Δομή και παραγωγικότητα των θαμνολίβαδων πουρναριού
Οι πρινώνες παρουσιάζουν μεγάλη δομική ποικιλομορφία επειδή είναι διώροφα οικοσυστήματα, η δε διαθέσιμη στα ζώα λιβαδική παραγωγή τους κλιμακώνεται σε διάφορα ύψη από το έδαφος και σε διάφορα βάθη από την περιφέρεια της κόμης. Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας σχετικά με τη δομή της βλάστησης των θάμνων στα θαμνολίβαδα πουρναριού καθώς και η μεταβολή της διαθέσιμης παραγωγής σε τέσσερις κλάσεις κάλυψης θάμνων και τρεις κλάσεις ύψους. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στην περιοχή των Κοινοτήτων Πέντε Βρύσεων και Λοφίσκου του Νομού Θεσσαλονίκης σε επιφάνεια 545 ha, η οποία καλύπτονταν από ποώδη και ξυλώδη βλάστηση. Στατιστικώς ο σχεδιασμός ήταν ένα σύστημα διπλής δειγματοληψίας με στρωμάτωση. Στην πρώτη φάση χρησιμοποιήθηκαν αεροφωτογραφίες (Α/Φ), ορθοφωτογραφίες και τοπογραφικά διαγράμματα, όπου στρωματώθηκαν η κάλυψη των θάμνων σε τέσσερις κλάσεις (0-15%, 16-40%, 41-70%, 71-100%). Στη συνέχεια σχεδιάστηκε η επίγεια δειγματοληψία για τη μέτρηση της κάλυψης (δεύτερη φάση). Σε αντιπροσωπευτικές επιφάνειες μετρήθηκε η δομή των πρινώνων, η οποία εκφράζεται με το είδος, την πυκνότητα, την περίμετρο της κόμης τους, τη μέση διάμετρο και το μέσο και μέγιστο ύψος των θάμνων, καθώς και η διαθέσιμη παραγωγή σε τρεις κλάσεις ύψους (0-50, 0-100, 0-150 εκ.). Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι η μεγαλύτερη μεταβολή στη δομή του ανωρόφου υπήρξε στις επιφάνειες με κάλυψη θάμνων πάνω από 40%. Η ποικιλότητα των ειδών μειώνεται όσο αυξάνει η κάλυψη των θάμνων, πράγμα που οδηγεί στην εξέλιξη των θαμνολίβαδων σε δασικές φυτοκοινωνίες. Η διαθέσιμη παραγωγή των θαμνολίβαδων πουρναριού είναι στενά συνδεδεμένη με την κάλυψη των θάμνων και μειώνεται όσο αυξάνεται η κάλυψή τους, με την μεγαλύτερη μείωση όταν η αύξηση της κάλυψης των θάμνων είναι πέραν τοu 40%. Τη μεγαλύτερη ποσότητα της συνολικής διαθέσιμης παραγωγής (ποώδους και θαμνώδους) παράγουν τα θαμνολίβαδα πουρναριού με κάλυψη θάμνων μέχρι 15% και ύψος 50 εκ. Επίσης, με την αύξηση του ύψους και θάμνων η οποία συνήθως συνοδεύει την αύξηση της κάλυψης του θαμνολίβαδου, η λιβαδική παραγωγή κατανέμεται όλο και περισσότερο σε μεγαλύτερα ύψη με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον προσιτή και άρα διαθέσιμη στα ζώα. Συμπεραίνεται ότι η παραγωγικότητα των θαμνολίβαδων πουρναριού διατηρείται σε υψηλά επίπεδα για την κτηνοτροφία όταν αυτά διατηρούνται ανοικτά και ομαδοπαγή και προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να στραφεί η διαχείρισή τους.
