Βόσκηση αιγών και προβάτων σε εποχιακά υπολείμματα σιτηρών μετά το θερισμό
Στη χώρα μας τα εποχιακά υπολείμματα των σιτηρών μετά τη συγκομιδή (καλαμιές) αποτελούν σημαντική πηγή βοσκήσιμης ύλης για τα μικρά μηρυκαστικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Κατά την περίοδο αυτή, η βοσκήσιμη ύλη στα φυσικά λιβάδια είναι ξηρή και έχει μικρή θρεπτική αξία. Έτσι οι κτηνοτρόφοι αναγκάζονται να οδηγήσουν τα κοπάδια τους στις γεωργικές εκτάσεις, όπου υπάρχει διαθέσιμη τροφή μετά τη συγκομιδή των καρπών. Στη Βόρεια Ελλάδα στη χαμηλή ζώνη τα μικρά μηρυκαστικά βόσκουν στις καλαμιές από τα μέσα Ιουνίου μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η δίαιτα της τροφής που επιλέγουν οι αίγες και τα πρόβατα, όταν βόσκουν σε εποχιακά υπολείμματα σιταριού και κριθαριού, η θρεπτική αξία και η συμπεριφορά των ζώων κατά τη βόσκηση. Τα πλατύφυλλα ήταν το κύριο συστατικό της δίαιτας των αιγών και των προβάτων (63,6% και 72,4% αντίστοιχα), ενώ η συμμετοχή της καλαμιάς ήταν μεγαλύτερη (p0,05) στη δίαιτα των προβάτων (21,3%) σε σχέση με τη δίαιτα των αιγών (11,9%). Οι αίγες κατανάλωναν σημαντικά μεγαλύτερα (p0.05) ποσοστά ξυλωδών φυτών απ’ ό,τι τα πρόβατα (23,7% και 0,4% αντίστοιχα), τα οποία προτιμούσαν τα αγρωστώδη σε μεγαλύτερες ποσότητες σε σύγκριση με τις αίγες (5,9% και 0,8% αντίστοιχα). Τα πρόβατα επέλεγαν τροφή μεγαλύτερης θρεπτικής αξίας από τις αίγες, πιθανόν ως αποτέλεσμα της μεγαλύτερης συμμετοχής των πλατυφύλλων ειδών στη δίαιτά τους. Η βόσκηση ήταν η κύρια δραστηριότητα των αιγών και των προβάτων, ακολουθούμενη από τη μετακίνηση και τη στάση. Μηρυκασμός και ξεκούραση δεν παρατηρήθηκαν σε καμία κατηγορία ζώου.
Βοσκοϊκανότητα παραλίμνιων λιβαδιών και καλαμιώνων στη λίμνη Μικρή Πρέσπα
Σε αντίθεση με τους διάφορους τύπους λιβαδιών στα χερσαία οικοσυστήματα, η βοσκοϊκανότητα των υγρών λιβαδιών και των καλαμιώνων δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά στη χώρα μας. Η εκτίμησή της αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ορθή διαχείριση των παρόχθιων διαπλάσεων με βόσκηση, ειδικά σε υγροτόπους, όπου η βόσκηση χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος τόσο της κτηνοτροφίας, όσο και της προστασίας απειλούμενων οικοτόπων και ειδών της άγριας πανίδας. Το θέμα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την υδρόβια πανίδα της λίμνης Μικρή Πρέσπα, όπου οι εκτάσεις των υγρών λιβαδιών έχουν συρρικνωθεί σημαντικά εξαιτίας της σε βάρος τους επέκτασης των καλαμιώνων. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας, που πραγματοποιήθηκε στη δυτική όχθη της λίμνης την περίοδο 1997-2000. Στο τέλος κάθε εποχής, πραγματοποιούνταν δειγματοληψίες σε ζεύγη επιφανειών (βοσκημένη / αβόσκητη υπέργεια ή υπερυδατική βιομάζα), σε τέσσερις ζώνες βλάστησης, που επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο από την αυξομείωση της στάθμης της λίμνης. Η βοσκοϊκανότητα και το ποσοστό χρησιμοποίησης της βοσκήσιμης ύλης από τους βούβαλους παρουσίασαν έντονες διαφορές μεταξύ των εποχών του έτους και των ζωνών βλάστησης. Στις χαμηλότερες ζώνες, οι δύο αυτές παράμετροι επηρεάστηκαν σημαντικά από το εύρος της εποχιακής διακύμανσης της στάθμης. Η μέση ετήσια βοσκοϊκανότητα στο σύνολο των παραλίμνιων τύπων λιβαδιών (συμπεριλαμβανομένων και των καλαμιώνων) υπολογίστηκε στις 2,2 ΖΜ/ha/έτος. Στα πλαίσια ενός μεταγενέστερου πειράματος σε άλλη παραλίμνια περιοχή, εφαρμόστηκε ένταση βόσκησης 4,5 ΖΜ/ha/έτος. Η βοσκοφόρτωση αυτή οδήγησε στη δημιουργία υγρού λιβαδιού σε επιφάνεια κυριαρχούμενη από καλαμιώνα, ενώ η βοσκοφόρτωση των 2,2 ΖΜ/ha/έτος θεωρείται κατάλληλη για τη διατήρησή του.
