Η λιβαδοπονία ως παράγοντας ανάπτυξης της Θεσσαλικής υπαίθρου
Η Θεσσαλία έχει έκταση 14.036.600 στρέμματα που αντιστοιχούν στο 10,63% της συνολικής έκτασης της Ελλάδος. Θεωρείται πανάρχαια κοιτίδα των περισσοτέρων Ελληνικών φυλών που στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν η εξέταση της λιβαδοπονίας ως παράγοντα ανάπτυξης της υπαίθρου της Θεσσαλίας. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται ως εξής. Στην αρχή προσδιορίζουμε διάφορους δείκτες όπως η κατανομή των βοσκοτόπων, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η μεταβολή τους την περίοδο 1991-1999. Στην συνέχεια εξετάζονται η μεταβολή του ζωικού πληθυσμού, των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων και της ζωικής παραγωγής την περίοδο 1992- 2001, η μεταβολή του αγροτικού πληθυσμού την περίοδο 1961-1991, καθώς και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στη Θεσσαλία. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τις μεγαλύτερες εκτάσεις βοσκοτόπων έχει ο νομός Μαγνησίας και τη μικρότερη ο νομός Καρδίτσας. Οι περισσότεροι βοσκότοποι βρίσκονται στην ορεινή ζώνη και η αναλογία δημοτικών –κοινοτικών προς ιδιωτικούς είναι στη Θεσσαλία 1,63. Μετά το έτος 1960, η φυγή του πληθυσμού προς μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού και εξωτερικού είχε ως συνέπεια τη φθίνουσα πορεία αυτού, όπως και του αριθμού των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Η αύξηση της ανεργίας, ιδιαίτερα στους νομούς Λαρίσης και Μαγνησίας και οι νέες συνθήκες που διαμορφώνονται λόγω της παγκοσμιοποίησης καθιστούν επιτακτική την ορθή αξιοποίηση των λιβαδιών πεδινών, ημιορεινών και των ορεινών όλης της Θεσσαλίας.
Ποικιλότητα τύπων οικοτόπων της περιοχής «Στενά Καλαμακίου» του δικτύου «Φύση 2000»
Η περιοχή ΄΄ΣΤΕΝΑ ΚΑΛΑΜΑΚΙΟΥ΄΄ (GR 1440004) στη Θεσσαλική πεδιάδα προτάθηκε για ένταξη στο δίκτυο “Φύση 2000” (Natura 2000). Διασχίζεται από τον Πηνειό ποταμό και χαρακτηρίζεται από υπερβόσκηση, που η επίδρασή της είναι εμφανής στη βλάστηση. Διακρίθηκαν οι παρακάτω 6 τύποι οικοτόπων, που τεκμηριώθηκαν με τη βοήθεια 25 δειγματοληπτικών επιφανειών και ερευνήθηκαν ως προς τη δομή και τη χλωριδική τους σύνθεση: Οι ποταμοί της Μεσογείου με μόνιμη ροή: Paspalo-Agrostidion και πυκνή βλάστηση με μορφή παραπετάσματος από Salix και Populus alba κατά μήκος των οχθών τους (3280), Φρύγανα με Sarcopoterium spinosum (5420), Ψευδομακκί (5350), Χασμοφυτική βλάστηση ασβεστολιθικών πρανών της Ελλάδος – Ευμεσογειακά βράχια (8216), Δάση ανατολικής πλατάνου (Platanion orientalis) (92CO) και Στοές με Salix alba και Populus alba (92AO). Καταγράφηκε σημαντικός αριθμός ειδών, συνολικά και ανά τύπο οικοτόπου και εντοπίστηκαν τα ενδημικά και προστατευόμενα είδη. Τέλος, οι 6 οικότοποι συγκρίθηκαν ως προς τη χλωριδική ομοιότητά τους με το δείκτη του Soerensen.
