Επιδράσεις της διαχείρισης υγρών λιβαδιών στην ορνιθοπανίδα της λίμνης Μικρή Πρέσπα: μεθοδολογία παρακολούθησης και αναμενόμενα αποτελέσματα
Στα πλαίσια του προγράμματος LIFE-Φύση «Προστασία και Διατήρηση Ειδών Προτεραιότητας στη Λίμνη Μικρή Πρέσπα» πραγματοποιήθηκε η διαχείριση της παραλίμνιας βλάστησης και της στάθμης του νερού με σκοπό την αποκατάσταση των υγρών λιβαδιών. Τα υγρά λιβάδια, παραλίμνιες περιοχές εποχιακά πλημμυρισμένες με χαμηλή υδρόβια βλάστηση, είναι ωφέλιμα για μια ποικιλία ειδών της άγριας πανίδας, όπως ψαριών, αμφιβίων, και υδρόβιων πουλιών. Για να μπορέσει να εκτιμηθεί η επίδραση της διαχείρισης αυτής στα είδη προτεραιότητας, τον αργυροπελεκάνο (Pelecanus crispus) και τη λαγγόνα (Phalacrocorax pygmaeus) απαιτείται ένας συνδυασμός μεθόδων παρακολούθησης, ο οποίος περιλαμβάνει απογραφή των αποικιών τους, παρακολούθηση της χρήσης των διαχειριζόμενων περιοχών από τα είδη αυτά και μετρήσεις βλάστησης. Ο πρώτος χρόνος της παρακολούθησης θεωρήθηκε πιλοτικός. Ορισμένες προσαρμογές και προσθήκες ήταν αναγκαίες για την ορθότερη συλλογή των στοιχείων και την ανάλυσή τους. Η παρούσα εργασία περιλαμβάνει παρουσίαση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται και των περιορισμών που προέκυψαν, καθώς και μια περιγραφική αναφορά με τα προκαταρκτικά δεδομένα του πρώτου χρόνου παρακολούθησης.
Η χρήση του ενδιαιτήματος από το τσακάλι (Canis aureus) σε αγρολίβαδα της νότιας Ελλάδας
Η ραδιοπαρακολούθηση 5 τσακαλιών (Canis aureus) στις περιοχές Μόρνου – Φωκίδας και Ανατολικής Σάμου διήρκεσε από 2 έως 15 μήνες. Το μέγεθος του ζωτικού χώρου στα ζώα που παρακολουθήθηκαν για ένα έτος ήταν 2,2 έως 15 τ.χλμ. Περιοχές παρουσίας των τσακαλιών ήταν χαμηλού υψομέτρου αγρο-οικοσυστήματα με διάσπαρτους οικισμούς που χαρακτηρίζονταν από μωσαϊκό καλλιεργειών μικρής έκτασης εναλλασσομένων από πυκνή βλάστηση. Τα τσακάλια είχαν αποκλειστικά νυκτόβια δραστηριότητα και χρησιμοποιούσαν τις περιοχές με πυκνή βλάστηση ως ημερήσια καταφύγια. Τέτοια καταφύγια παρατηρήθηκαν και σε κατάλληλες τοποθεσίες πολύ κοντά σε οικισμούς. Κατά τις νυχτερινές ώρες, συνήθως μία ώρα μετά τη δύση του ηλίου και μέχρι την ανατολή, χρησιμοποιούσαν λιβάδια και ανοιχτές καλλιεργούμενες εκτάσεις για τροφοληψία. Ορεινές περιοχές με συνεχόμενες συμπαγείς δασικές εκτάσεις και μειωμένη ανθρώπινη παρουσία φαίνεται ότι αποτελούν εμπόδιο για την εποίκιση και επέκταση των πληθυσμών των τσακαλιών.
Στοιχεία συμπεριφοράς του είδους Redunca arundinum σε θαμνώδη σαβάνα της Νότιας Αφρικής
Η παρούσα μελέτη ασχολείται με τη φωνητική δραστηριότητα της νοτιοαφρικανικής αντιλόπης Redunca arundinum, μέσω σφυριγμάτων. Η παρατήρηση πεδίου πραγματοποιήθηκε στο ιδιωτικό πάρκο του Mankwe της Νότιας Αφρικής, με σκοπό την εξέταση παραγόντων με πιθανή επιρροή στη συμπεριφορά της αντιλόπης και την απόφασή της να δίνει αυτά τα σφυρίγματα. Συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούσαν την ώρα της ημέρας, τον τύπο του ενδιαιτήματος, την κατεύθυνση του ανέμου, το μέγεθος του κοπαδιού και το φύλο. Επίσης μετρήθηκε η απόσταση μεταξύ ζώου και παρατηρητή, τη στιγμή που το ζώο συνειδητοποίησε την παρουσία του παρατηρητή, που τράπηκε σε φυγή και που έδωσε το πρώτο σφύριγμα, εάν αυτό συνέβη. Η στατιστική ανάλυση που εφαρμόστηκε ερεύνησε την ύπαρξη οποιασδήποτε σύνδεσης μεταξύ των παραπάνω παραγόντων και της πιθανότητας σφυρίγματος. Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η μόνη σύνδεση με την απόφαση μίας αντιλόπης να δώσει το σφύριγμα ή όχι, είναι η απόστασή της από τον παρατηρητή, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση έπαιξε το ρόλο ενός πιθανού θηρευτή. Οδήγησαν δε στο συμπέρασμα πως η απόφαση βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησης της παρουσίας του θηρευτή. Βασισμένη πάνω στις διαθέσιμες πληροφορίες που σχετίζονται με τους αμυντικούς μηχανισμούς αυτών των ζώων ενάντια στους θυρευτές τους και τα συνθήματα συναγερμού παραπλήσιων ειδών, αυτή η έρευνα προσπαθεί να εξετάσει την πιθανότητα αυτού του σφυρίγματος ως σύνθημα συναγερμού. Το τελικό συμπέρασμα υποδεικνύει πως το σφύριγμα χρησιμοποιείται ως σύνθημα συναγερμού, αμφισβητεί όμως σθεναρά το ότι αυτή είναι η μοναδική του χρησιμότητα, μέσα στα πλαίσια των αντιθηρευτικών μηχανισμών συμπεριφοράς.