Παραγωγή και ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης βελτιωμένων θαμνολίβαδων με μηχανικά μέσα
Η μείωση της συμμετοχής των ξυλωδών φυτών σε πυκνούς θαμνώνες θεωρείται διαχειριστικό μέτρο που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους για την κτηνοτροφία. Στην εργασία αυτή, σε δύο θαμνολίβαδα που η ξυλώδης βλάστησή τους μειώθηκε με μηχανικά μέσα (προωθητήρα και θαμνοκόπτη) και ένα σχετικά αραιό (55% θαμνοκάλυψη, μάρτυρας (ΜΑΡ)) στο οποίο δεν έγινε καμιά επέμβαση, μελετήθηκαν η διαθέσιμη βιομάζα για βόσκηση και η ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης που καταναλίσκονταν από μικρά μηρυκαστικά για τρία χρόνια μετά τη βελτίωση. Τα θαμνολίβαδα που χειρίστηκαν με προωθητήρα (ΠΡ) και θαμνοκόπτη (ΘΑΜ) σπάρθηκαν με ποώδη λιβαδικά φυτά αμέσως μετά τις επεμβάσεις και μαζί με το μάρτυρα προστατεύτηκαν από τη βόσκηση από τον Οκτώβριο του 1991 (εφαρμογή βελτιώσεων) μέχρι την άνοιξη του 1992. Στη συνέχεια βοσκήθηκαν από το Μάιο του 1992 μέχρι τον Ιούνιο του 1994 σε διάφορες περιόδους. Η κάλυψη των τριών θαμνολίβαδων με θαμνώδη είδη κατά την έναρξη των πειραμάτων βόσκησης ήταν: ΠΡ: 26%, ΘΑΜ: 34% και ΜΑΡ: 55% ενώ στο τέλος των πειραμάτων (Ιούνιος 1994) ήταν: 39%, 44% και 59% αντίστοιχα. Η διαθέσιμη βιομάζα των ποωδών φυτών ήταν μεγαλύτερη στα δύο θαμνολίβαδα που βελτιώθηκαν (μέση τιμή για τρία χρόνια, ΠΡ: 1036, ΘΑΜ: 780 kg/ha) σε σύγκριση με το μάρτυρα (493 kg/ha). Τα ζώα που έβοσκαν στα βελτιωμένα θαμνολίβαδα συνέλεγαν βοσκήσιμη ύλη καλύτερης ποιότητας σε σύγκριση με το μάρτυρα. Συγκεκριμένα η βοσκήσιμη ύλη που καταναλίσκονταν από τα ζώα στα βελτιωμένα θαμνολίβαδα κατά την άνοιξη ήταν υψηλότερης πεπτικότητας και περιεκτικότητας σε ολικές πρωτεϊνες και χαμηλότερης περιεκτικότητας σε ινώδη συστατικά και λιγνίνη. Επιπλέον τα ζώα είχαν υψηλότερους ρυθμούς βόσκησης (δαγκωματιές/λεπτό) στα βελτιωμένα θαμνολίβαδα σε σύγκριση με το μάρτυρα (ΠΡ: 16,4, ΘΑΜ: 15,0 και ΜΑΡ: 8,6 δαγκωματιές/λεπτό). Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής δείχνουν ότι οι βελτιωτικές επεμβάσεις συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης των ποωδών φυτών και βελτίωσαν τη βοσκησιμότητα των θαμνωδών ειδών.
Επίδραση της λίπανσης με άζωτο και φώσφορο στη θρεπτική αξία ποωδών φυτών
Η θρεπτική αξία της βοσκήσιμης ύλης στα πολίβαδα είναι καθοριστική για την κάλυψη των αναγκών των βοσκόντων κτηνοτροφικών ζώων στις διάφορες εποχές του έτους. Τα διάφορα είδη των φυτών όμως συμβάλλουν διαφορετικά στη διαμόρφωση αυτής της θρεπτικής αξίας, με την τιμή συγκέντρωσης σε θρεπτικά στοιχεία που έχει το καθένα. Η συνδυασμένη λίπανση αζώτου και φωσφόρου μπορεί να βελτιώσει σε διάφορο βαθμό τη θρεπτική αξία των επί μέρους ειδών και διά μέσου αυτής να βελτιώσει στο σύνολο την ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης του ποολίβαδου. Σε ποολίβαδο της κοινότητας Αντιγόνειας Ν . Κιλκίς κυριαρχούμενο από τα αγρωστώδη Chrysopogon gryllus και Dichanthium ischaemum μελετήθηκε η επίδραση της λίπανσης ΝΡ στη συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων των κυρίαρχων ειδών κατά τη διάρκεια των ετών 1989 και 1990. Εφαρμόστηκε λίπανση σε τρία επίπεδα: 0, 100N+100P και 200Ν+100Ρ kg/Ha. Βρέθηκε ότι η λίπανση αύξησε την περιεκτικότητα σε άζωτο και φώσφορο περισσότερο στα αγρωστώδη από ότι στις πλατύφυλλες πόες.
