Κατανομή στρουθιόμορφων ειδών σε λιβαδικά και δασικά οικοσυστήματα
Η σύνθεση των στρουθιόμορφων ειδών της ορνιθοπανίδας διερευνήθηκε κατά την άνοιξη και το θέρος σε ποολίβαδα, θαμνολίβαδα (αραιά και πυκνά) και δρυοδάση στην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Ο τύπος του ενδιαιτήματος που σε αυτή την περιοχή καθορίζεται κυρίως από την ένταση της βόσκησης, φαίνεται ότι επηρεάζει την κατανομή και τη σύνθεση των ειδών της ορνιθοπανίδας. Σε σύνολο 125 σημειακών και γραμμικών καταμετρήσεων καταγράφηκαν 43 είδη στρουθιόμορφων. Ο δείκτης ποικιλότητας και ισοκατανομής ήταν μεγαλύτερος στα πυκνά θαμνολίβαδα και στα δρυοδάση, ενώ μικρότερος στα ποολίβαδα τα οποία φαίνεται ότι αποτελούν τα πιο υποβαθμισμένα ενδιαιτήματα για τα στρουθιόμορφα είδη. Στα ποολίβαδα επικρατέστερα είδη ήταν η καρακάξα και το ψαρόνι, ενώ στα αραιά θαμνολίβαδα ήταν ο τσιφτάς και στα πυκνά ο μαυροτσιροβάκος. Τα ενδιαιτήματα διαφοροποιούνται ως προς την βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων ειδών που κατανέμονται σε αυτά, με τα δρυοδάση και τα ποολίβαδα να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση, τόσο μεταξύ τους όσο και με τα θαμνολίβαδα. Η βόσκηση φαίνεται ότι ευνοεί την ποικιλότητα στα θαμνολίβαδα, όχι όμως και στα ποολίβαδα, όπου επικρατούν ορισμένα είδη που ευνοούνται από την εντονότερη κτηνοτροφική δραστηριότητα που ασκείται εκεί.
Διαχείριση λιβαδιών και θηραμάτων στο όρος Καλλίδρομον
Η κτηνοτροφική δραστηριότητα στο όρος Καλλίδρομον έχει μειωθεί τα τελευταία 20 έτη και η βοσκοφόρτωση της περιοχής σήμερα υπολείπεται της βοσκοϊκανότητας. Η μείωση της πίεσης της βόσκησης είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκτεταμένου, υψηλού και πυκνού πρινώνα, ακατάλληλου και απρόσιτου για βόσκηση ακόμα και από τα γίδια. Ο πρινώνας αυτός, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας με χρησιμοποίηση της μεθόδου της καταμέτρησης των κοπράνων, προκύπτει ότι αποφεύγεται και από το λαγό. Η περιοχή, ένας άλλοτε ελκυστικός και πολυσύχναστος κυνηγότοπος, μετατράπηκε πλέον σε ένα τόπο όπου το κυνηγετικό ενδιαφέρον τείνει να εκλείψει. Στην παρούσα εργασία δίνονται κατευθύνσεις για τη λιβαδοπονική και θηραματική ανάπτυξη της περιοχής.
Βοτανική σύνθεση της τροφής του λαγού (Lepus europaeus) στη Θεσσαλία
Ο λαγός, σε αντίθεση με άλλα είδη λαγόμορφων, είναι είδος επιλεκτικό σε ό,τι αφορά στις τροφικές του συνήθειες. Τα πράσινα μέρη των φυτών αποτελούν το σημαντικότερο μέρος του διαιτολογίου του, με κυρίαρχα είδη αυτά της οικογένειας των αγρωστωδών. Η ποικιλία στη διατροφή του λαγού εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα φυτικών ειδών σε κάθε βιότοπο και εποχή. Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μελέτης αναφορικά με τη σύνθεση της τροφής του λαγού, ως μέρους ερευνητικού προγράμματος που αφορούσε στην οικολογία του λαγού στη Θεσσαλία για την περίοδο 1997-2000. Συγκεκριμένα, αναλύθηκε το στομαχικό περιεχόμενο 318 λαγών που είχαν συλλεχθεί από κυνηγούς κατά τη διάρκεια της κυνηγετικής περιόδου των ετών 1997-98, 1998-99, 1999-2000. Για την ταυτοποίηση των φυτικών υπολειμμάτων που περιέχονταν στο στομαχικό περιεχόμενο των λαγών δημιουργήθηκε κλείδα αναφοράς με τα φυτά των ενδιαιτημάτων του λαγού. Κατά την ανάλυση των δειγμάτων αναγνωρίστηκαν 181 φυτικά taxa, 112 από τα οποία σε επίπεδο είδους, 66 σε επίπεδο γένους και 3 σε επίπεδο οικογένειας. Από το σύνολο, 58 taxa, ήτοι 43 είδη και 15 γένη, ανήκαν στα αγρωστώδη (Poaceae) και αποτελούσαν περίπου το 36% (συχνότητα εμφάνισης) της τροφής του λαγού για την περίοδο Σεπτεμβρίου – Ιανουαρίου. Τα είδη των γενών: Poa, Festuca, Bromus, Lolium και Triticum αποτελούσαν το κύριο μέρος των αγρωστωδών που καταναλώθηκαν από το λαγό. Άλλα σημαντικά είδη που αναγνωρίστηκαν ήταν η γαλατσίδα (Euphorbia sp.) με ποσοστό (13,6%), το τριφύλλι (Trifolium sp.), η μηδική (Medicago sp.), ο ιξός (Viscum album), το κεράστιο (Cerastium sp.) και καρποί από δέντρα και θάμνους, όπως μηλιά (Pyrus malus), κρανιά (Cornus sp.), γκορτζιά (Pyrus amygdaliformis) και κράταιγος (Crataegus sp.). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ειδών που αποτελούσαν τη δίαιτα του λαγού ήταν άγρια – όχι καλλιεργούμενα, με εξαίρεση ορισμένα σιτηρά, όπως το σιτάρι και η σίκαλη, και χορτοδοτικά είδη, όπως η μηδική και το τριφύλλι.
