Επιπτώσεις της εξορυκτικής δραστηριότητας των μεταλλείων βωξίτη στα υδρο-γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των δασικών οικοσυστημάτων του ορεινού όγκου της Γκιώνας
Στα πλαίσια της εργασίας αυτής εντοπίζονται και χαρτογραφούνται οι θέσεις καθώς και οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι και τεχνικές εξόρυξης βωξίτη στην βορειοανατολική πλευρά του ορεινού όγκου της Γκιώνας και ειδικότερα στην περιοχή που αναπτύσσεται μεταξύ Καλοσκοπής-Καστελλίου και Γραβιάς. Καταγράφεται η κατάσταση του περιβάλλοντος στην εγγύς περιοχή των μεταλλείων βωξίτη και προσδιορίζονται οι επιπτώσεις που έχει υποστεί το φυσικό περιβάλλον, και ειδικότερα τα υδρο-γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των δασικών οικοσυστημάτων της ερευνηθείσας περιοχής από τις διάφορες μεθόδους που εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εξορυκτικής δραστηριότητας και μετά την παύση της.
Σχέση κτηνοτροφίας και άγριας πανίδας σε ημιορεινές περιοχές της νοτιοανατολικής Ροδόπης
Τα λιβάδια, εκτός από τόπους βόσκησης αγροτικών ζώων αποτελούν και κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη της άγριας πανίδας και τόπο εξασφάλισης υπηρεσιών (προστασία εδάφους, αναψυχή). Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαίο τον προσδιορισμό των σχέσεων αλλά και των επιδράσεων της βόσκησης των λιβαδιών από αγροτικά ζώα στην επιβίωση σπάνιων ή απειλούμενων ειδών άγριας πανίδας που απαντούν σε μία προστατευόμενη περιοχή. Ως περιοχή μελέτης επιλέχθηκε η κοιλάδα του ποταμού Φιλιούρη, στο ανατολικό τμήμα του νομού Ροδόπης, η οποία εντάσσεται στο δίκτυο NATURA 2000 και αποτελεί σημαντικό βιότοπο για μεγάλο αριθμό πουλιών και θηλαστικών. Μελετήθηκε η εξέλιξη του κτηνοτροφικού κεφαλαίου και των χρήσεων γης καθώς και η άγρια πανίδα. Τα θαμνολίβαδα με ποσοστό 65% κυριαρχούν στο τοπίο. Η σχέση της κτηνοτροφίας με την άγρια πανίδα στην περιοχή είναι στις περισσότερες περιπτώσεις θετική και σημαντική. Η διατήρηση αυτής της σχέσης εξαρτάται από τη διατήρηση και συνέχιση των παραδοσιακών χρήσεων γης. Δυστυχώς, η εγκατάλειψη ή η αλλαγή των χρήσεων γης προκαλεί αποδιοργάνωση ή και εξαφάνιση αυτών των σημαντικών τοπίων. Τα παραδοσιακά τοπία, όμως, που είναι το αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης ανθρώπινων και φυσικών διεργασιών, αποτελούν την πολιτισμική, κοινωνική, οικολογική και οικονομική κληρονομιά κάθε λαού και πρέπει να διατηρηθούν, χωρίς να υπάρχουν αποκλίσεις από τις κατευθυντήριες οδηγίες του NATURA 2000.
Δομή και μεταβολές του τοπίου στην περιοχή Λιβαδίου Ελασσόνας: επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα και την ερπετοπανίδα – μια προκαταρκτική ανάλυση
Το τοπίο στην περιοχή Δολίχη Λιβαδίου Ελασσόνας έχει υποστεί μεγάλες μεταβολές στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Αυτό επιβεβαιώνεται από μια σειρά αεροφωτογραφιών της περιόδου 1960-1995 και με τη δορυφορική εικόνα QuickBird υψηλής ευκρίνειας του έτους 2003. Οι μεταβολές περιλαμβάνουν νέες χρήσεις γης, αλλαγές σε υπάρχουσες χρήσεις γης, εξαφάνιση μικρής κλίμακας στοιχείων του τοπίου, καθώς και αλλαγές στο μέγεθος των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Οι μεταβολές αυτές πιθανότατα έχουν επηρεάσει την παρουσία, ποικιλότητα ειδών και την αφθονία της πανίδας που απαντάται στους διάφορους τύπους ενδιαιτημάτων του συγκεκριμένου τοπίου. Καθώς παλαιότερες απογραφές για την πανίδα της περιοχής λείπουν, η εκτίμηση των μελλοντικών επιπτώσεων σε αυτήν εξαιτίας περαιτέρω μεταβολών στο τοπίο στηρίχτηκε σε τωρινά δεδομένα. Για την εξακρίβωση των επιπτώσεων στην ορνιθοπανίδα και ερπετοπανίδα εφαρμόστηκε μια διπλή προσέγγιση, που εστιάστηκε σε τέσσερις κύριους τύπους τοπίου: 1. Αραιά θαμνολίβαδα με αγρούς, 2. Ποολίβαδα με διάσπαρτα