Δυνατότητα αποκατάστασης υποβαθμισμένων εκτάσεων μεταλλείου χρωμίου
Τα πειράματα έγιναν σε διαταραγμένο εδαφικό υλικό που προήλθε από εκσκαφές του αργού σήμερα μεταλλείου απόληψης χρωμίου στην περιοχή Δομοκού,στο Εργαστήριο και στον τόπο του μεταλλείου. Χρησιμοποιήθηκαν Τα είδη Medicaco arborea L., Dactylis glomerata L., Cynodon dactylon L. και Trifolium repens L.. Η εγκατάσταση και των τεσσάρων ειδών ήταν πολύ ικανοποιητική και δεν παρατηρήθηκε τοξικότητα λόγω παρουσίας χρωμίου . Για την περαιτέρω αύξηση και ανάπτυξη των φυτών που θα συνέβαλε με βεβαιότητα στην αποτελεσματικότερη αποκατάσταση των εδαφών αυτών διαπιστώθηκε ανάγκη αντιμετώπισης εκτός του υδατικού ελλείμματος και του ελλείμματος θρεπτικών στοιχείων, ιδιαίτερα του Ν. Συμπτώματα έλλειψης Ν (κιτρίνισμα και πτώση των φύλλων της βάσης εμφανίστηκαν ένα δίμηνο μετά από την εγκατάσταση των φυτών της Μ. arborea). Έντονη αυξητική δραστηριότητα εκδηλώθηκε στα φυτά αυτά της Medicaco μετά την προσθήκη 1,20 έως 4,50 μονάδων Ν. Συμπτώματα έλλειψης του στοιχείου Ν εκ νέου παρουσιάστηκαν μετά από ένα τρίμηνο μόνο στα φυτά που δέχθηκαν τη μικρότερη ποσότητα των 1,20 μονάδων Ν.
Δοκιμή ξενικών ποικιλιών της Gleditsia triacanthos L. σε δύο περιοχές του Νομού Θεσσαλονίκης
Η γκλεντίτσια (Gleditsia triacanthos L.) είναι ένα δένδρο της οικογένειας των ψυχανθών, ενδημικό της Β. Αμερικής, ανθεκτικό στην ξηρασία και με καλή ανάπτυξη στα αλκαλιωμένα και αλατούχα εδάφη. Αν και έχει πολλές χρήσεις, η σπουδαιότερη είναι η αξιοποίηση των καρπών της από τα αγροτικά και άγρια ζώα, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία πολλών ποικιλιών του είδους. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια αξιολόγησης 9 τέτοιων ποικιλιών-κλώνων που επιλέχτηκαν στην νότια Γαλλία και της Αμερικάνικης “Millwood” σε δύο περιοχές του Νομού Θεσσαλονίκης με ημίξηρο Μεσογειακό κλίμα. Σε κάθε περιοχή φυτεύτηκαν 50 γυμνόρριζα δενδρύλλια ενός έτους εμβολιασμένα σε διετές υποκείμενο (5 από κάθε ποικιλία). Μετρήσεις επιβίωσης και ύψους λήφθηκαν στο τέλος κάθε αυξητικής περιόδου για 4 και 3 έτη αντίστοιχα στις δύο περιοχές. Στην πρώτη περιοχή (Λουτρά Θέρμης) η θνησιμότητα δεν ξεπέρασε το 10% καθόλη τη διάρκεια της έρευνας και η εγκατάσταση ήταν ικανοποιητική. Αντίθετα, στη δεύτερη περιοχή (Σχολάρι) τα δενδρύλλια παρουσίασαν ξηράνσεις στην κορυφή, συνεχή υποβάθμιση με τον χρόνο και η θνησιμότητα έφτασε το 26%, προφανώς εξαιτίας του αμμώδους εδάφους που δεν ήταν δυνατό να υποστηρίξει τα φυτά, ιδιαίτερα στα πολύ ξηρά δύο πρώτα έτη. Οι ποικιλίες παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το ύψος κατά τα τρία πρώτα έτη στα Λουτρά θέρμης, ενώ δεν υπήρξαν διαφορές στο Σχολάρι. Και στις δύο όμως περιοχές ορισμένες ποικιλίες κατείχαν σταθερά πρώτες θέσεις καθόλη τη διάρκεια της έρευνας, γεγονός που αποτελεί ένδειξη καλύτερης προσαρμογής τους. Η καρποφορία άρχισε το τέταρτο έτος από τον εμβολιασμό των δενδρυλλίων σε δύο ποικιλίες, ενώ το επόμενο έτος εμφάνισαν καρπούς οκτώ από τις δέκα, με ποικίλη συμμετοχή ατόμων . Ως συμπέρασμα προέκυψε ότι η γκλεντίτσια έχει πολλές δυνατότητες στην παραγωγή τροφής για τα ζώα, αλλά περισσότερη βελτιωτική εργασία απαιτείται για τη δημιουργία ποικιλιών- κλώνων πιο προσαρμοσμένων στα ημίξηρα περιβάλλοντα της Βόρειας Ελλάδας.