Βελτίωση πρινώνων για αειφορική αξιοποίηση από αγροτικά ζώα
Οι πρινώνες καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις της χώρας και αποτελούν πολύτιμη πηγή βοσκήσιμης ύλης για τα αγροτικά ζώα, ιδιαίτερα τα γίδια. Εξαιτίας όμως της αλόγιστης χρήσης στο παρελθόν και της αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών κατά τα τελευταία έτη παρουσιάζουν σημαντική υποβάθμιση. Επίσης, δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα από τις επανειλημμένες πυρκαγιές που προκαλούν οι κτηνοτρόφοι για τη βελτίωσή τους. Παρά την υποβάθμισή τους, οι πρινώνες έχουν υψηλό παραγωγικό δυναμικό, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί με διάφορες μεθόδους. Στόχος της βελτίωσης αυτής είναι η αύξηση της διαθέσιμης παραγωγής για τα αγροτικά ζώα χωρίς να μειωθεί ο προστατευτικός ρόλος και οι άλλες πολλαπλές χρήσεις, τις οποίες προσφέρουν. Στην εργασία αυτή συζητούνται διάφοροι μέθοδοι βελτίωσης, όπως είναι τα μηχανικά μέσα, οι αραιώσεις, τα χημικά μέσα, η λίπανση και η κανονική βόσκηση, ενώ ειδική συζήτηση γίνεται για τη διαχείριση των καμμένων εκτάσεων πρινώνων.
Θρεπτική αξία λιβαδικών φυτών και χρησιμοποίηση των θαμνολίβαδων από τις αίγες
Μελετήθηκαν οι εποχιακές μεταβολές της θρεπτικής αξίας ορισμένων ποωδών και ξυλωδών φυτών καθώς και η χρησιμοποίηση από τις αίγες θαμνολίβαδων με διαφορετική αναλογία θαμνώδους – ποώδους βλάστησης και με διαφορετικές εντάσεις βόσκησης, σε θαμνολίβαδα της Βόρειας Ελλάδας. Στα αγρωστώδη η περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεϊνες μειώθηκε με την πρόοδο της βλαστικής περιόδου κατά 62%, ενώ στα ψυχανθή και τα ξυλώδη είδη κατά 47%. Αντίστοιχα η in vitro πεπτικότητα μειώθηκε στα αγρωστώδη και ψυχαχθή κατά 28% και στα ξυλώδη 7%. Επίσης, σε όλες τις κατηγορίες φυτών μειώθηκε η περιεκτικότητα σε ανόργανα στοιχεία, με εξαίρεση την περιεκτικότητα σε Ca του οποίου η συγκέντρωση αυξήθηκε στα ξυλώδη είδη. Τα ψυχανθή διατηρούσαν σχεδόν σταθερή την περιεκτικότητά τους σε Ca και Ρ. Η μείωση της συμετοχής στη φυτοκάλυψη των θάμνων από 66% σε 53% και η αύξηση της συμμετοχής των ποωδών φυτών, βελτίωσε συνολικά τη θρεπτική αξία της τροφής που έβοσκαν οι αίγες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί η κατανάλωση τροφής στο λιβάδι με τη μεγαλύτερη συμμετοχή των ποωδών φυτών σε όλες τις περιόδους βόσκησης εκτός από τους μήνες Μάϊο και Ιούνιο. Επίσης, η κατανάλωση τροφής (44,3, 37,3 και 35,4 g/kgBW0,75) ήταν μεγαλύτερη όταν η ένταση βόσκησης ήταν μέτρια (1 goat/ha/y) σε σχέση με τη βαρειά (2 goat/ha/y) και την πολύ βαρειά ( 4 goat/haly).