άτομα γκορτσιάς (Pyrus amygdaliformis), 3. Βλάστηση ρεμάτων, 4. Αγροτικό τοπίο με μικρής έκτασης φυτοφράχτες. Η πρώτη προσέγγιση περιλάμβανε για κάθε τύπο τοπίου σύγκριση μεταξύ δειγματοληπτικών επιφανειών που υπήρχαν το 1960 και το 2003 με δειγματοληπτικές επιφάνειες που υπήρχαν το 1960 αλλά μέχρι το 2003 είχαν μεταβληθεί ριζικά ή είχαν αλλάξει μορφή. Στα ζευγάρια αυτά των δειγματοληπτικών επιφανειών, που είχαν κοινή προέλευση, έγινε συγκριτική απογραφή της ορνιθοπανίδας και ερπετοπανίδας. Η δεύτερη προσέγγιση περιλάμβανε την απογραφή της ορνιθοπανίδας το 2004 με σκοπό την αξιολόγηση της μεθοδολογίας παρακολούθησης και της επαναληψιμότητας των αποτελεσμάτων απογραφής της πανίδας στις δειγματοληπτικές επιφάνειες του ίδιου τύπου τοπίου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η ορνιθοπανίδα όσο και η ερπετοπανίδα επηρεάστηκαν από τις μεταβολές του τοπίου. Όμως, πιθανόν η ποσοτικοποίηση της ποικιλότητας ειδών και της αφθονίας της ορνιθοπανίδας απαιτεί μια διαφορετική ανάλυση του τοπίου που θα στηρίζεται σε διαχωρισμό της βλάστησης φυλλοβόλων – αειφύλλων, καθώς και τοπίων ανοικτού – κλειστού τύπου. Νέες χρήσεις γης, όπως δασώσεις γεωργικών εκτάσεων με ψευδακακία (Robinia pseudoacacia) απαιτούν ιδιαίτερη μελέτη.
Σύγκριση σύνθεσης και κατανομής της ορνιθοπανίδας σε βοσκούμενα και μη βοσκούμενα ποολίβαδα πεδινών και ορεινών εκτάσεων στο όρος Μενοίκιο
Η ποικιλότητα, η αφθονία και η κατανομή των πουλιών μελετήθηκαν σε βοσκούμενα και μη ποολίβαδα με διαφορετικά τοπογραφικά χαρακτηριστικά στο όρος Μενοίκιο, μεταξύ Ανατολικής και Κεντρικής Μακεδονίας, την άνοιξη και το καλοκαίρι του έτους 2003. Οι καταγραφές της ορνιθοπανίδας πραγματοποιήθηκαν με σημειακές μετρήσεις και σημειώνονταν σε ψηφιοποιημένο χάρτη με τη βοήθεια GPS. Καταγράφηκαν συνολικά 56 είδη πουλιών σε 433 σημειακές μετρήσεις. Βρέθηκε ότι η αφθονία και η ποικιλότητα των πουλιών επηρεάζονται από το υψόμετρο, την έκθεση (με τις νότιες, ανατολικές και δυτικές πλαγιές να διαθέτουν μεγαλύτερη αφθονία και ποικιλότητα) και το μέγεθος των βοσκούμενων επιφανειών. Στις τελευταίες, οι μικρού μεγέθους βοσκούμενες εκτάσεις εμφάνισαν τη μέγιστη αφθονία πουλιών, ενώ οι μεγάλες τη μέγιστη ποικιλότητα ειδών. Η βόσκηση αποτελεί επίσης καθοριστικό ρόλο στην κατανομή των πουλιών.
Επιπτώσεις της βόσκησης σε λιβαδικούς τύπους βιοτόπων ορνιθοπανίδας περιοχής Μενοικίου όρους
Τα αγροτικά και άγρια ζώα, ανάλογα με το είδος, επιδρούν με διάφορους τρόπους στο οικοσύστημα και στις δομικές μονάδες με την ένταση, τη συχνότητα βόσκησης και την εποχή. Ειδικότερα όσον αφορά στην ορνιθοπανίδα, οι επιδράσεις είναι άμεσες και έμμεσες. Οι τελευταίες επηρεάζουν τους πληθυσμούς των πουλιών, κυρίως μέσω της επίδρασης των αγροτικών ζώων στη βλάστηση και στη διαθεσιμότητα της τροφής τους. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των επιπτώσεων της βόσκησης αγροτικών ζώων για ορισμένα είδη ορνιθοπανίδας που αποτελούν ενδιαιτήματα από επιλεγμένες επιφάνειες ποολίβαδων και θαμνολίβαδων πουρναριού (προστατευμένων και μη), διαφορετικών γεωλογικών υποθεμάτων του Μενοικίου όρους. Η μέθοδος δειγματοληψίας βασίστηκε στις σημειακές καταμετρήσεις (point counts). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι από το σύνολο των καταμετρήσεων, των περιφραγμένων και ελεύθερης στη βόσκηση επιφανειών, καταγράφηκαν μόνο πέντε είδη πουλιών του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ. Τα είδη αυτά ήταν το γιδοβύζι (Caprimuglus europaeus), η γαλιάντρα (Melanocorypha calandra), η χαμοκελάδα (Anthus campestris), ο αετομάχος (Lanius collurio) και ο βλάχος (Emberiza horulana). Τα πρώτα προκαταρκτικά συμπεράσματα έδειξαν ότι δεν υπήρχαν σημαντικές επιπτώσεις της βόσκησης στον αριθμό των φυτικών ειδών και στα είδη της ορνιθοπανίδας.