Μηχανική προσέγγιση στη βελτίωση διαχείρισης λειμώνων
Οι εφαρμογές σύγχρονων μεθόδων και η χρήση μηχανημάτων κρίθηκαν απαραίτητες τα τελευταία χρόνια σε όλα τα έργα και ασφαλώς στις εργασίες που αφορούν τη διαχείριση και τη βελτίωση λιβαδιών και λειμώνων. Η εξέλιξη των μηχανημάτων επέβαλε τον εξοπλισμό τους με ηλεκτρονικές διατάξεις και αυτοματισμούς. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί, που είναι πολυποίκιλοι βοηθούν στον προσδιορισμό και την αύξηση της απόδοσης καθώς και στη μείωση του κόστους παραγωγής. Στην εργασία αυτή αξιολογήθηκε η θεωρητική απόδοση ενός σύγχρονου μηχανήματος σποράς σε λειμώνα, από τον στιγμιαίο όγκο (m3/S) και το βάρος (kg/s) των κόκκων με βάση το πλάτος εργασίας και την ταχύτητα προώθησης. Για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός της απόδοσης του συγκεκριμένου μηχανήματος σποράς χρησιμοποιήθηκε η σύγχρονη τεχνολογία με την οποία είναι εξοπλισμένο και αφορά την υποστήριξη μικροϋπολογιστών καθώς και αισθητήρων διαφόρων τύπων.
Το πρόβλημα της βόσκησης στα δάση της χερσονήσου του Ακάμα στην Κύπρο
Η χερσόνησος του Ακάμα αποτελεί το βορειοδυτικό άκρο της Κύπρου και καλύπτει έκταση 17.700 εκταρίων, εκ της οποίας τα 10.000 περίπου εκτάρια είναι ιδιωτική γη, 7.180 εκτάρια αποτελούν το δασικό σύμπλεγμα του Ακάμα και το υπόλοιπο είναι κρατική γη. Το δασικό σύμπλεγμα του Ακάμα αποτελείται από το δάσος Ακάμα έκτασης 5.809 εκταρίων, το δάσος Πέγειας έκτασης 1.360 εκταρίων και το δάσος Μελέτη έκτασης 18 εκταρίων. Στη χερσόνησο του Ακάμα περιλαμβάνονται οκτώ Κοινότητες και ένας Δήμος. Στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου η βλάστηση είναι χαρακτηριστική των Μεσογειακών θαμνώνων, γνωστή ως μακκία βλάστηση (maquis) και διακρίνεται σε “ψηλή μακκία βλάστηση” με χαρακτηριστικό είδος το Juniperus phoenicia και σε “χαμηλή μακκία βλάστηση” με χαρακτηριστικά είδη τα Pistacia lentiscus, Salvia fruticosa και Cistus sp. Οι ιδιωτικές γεωργικές εκτάσεις καλύπτονται κυρίως από αμπέλια, χαρουπιές, ελιές, αμυγδαλιές και εποχιακά με δημητριακά και ψυχανθή. Η κτηνοτροφία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Με βάση την καταμέτρηση των αιγοπροβάτων του 2002, ο συνολικός αριθμός των ζώων στην περιοχή ανέρχεται σε 28.200 εκ των οποίων τα 13.200 βόσκουν σε ιδιωτικές εκτάσεις και σε κρατικά δάση, ενώ τα υπόλοιπα 15.000 μόνο σε ιδιωτικές εκτάσεις. Από τα 13.200 ζώα που βόσκουν σε ιδιωτικές εκτάσεις και στα κρατικά δάση, τα 11.000 είναι αίγες και τα 2.200 είναι πρόβατα. Το σύστημα βόσκησης είναι το ποιμενικό χωρίς μετακίνηση, με ή χωρίς τη συνοδεία βοσκού. Ο μεγάλος αριθμός των ζώων που βόσκουν στην περιοχή σε συνδυασμό με ότι βόσκουν ως επί το πλείστον χωρίς τη συνοδεία βοσκού δημιουργεί σοβαρό πρόβλήμα υπερβόσκησης το οποίο είναι ιδιαίτερα εμφανές σε ορισμένες περιοχές. Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να δώσει μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα της παρούσας κατάστασης και να διατυπώσει χρήσιμες προτάσεις για τη λύση του προβλήματος αυτού.