Αξιοποίηση της βοσκήσιμης ύλης πρινώνων από αίγες: Επιλογή δίαιτας και θρεπτική αξία βοσκήσιμης ύλης
Οι πρινώνες καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των θαμνολίβαδων της χώρας μας και η βοσκήσιμη ύλη τους είναι μια σημαντική ανανεώσιμη πηγή χονδροειδών τροφών για τα μικρά μηρυκαστικά . Η ύπαρξη θαμνωδών και ποωδών φυτών θεωρείται ότι εξασφαλίζει βοσκήσιμη ύλη υψηλής θρεπτικής αξίας σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η υπόθεση αυτή μελετήθηκε σε τρία θαμνολίβαδα, που διέφεραν μεταξύ τους ως προς το ποσοστό κάλυψης ποωδών φυτών [Α: 32%, Β: 20% και Γ: 12%], σε 12 περιόδους βόσκησης από τον Ιούνιο του 1987 μέχρι τον Ιούνιο του 1988. Η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη των ποωδών φυτών ήταν υψηλότερη κατά το Μάιο και Ιούνιο σε όλα τα θαμνολίβαδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιόδους του έτους ωστόσο, στο θαμνολίβαδο Α ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με εκείνη των Β και Γ θαμνολίβαδων σε όλες τις περιόδους. Η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη του πουρναριού ήταν η σημαντικότερη από άποψη ποσότητας και στα τρία θαμνολίβαδα. Η δίαιτα των ζώων, που έβοσκαν στο θαμνολίβαδο Α, περιείχε το υψηλότερο ποσοστό σε ποώδη φυτά και το χαμηλότερο σε ξυλώδη φυτά σε σύγκριση με τα δυο άλλα θαμνολίβαδα σε όλες τις περιόδους βόσκησης. Η βοσκήσιμη ύλη που καταναλίσκονταν στο θαμνολίβαδο Α είχε τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεΐνες (14,1%), τη μικρότερη σε NDF (39,2%) και λιγνίνη (8,2%) και την υψηλότερη περιεκτικότητα (54,9%) σε σύγκριση με τα δυο άλλα θαμνολίβαδα (Β: 12,2%, 42,5%, 9.3% και 52,6% και Γ: 1 1,4%, 42,5%, 10,7% και 51,9%, αντίστοιχα). Οι τιμές των ολικών πρωτεϊνών και της IVOMD της βοσκήσιμης ύλης όλων των θαμνολίβαδων ήταν υψηλότερες (17% και 59%, αντίστοιχα) κατά τη διάρκεια της άνοιξης σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιόδους (1 1% και 51%, αντίστοιχα). Αντίθετα , η περιεκτικότητα της βοσκήσιμης ύλης σε NDF και λιγνίνη ήταν μικρότερη (35% και 6,8%, αντίστοιχα) κατά την ίδια περίοδο (άνοιξη) σε σύγκριση με τις υπόλοιπες περιόδους (44% και 10,5%, αντίστοιχα). Οι ανάγκες συντήρησης και παραγωγής των ζώων , σε θρεπτικά συστατικά καλύπτονταν πληρέστερα στο θαμνολίβαδο Α σε σύγκριση με τ’ άλλα δυο. Όμως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, που η διαθέσιμη βοσκήσιμη ύλη αποτελούνταν σχεδόν μόνο από πουρνάρι καλύπτονταν
οριακά μόνο οι ανάγκες συντήρησης. Ωστόσο όταν άλλα θαμνώδη είδη (π.χ. οι φυλλοβόλοι θάμνοι γαύρος και φράξος) συμμετείχαν σε σημαντικό ποσοστό στη θαμνώδη βλάστηση (62 % έναντι 30 % του πουρναριού) τότε η βοσκήσιμη ύλη που καταναλίσκονταν από αίγες ήταν σημαντικά υψηλότερης θρεπτικής αξίας κατά το καλοκαίρι σε σύγκριση με εκείνη του Α θαμνολίβαδου και κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες των ζώων σε θρεπτικά συστατικά.
