανά θάμνο ήταν υψηλότερη κατά 121% στο σύνδεσμο 3,5Χ3,5μ . σε σύγκριση με το σύνδεσμο2,5Χ2,5μ . και κατά 145% σε σύγκριση με το σύνδεσμο 1,5X1,5μ.. Η ψευδακακία παρουσίασε τον υψηλότερο ρυθμό αύξησης των φύλλων (0, 14εκατ/ημ.) καθώς και την υψηλότερη παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (394χλγ/εκτ.) δείχνοντας συγχρόνως και σταθερότητα στις τιμές της στοματικής αγωγιμότητας σε σχέση με το υδατικό δυναμικό. Η βόσκηση επηρέασε θετικά το ρυθμό αύξησης του φύλλου και διατήρησε την παραγωγή σε υψηλά επίπεδα κατά τη θερινή περίοδο. Η μουριά προσαρμόσθηκε ικανοποιητικά στο περιβάλλον της περιοχής και στη βόσκηση.
Λιβαδικοί σταθμοί ασβεστολιθικών περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας
Στην εργασία αυτή διερευνήθηκαν οι παράγοντες οι οποίοι διαμορφώνουν τους λιβαδικούς σταθμούς . Η έρευνα κάλυψε έξι ασβεστολιθικές περιοχές στο νομό Κοζάνης, τρεις στο νομό Φλώρινας και τρεις στο νομό Πέλλας. Διαπιστώθηκε ότι οι διάφορες παραλλαγές του ασβεστολιθικού υλικού στις ερευνηθείσες περιοχές διαμορφώνουν γενικώς εδάφη ξηρά με πολύ μικρή υδατοχωρητικότητα . Επομένως, οι διαφοριστικοί παράγοντες των διακριθέντων λιβαδικών σταθμών ήταν εκείνοι που επηρέασαν βελτιωτικά την ελάχιστη μεταβλητή που ήταν η υδατοχωρητικότητα του εδάφους. Οι παράγοντες αυτοί διακρίθηκαν στους γενικούς κλιματικούς, στους φυσιογραφικούς μικροκλιματικούς και στους πετρολογικούς-εδαφολογικούς. Η πετρολογική συγκρότηση και κυρίως οι φυσικές ιδιότητες του εδάφους αποτέλεσαν τους κυριότερους συντελεστές και τους εκφραστικότερους σταθμητούς παράγοντες κατατάξεως των διαφόρων λιβαδικών σταθμών, ενώ οι χημικές ιδιότητες δεν είχαν σημαντική επίδραση . Διακρίθηκαν τρεις σταθμοί με βάση την κάλυψη του εδάφους με επιφανειακούς λίθους, η οποία ανάλογα με το μέγεθος της επηρέασε αντίστοιχα τη λιβαδική παραγωγή και βοσκοϊκανότητα.
Βλάστηση και παραγωγή των υπαλπικών λιβαδιών του όρους Παγγαίου
Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η σύνθεση και η κάλυψη της βλάστησης καθώς και η παραγωγή της υπέργειας βιομάζας σε αντιπροσωπευτικές θέσεις των υπαλπικών λιβαδιών (1250-1950μ.) του όρους Παγγαίου, προκειμένου να καθοριστούν οι τύποι και οι υποτύποι λιβαδιών που απαντούν σ’ αυτά. Από την έρευνα προέκυψαν 12 υποτύποι λιβαδιών από τους οποίους 8 ανήκουν στα ποολίβαδα και 4 στα θαμνολίβαδα. Η παραγωγή της υπέργειας βιομάζας βρέθηκε μεγαλύτερη στις Β, ΒΔ θέσεις και χαμηλότερη στις κορυφές ή στις νότιες εκθέσεις και κυμάνθηκε από 140g/m2 έως 674g/m2 . Παραγωγικότερα γενικά ήταν τα λιβάδια των μεσαίων υψομέτρων (1500-1650μ. ).