Συλλογή και αξιολόγηση γενετικού υλικού της Bituminaria bituminosa (L.) Stirton από διάφορες περιοχές της Ελλάδας – πρώτα αποτελέσματα
Η Bituminaria bituminosa (L.) Shirton, γνωστή παλαιότερα ως Psoralea bituminosa L., είναι ένα πολυετές, ημικρυπτόφυτο ψυχανθές, αυτοφυές στην Ν. Ευρώπη, Δ. Ασία και Β. Αφρική (Μεσογειακή ζώνη). Απαντάται σε όλη την Ελλάδα, σε ξηρούς και χέρσους τόπους. Χαρακτηρίζεται από την παρουσία δευτερογενών συστατικών στα ώριμα φύλλα. Χρησιμοποιείται νωπή ή ως σανός για την διατροφή αγροτικών ζώων, αλλά και στη φαρμακευτική. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα πρώτα αποτελέσματα σχετικά με την παραλλακτικότητα χαρακτήρων των καρπών (χεδρώπων) του είδους στα πλαίσια μιας προσπάθεια συλλογής και αξιολόγησης του γενετικού της υλικού στη χώρα μας. Καρποί του είδους αυτού συλλέχθηκαν το θέρος του 2003 από 14 πληθυσμούς διαφόρων περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Για κάθε πληθυσμό μετρήθηκε το βάρος των χεδρώπων και το μήκος των σπερμάτων, καθώς και το μήκος του ραμφοειδούς πτερυγίου το οποίο διαθέτουν. Η ανάλυση της παραλλακτικότητας έδειξε ότι υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των πληθυσμών και για τα τρία αυτά χαρακτηριστικά, ενώ μικρή παραλλακτικότητα βρέθηκε να υπάρχει μέσα στους πληθυσμούς αυτούς. Πιο συγκεκριμένα, τους βαρύτερους χέδρωπες και τα μακρύτερα σπέρματα είχε η μία από τις δύο προελεύσεις της Κρήτης, με δεύτερη την προέλευση της Μικρόπολης Δράμας, ενώ τους ελαφρότερους χέδρωπες και βραχύτερα σπέρματα είχε η προέλευση του Πηλίου. Το μακρύτερο πτερύγιο βρέθηκε στη δεύτερη προέλευση της Κρήτης και το μικρότερο στην προέλευση της Καστανιάς Βεροίας. Γενικά, δε διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός συγκεκριμένου προτύπου γεωγραφικής ή υψομετρικής κατανομής για τα χαρακτηριστικά των χεδρώπων που μετρήθηκαν.
Μελέτη επίδρασης της βόσκησης στη σύνθεση της ακαρεοπανίδας σε ορεινό λειμώνα του Μετσόβου
Στο πλαίσιο μελέτης της επίδρασης της βόσκησης στην ακαρεοπανίδα, εξετάστηκε η ποιοτική και ποσοτική της σύσταση σε βοσκημένο και αβόσκητο τμήμα φυσικού λειμώνα στην περιοχή Βλάχας Μετσόβου, κατά το διάστημα Μάϊος 1997 – Οκτώβριος 1999. Από την ποιοτική ανάλυση προέκυψε ότι υπήρχαν 114 και 121 taxa για τον βοσκημένο και αβόσκητο λειμώνα αντίστοιχα, εκ των οποίων τα περισσότερα ήταν κοινά. Τα σπουδαιότερα από άποψη κυριαρχίας και συχνότητας ήταν: α) για τον βοσκημένο τα Oribatella sp., Scheloribates spp., Peloptulus sp., ατελή Cryptostigmata, Lorryia sp3, Tarsonemus lacustris, Microtydeus bellus και β) για τον αβόσκητο τα Mycobatidae, Oribatella sp., Scheloribates spp., ατελή Cryptostigmata, Lorryia sp3, Siteroptes spp., Steneotarsonemus konoi, Tarsonemus lacustris, Tydeus kochi. Οι πληθυσμιακές πυκνότητες των ακάρεων στο σύνολό τους ήταν μεγαλύτερες στον αβόσκητο λειμώνα. Ο πληθυσμός των τάξεων Mesostigmata και Prostigmata ήταν μεγαλύτερος στον αβόσκητο, ενώ των τάξεων Astigmata και Cryptostigmata δε διέφεραν στατιστικά στους δύο λειμώνες.
Ανάλυση των διαχρονικών αλλαγών του τοπίου της λεκάνης Κολχικού της λίμνης Κορώνειας με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.)
Τα ημιορεινά τοπία της χώρας έχουν υποστεί τα τελευταία 50 χρόνια αλλαγές στη διάθρωση και την ποικιλότητα της κατανομής των κατηγοριών χρήσεων/κάλυψης γης. Για τους σκοπούς της έρευνας επιλέχτηκε η περιοχή της λεκάνης του ρέματος του Κολχικού, που εκβάλει στη λίμνη Κορώνεια του νομού Θεσσαλονίκης. Το τοπίο της περιοχής, χαρακτηριστικό πολλών ημιορεινών τοπίων της χώρας, παρουσιάζει έντονο γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Οι αλλαγές στις παραδοσιακές διαχειριστικές πρακτικές αλλά και οι δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές οδήγησαν σε διαφοροποίηση των δομικών χαρακτηριστικών του. Οι γενικές τάσεις εξέλιξης του τοπίου αλλά και οι κατά χώρο διαχρονικές μεταβολές του εκτιμήθηκαν με την ψηφιακή επεξεργασία δύο διαχρονικών σειρών αεροφωτογραφιών (1960 και 1993) και τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.). Από την επεξεργασία των ψηφιακών δεδομένων προέκυψε η δημιουργία ενός διαγράμματος μεταβολών των χρήσεων/κάλυψης γης, όπου αναγνωρίστηκαν επακριβώς οι διαφοροποιήσεις των κατηγοριών χρήσεων/κάλυψης γης. Παράλληλα έγινε συλλογή αναλυτικών δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών απογραφικών δεδομένων από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), που στη συνέχεια συσχετίσθηκαν με τις τάσεις μετασχηματισμού του τοπίου.