Χρήση ενδιαιτήματος από το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) στην οροσειρά της Ροδόπης
Το αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) απαντάται και στα δύο τμήματα της οροσειράς της Ροδόπης (ανατολικό και δυτικό). Στο ελληνικό τμήμα της οροσειράς, το είδος εξαπλώνεται σε δυο περιοχές: α) στην περιοχή του Παρθένου δάσους Φρακτού του Ν. Δράμας και β) στην ευρύτερη περιοχή της Κούλας των Ν. Δράμας και Ξάνθης. Το μέγεθος του πληθυσμού στην πρώτη περιοχή εκτιμάται στα 70-80 άτομα, όπου χρησιμοποιεί ενδιαίτημα 20 τ.χλμ., ενώ στη δεύτερη περιοχή το μέγεθος του πληθυσμού είναι 20-30 άτομα και το χρησιμοποιούμενο ενδιαίτημα είναι 53 τ.χλμ. Το ενδιαίτημα των δύο υποπληθυσμών περιλαμβάνει κυρίως μικτές συστάδες οξυάς (Fagus sp.), ερυθρελάτης (Picea abies), ελάτης (Abies borisii-regis) και δασικής πεύκης (Pinus sylvestris), είδη δρυός (Quercus sp.), καθώς και λιβαδικές εκτάσεις με βραχώδεις σχηματισμούς. Το ποσοστό δασοκάλυψης του ενδιαιτήματος είναι υψηλό. Οι δύο πληθυσμοί προτιμούν ορεινά λιβάδια με βραχώδεις εξάρσεις, τα οποία είναι περιορισμένα σε έκταση, αλλά ζωτικής σημασίας για τη διαβίωση του είδους. Οι δύο πληθυσμοί πιθανόν δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Επίσης στην εργασία αναλύονται οι προτιμήσεις του αγριόγιδου για διάφορες παραμέτρους του ανάγλυφου και της βλάστησης και προτείνονται διαχειριστικά μέτρα για τη σύνδεση των δύο πληθυσμών και την εξασφάλιση της επιβίωσής του.
Δομή των ενδιαιτημάτων και σχεδιασμός της διαχείρισης των πληθυσμών του αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στην Ήπειρο με τη χρήση τηλεπισκόπησης και γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS)
Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται μέρος των αποτελεσμάτων ερευνητικού προγράμματος που αφορούσε στη διαχείριση του αγριόγιδου, ζαρκαδιού, αγριόχοιρου και ελαφιού. Συγκεκριμένα, αναλύεται η εξάπλωση και πληθυσμιακή κατάσταση του αγριόγιδου σε έξι ορεινά συγκροτήματα της Ηπείρου και υπολογίζεται το ποσοστό της παρούσας εξάπλωσης του είδους που εμπίπτει σε καθεστώς προστασίας (Εθνικός Δρυμός, Καταφύγιο Άγριας Ζωής, απαγόρευση κυνηγίου ορισμένου χρόνου). Ειδικότερα, στο ορεινό συγκρότημα Τύμφης – Κοζάκου, ποσοστό 61% του χρησιμοποιούμενου ενδιαιτήματος εμπίπτει σε καθεστώς προστασίας, ενώ στο ορεινό συγκρότημα Σμόλικας – Κλέφτες Λάϊστας το είδος χρησιμοποιεί ενδιαίτημα του οποίου μόνο ποσοστό 28% βρίσκεται κάτω από καθεστώς προστασίας. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα υπόλοιπα ορεινά συγκροτήματα είναι: Γράμμος 33%, Αυγό Β. Πίνδου – Εθνικός Δρυμός Πίνδου 63%, Περιστέρι 11%, Νεμέρτσικα (ελληνικό τμήμα) 0%. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι μικρό μέρος του χρησιμοποιούμενου ενδιαιτήματος εμπίπτει σε κάποιας μορφής καθεστώς προστασίας, παρόλο που η θεσμοθέτηση μιας περιοχής ως προστατευόμενης από μόνη της δεν αποτελεί επαρκές μέτρο προστασίας για ένα είδος. Τέλος, προτείνονται επιμέρους μέτρα διαχείρισης για κάθε περίπτωση.