Εφαρμογή του Κανονισμού 1257/99 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δάσωση γεωργικών εκτάσεων: Η περίπτωση της μορεοκαλλιέργειας
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον για τη φύτευση ξυλωδών ειδών, τα οποία έχουν υψηλή θρεπτική αξία, μεγάλη παραγωγή βοσκήσιμης ύλης και επιπλέον εγκαθίστανται εύκολα. Η μουριά, ένα αυτοφυές δένδρο της Κίνας και της Άπω Ανατολής, συγκαταλέγεται μεταξύ των παραπάνω ειδών. Επιπλέον, το φύλλωμα της αποτελεί τροφή για τους μεταξοσκώληκες και χρησιμοποιείται για φαρμακευτικές χρήσεις. Στην Ελλάδα, η μορεοκαλλιέργεια είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην περιοχή του Σουφλίου του νομού Έβρου. Στην εργασία αυτή εξετάζεται η εφαρμογή του κανονισμού 1257/99 στο νομό Έβρου. Ειδικότερα μελετώνται οι στάσεις των μορεοκαλλιεργητών και τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των γεωργικών εκμεταλλεύσεων.
Οικονομική ανάλυση και αποδοτικότητα έργων για τη δημιουργία ενός ορεινού φυσικού κτηνοτροφικού πάρκου
Στην εν λόγω εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας, ανάλυσης και αξιολόγησης της κατάστασης 243 κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων σε μια έκταση 149.000 στρεμμάτων βοσκοτόπων της περιοχής 5 δημοτικών διαμερισμάτων (Διάσελλο, Αχλαδοχώρι, Γριζάνο, Λιόπρασο και Αγρελιά) του Ν. Τρικάλων, καθώς και η διερεύνηση των δυνατοτήτων και προϋποθέσεων ανάπτυξης της κτηνοτροφίας και της διαχείρισης των εν λόγω βοσκοτόπων της. Διαμορφώθηκε συγκεκριμένη ολοκληρωμένη πρόταση παρεμβάσεων και έργων, όπως: βελτίωση της τεχνικής υποδομής και της βλάστησης, ορθή διαχείριση των λιβαδιών, βαθμιαία καθιέρωση της βιολογικής κτηνοτροφίας, ενημέρωση – εκπαίδευση – επιμόρφωση των κτηνοτρόφων, δημιουργία δικτύων κτηνοτρόφων για ιδιοπαραγωγή υγιεινών και στη συνέχεια βιολογικών συμπληρωματικών ζωοτροφών και, τέλος, παρεμβάσεις για τη δημιουργία δικτύου προώθησης και εκθετηρίων προϊόντων βιολογικής κτηνοτροφίας για τη δημιουργία του «φυσικού ορεινού κτηνοτροφικού πάρκου». Για τις παραπάνω παρεμβάσεις απαιτείται ένας προϋπολογισμός της τάξης των 10.950.000 €, ώστε με χρόνο απόσβεσης των έργων τα 20 έτη και αληθινό επιτόκιο 1%, η καθαρή ετήσια πρόσοδος να ανέρχεται σε 2.513.412 € ή 37,24 €/στρέμμα. Η καθαρή παρούσα αξία είναι σημαντικά θετική, ενώ ο εσωτερικός συντελεστής απόδοσης ρ ανέρχεται σε 38,7%. Η οικονομική ανάλυση που έδωσε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα, αλλά και λόγοι κοινωνικής δικαιοσύνης επιβάλλουν τη χρηματοδότηση και υλοποίηση του «φυσικού ορεινού κτηνοτροφικού πάρκου».