Επίδραση της έντασης βόσκησης και των σχεδιασμένων συστημάτων στην παραγωγικότητα και την ευρωστία του πουρναριού
Η βόσκηση στους πρινώνες της χώρας μας εφαρμόζεται για χιλιάδες χρόνια χωρίς σχεδιασμένη διαχείριση, επηρεάζοντας έτσι πολλές φορές αρνητικά την αειφορία του οικοσυστήματος. Ο τρόπος βόσκησης ανταποκρίνεται περισσότερο στο συνεχές σύστημα ενώ η βοσκοφόρτωση είναι συνήθως μεγαλύτερη από τη βοσκοϊκανότητα, με αποτέλεσμα, σε μακροχρόνια βάση να καταστρέφονται οι παραγωγικότεροι τύποι πουρναριού και να επικρατούν οι λιγότερο επιθυμητοί. Σε έρευνα σχετική με την επίδραση της βόσκησης στην παραγωγή, τη θρεπτική αξία και την ευρωστία του πουρναριού, μελετήθηκαν πέντε εντάσεις βόσκησης των ετήσιων βλαστών του (20%, 40%, 60%, 80% και 100% του μήκους του βλαστού) οι οποίες επαναλαμβάνονταν κάθε 15 ημέρες στη διάρκεια της βλαστικής περιόδου (Απρίλιος-Σεπτέμβριος) επί πέντε συνεχόμενα έτη. Διαπιστώθηκε ότι οι εντάσεις βόσκησης 60% και 80% έδωσαν τη μεγαλύτερη παραγωγή νέων βλαστών και βοσκήσιμης ύλης από όλες τις εντάσεις βόσκησης και από το μάρτυρα (αβόσκητα πουρνάρια). Η ευρωστία του πουρναριού μειώθηκε ελάχιστα στην ένταση 80% σε σύγκριση με τις μικρότερες εντάσεις και το μάρτυρα ενώ στην ένταση 100% τα πουρνάρια ξηράθηκαν στην αρχή της βλαστικής περιόδου του τετάρτου έτους της έρευνας. Συμπεραίνεται ότι το πουρνάρι μπορεί ν’ αντέξει έντονη βόσκηση μέχρι 80% της ετήσιας παραγωγής του, για μια περίοδο πέντε συνεχόμενων ετών, χωρίς επιζήμιες επιδράσεις στην ευρωστία του. Σε ό,τι αφορά το σύστημα βόσκησης των πρινώνων, σχετική έρευνα έδειξε ότι στα τρία χρόνια της έρευνας το περιτροπικό σύστημα βόσκησης των πρινώνων με αίγες, με χρόνο περιφοράς τις 20 ημέρες, ήταν καλλίτερο σε σύγκριση με το συνεχές σύστημα γιατί έδωσε μεγαλύτερη παραγωγή βοσκήσιμης ύλης (3018,0 και 2413,3 χλγ/εκτ. αντίστοιχα), μεγαλύτερο αριθμό νέων βλαστών (35,5 και 31,4 βλαστοί/τ.μ.) και μεγαλύτερο μήκος βλαστών (3 και 2 εκ. αντίστοιχα), ενώ η παραγωγή ζώντος βάρους κατσικιών ήταν +1 ,93 χλγ/εκτ. και -0,60 χλγ/εκτ . αντίστοιχα.
Επίδραση της έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας στη παραγωγή και ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης του πουρναριού ( Quercus coccifera L.)
Το πείραμα πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Χρυσοπηγής Σερρών σε φυτά πουρναριού που βρίσκονταν στον υπόροφο δάσους τραχείας πεύκης (Ρinus. bmtia) και σε φυτά παρακείμενου πρινώνα που δεχόταν πλήρη ηλιακή ακτινοβολία. Μετρήθηκαν: Τα αυξητικά χαρακτηριστικά του πουρναριού, η περιεκτικότητα της βοσκήσιμης ύλης του σε ολικές πρωτεΐνες, συνολικούς μη δομικούς υδατάνθρακες, ταννίνες καθώς και η πεπτικότητα και γευστικότητά της. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα φυτά του πουρναριού του υπορόφου είχαν μεγαλύτερο μέσο μήκος βλαστού, μεγαλύτερη φυλλική επιφάνεια αλλά μικρότερο μέσο βάρος φύλλου σε σύγκριση με εκείνα του παρακείμενου πρινώνα. Η μέση ολική παραγωγή των φυτών του υπορόφου ήταν 1576 χιλ/ha ενώ του πρινώνα 3018 χιλ/ha. Η βοσκήσιμη ύλη του πουρναριού του υπορόφου περιείχε μεγαλύτερη ποσότητα ολικών πρωτεϊνών, λιγνίνης, ταννινών και μικρότερη ποσότητα συνολικών μη δομικών υδατανθράκων από εκείνη του παρακείμενου πρινώνα. Η πεπτικότητα της βοσκήσιμης ύλης του πουρναριού βρέθηκε να σχετίζεται αρνητικά με την περιεκτικότητά της σε ταννίνες και ήταν υψηλότερη στα φυτά του πρινώνα. Η γευστικότητα της βοσκήσιμης ύλης βρέθηκε να επηρεάζεται από την περιεκτικότητά της σε ταννίνες. Γενικά το πουρνάρι είναι ένα είδος με ισχυρή φαινοτυπική πλαστικότητα ικανό να προσαρμόζεται σε διαφορετικές εντάσεις ηλιακής ακτινοβολίας.