Φυσικά κτηνοτροφικά πάρκα: Οι πυρήνες–ατμομηχανές της βιολογικής κτηνοτροφίας
Οι προσπάθειες ανάκαμψης, εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της ελληνικής κτηνοτροφίας στηρίχθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια στις ευρωπαϊκές κυρίως επιδοτήσεις. Ο ανταγωνισμός από τη διεθνή αγορά σε συνδυασμό με τους διαφαινόμενους ή πάντοτε απειλητικούς περιορισμούς των επιδοτήσεων και με την εξάρτηση της ελληνικής εσταυλισμένης κτηνοτροφίας από τις βιομηχανικές τροφές περιόρισαν το αισιόδοξο κλίμα ως προς την ελληνική κτηνοτροφία. Η εμφάνιση και η διαρκής απειλή του διατροφικού εφιάλτη και στροφή και απαίτηση του καταναλωτή για υγιεινά προϊόντα δημιούργησε νέες συνθήκες στην αγορά των προϊόντων ζωικής παραγωγής. Το χαρακτηριστικό της ποιμενικής ελληνικής κτηνοτροφίας, να χρησιμοποιεί σε μεγάλο ποσοστό φυσικούς βοσκοτόπους σε περιοχές χωρίς ρύπανση επανέφερε στο προσκήνιο μερικά από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τις ευνοϊκές προοπτικές για μετεξέλιξή της σε βιολογική κτηνοτροφία. Η εν λόγω προοπτική, στηριγμένη μέχρι τώρα στις ατομικές προσπάθειες, προχωρεί με πολύ μικρά βήματα και με μεγάλη σε σχέση με τις ανάγκες της κατανάλωσης χρονική υστέρηση. Η συλλογική προσπάθεια και η δημιουργία εκτεταμένων πυρήνων βιολογικής κτηνοτροφίας με τη μορφή των «φυσικών ορεινών κτηνοτροφικών πάρκων» θα πολλαπλασιάσουν τις ευνοϊκές προοπτικές και θα λειτουργήσουν ως ατμομηχανή στην περαιτέρω προώθηση της εν λόγω κτηνοτροφίας. Αυτά θα στηρίξουν και θα ενισχύσουν την τάση και την ικανοποίηση των αναγκών του καταναλωτή σε βιολογικά προϊόντα, θα αναβαθμίσουν την εμπιστοσύνη του, θα καταστήσουν υγιή άμιλλα μεταξύ των κτηνοτρόφων του κάθε πυρήνα, θα κάνουν οικονομικότερες τις διαδικασίες της σχετικής πιστοποίησης, θα επιτρέψουν τον καλύτερο, αποτελεσματικότερο και οικονομικότερο σχετικό έλεγχο, θα ισχυροποιήσουν τη θέση των επί μέρους κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στην αγορά των προϊόντων βιολογικών προϊόντων και θα δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, με όλες τις ευνοϊκές επιδράσεις. Η δημιουργία υποδομών σε υποδειγματικούς τέτοιους πυρήνες αποτελεί απαραίτητο κίνητρο για τη δημιουργία των εν λόγω πυρήνων.
Η Εφαρμογή του κανονισμού 1804/99 περί βιολογικής κτηνοτροφίας στη Θεσσαλία
Από τη διερεύνηση εφαρμογής του προγράμματος της βιολογικής κτηνοτροφίας σε επίπεδο Περιφέρειας Θεσσαλίας καταδεικνύεται ότι τα ποσοστά εφαρμογής του μέτρου της βιολογικής κτηνοτροφίας στην Περιφέρεια αυτή είναι αρκετά ικανοποιητικά σε σχέση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της Ελλάδας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2002, η Περιφέρεια Θεσσαλίας έρχεται τρίτη στη συνολική κατανομή πιστοποιημένων βιολογικών βοσκοτόπων συγκεντρώνοντας το 6% των συνολικών βιολογικών βοσκοτόπων, πρώτη στη συνολική κατανομή παραγωγών βιολογικής κτηνοτροφίας με το 27% του συνόλου των παραγωγών και τρίτη στη συνολική κατανομή ζώων βιολογικής κτηνοτροφίας συγκεντρώνοντας το 17% επί του συνόλου των βιολογικά εκτρεφόμενων ζώων στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά και σε ό,τι αφορά την κατανομή των ανωτέρω ποσοστών στο εσωτερικό της Περιφέρειας, αυτή εμφανίζεται εξαιρετικά ανομοιόμορφη, χαρακτηριζόμενη από έντονες χωρικές συγκεντρώσεις σε μεμονωμένα σημεία. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι στο Νομό Μαγνησίας συγκεντρώνεται η απόλυτη πλειονότητα των ζώων και παραγωγών, ήτοι το 41% των βοοειδών, το 89% των αιγοπροβάτων και το 90% των παραγωγών βιολογικής κτηνοτροφίας. Εάν λάβουμε υπόψη ότι στο Νομό αυτό δεν ασκείται σημαντική κτηνοτροφική δραστηριότητα γενικά, συμπεραίνουμε ότι η συντριπτική πλειονότητα των Θεσσαλών κτηνοτρόφων ασκούν εκτατική κτηνοτροφία. Το συμπέρασμα αυτό κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό, μια και η γνώση που προσφέρει θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί ως βάση για την ανάληψη πρωτοβουλίας σχετικά με την υλοποίηση προγραμμάτων και μέτρων που θα έχουν ως στόχο την ευρεία διάδοση της βιολογικής κτηνοτροφίας σε επίπεδο Περιφέρειας Θεσσαλίας. Τα σημαντικότερα από αυτά τα προγράμματα και μέτρα θα πρέπει να βασίζονται στη συγκριτική ανάλυση και μελέτη των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων που εμφανίζει σήμερα η άσκηση βιολογικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα, έτσι ώστε να καθίσταται εφικτή η εφαρμογή από τον εκάστοτε κτηνοτρόφο της βέλτιστης βιώσιμης λύσης, όχι μόνο από οικονομική αλλά και από περιβαλλοντική άποψη.
Παρούσα κατάσταση των λιβαδιών και δασών στην Αλβανία και προοπτικές ανάπτυξή τους
Τα λιβάδια και κοφτολίβαδα της Αλβανίας ανέρχονται σε 416.000 εκτάρια και αποτελούν το 16% της συνολικής επιφάνειας της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων αυτών βόσκεται κατά τους θερινούς μήνες (θερινά λιβάδια) και ανήκει ιδιοκτησιακά στους Δήμους και τις Κοινότητες. Το ζωικό κεφάλαιο της Αλβανίας περιλαμβάνει περίπου 1.900.000 πρόβατα, 1.100.000 αίγες και 730.000 βοοειδή. Όλα τα αιγοπρόβατα και ένα σημαντικό μέρος των βοοειδών βόσκουν στα λιβάδια, αλλά και στα δάση. Τα τελευταία καλύπτουν το 35% της Αλβανίας και περιλαμβάνουν, εκτός των υψηλών και πρεμνοφυών δασών, και τους θαμνώνες. Η βοσκοφόρτωση των λιβαδιών υπολογίζεται σε 6,8 μζμ/ha/έτος, ενώ η βοσκοϊκανότητα δεν υπερβαίνει τις 4,5 μζμ/έτος, πράγμα που υποδεικνύει υπερβόσκηση. Η Δασική Υπηρεσία, στην οποία ανήκει η αρμοδιότητα της διαχείρισης και βελτίωσης των λιβαδιών, επενδύει γύρω στα 300.000 δολάρια των Η.Π.Α. κατ’έτος, κυρίως σε έργα υποδομής. Ο μελλοντικός σχεδιασμός για τα λιβάδια περιλαμβάνει: α) τη σύνταξη ολοκληρωμένων μελετών, β) την οργάνωση της διαχείρισης και διοίκησής τους, γ) την εγκατάσταση πρότυπων λιβαδικών μονάδων σε θαμνώνες και μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και δ) την αποκέντρωση της ιδιοκτησίας με τη μεταφορά δασών και λιβαδιών στην τοπική αυτοδιοίκηση.