Συγκριτική μελέτη της ποικιλότητας ειδών και αφθονίας της ορνιθοπανίδας λιβαδικών και αγροτικών οικοσυστημάτων της περιοχής Ελασσόνας
Το τοπίο της ευρύτερης πεδινής περιοχής Δολίχης Ελασσόνας περιλαμβάνει λιβαδικές εκτάσεις και καλλιέργειες, με κυρίαρχη αυτή των σιτηρών. Την άνοιξη του 2003 μελετήθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή η ποικιλότητα ειδών και η αφθονία της ορνιθοπανίδας σε σχέση με τον τύπο του οικοσυστήματος. Ειδικότερα, καταγράφηκε ο αριθμός των ειδών πουλιών που φωλιάζουν σε κάθε τύπο οικοσυστήματος, καθώς και η πυκνότητα των αναπαραγόμενων ζευγαριών ανά εκτάριο. Οι δύο αυτές παράμετροι συγκρίθηκαν μεταξύ των οικοσυστημάτων που είναι διαθέσιμα για την ορνιθοπανίδα στην περιοχή, ήτοι: λιβάδια, σιτηρά, καπνός, οικοτόνος (λιβάδι-σιτηρά), φυτοφράχτης, φυτεία ψευδακακίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα λιβαδικά οικοσυστήματα φιλοξενούν έναν από τους σημαντικότερους αριθμούς αναπαραγόμενων ειδών πουλιών (17) μεταξύ όλων των οικοσυστημάτων της περιοχής, με τον υψηλότερο αριθμό (19) στον οικοτόνο και το χαμηλότερο στα σιτηρά (3), τον καπνό (3) και τις φυτείες ψευδακακίας (1). Ωστόσο, η πυκνότητα των αναπαραγόμενων ζευγαριών ήταν υψηλότερη στον οικοτόνο (72,6 αναπαραγόμενα ζευγάρια ανά εκτάριο) και στον καπνό (8,3), με αντίστοιχη τιμή για τα λιβάδια 4,6. Από τα δεδομένα αυτά προκύπτει ότι η παρουσία των λιβαδικών οικοσυστημάτων, είτε αμιγώς είτε σε συνδυασμό με σιτηρά ως οικοτόνος, έχει ισχυρά θετική επίδραση στην ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας του αγροτικού τοπίου της περιοχής, το οποίο κυριαρχείται από σιτηρά, όπου οι αντίστοιχες παράμετροι της ποικιλότητας είναι χαμηλές.
Ποσοτική και ποιοτική μεταβολή της βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της χαμηλής οικολογικής ζώνης στην περιφέρεια Θεσσαλίας
Τα ποολίβαδα της χώρας μας αποτελούν ζωτικούς χώρους με πολλαπλούς σκοπούς και λειτουργίες. Ειδικότερα τα ποολίβαδα της χαμηλής και μεσαίας οικολογικής ζώνης πέραν των άλλων αγαθών και υπηρεσιών που προσφέρουν, εξασφαλίζουν βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά και τα άγρια ζώα για απευθείας βόσκηση σε διάφορες εποχές του έτους. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας σχετικής με την εποχιακή και την ετήσια μεταβολή της ποσότητας και της ποιότητας βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της χαμηλής οικολογικής ζώνης, καθώς και η χλωριδική σύνθεση της βλάστησης. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης παρουσίασε μια ανοδική πορεία από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάϊο (10-200 χλγ/στρεμ.) και στη συνέχεια ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Το μέγιστο της παραγωγής πραγματοποιήθηκε κατά το μήνα Μάϊο και εξαρτάται από την κατανομή των κατακρημνισμάτων και της θερμοκρασίας. Η βόσκηση προβάτων που έλαβε χώρα από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι το Μάϊο επηρέασε ελάχιστα το συνολικό αριθμό των φυτικών ειδών. Η βόσκηση είχε ως αοτέλεσμα τη μείωση των ψυχανθών προς όφελος των αγρωστωδών και των λοιπών πλατύφυλλων ποών, χωρίς όμως να επηρεάσει το συνολικό αριθμό των ειδών (πλούτος). Τέλος, συνδυάζοντας τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της βοσκήσιμης ύλης, περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά, συνάγουμε το συμπέρασμα ότι η βοσκήσιμη ύλη των ποολίβαδων της χαμηλής οικολογικής ζώνης, καλύπτει τις απαιτήσεις των ζώων σε πολύ μεγάλο βαθμό από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο και το Μάϊο.
Διερεύνηση επιστροφής σε κτηνοτροφική χρήση της γης στη ζώνη μονοκαλλιέργειας βαμβακιού στην Περιφέρεια Θεσσαλίας
Η καλλιέργεια βαμβακιού τα προηγούμενα χρόνια λειτούργησε ως ο κλάδος επιλογής στην περίπτωση μη εγκατάλειψης της αγροτικής δραστηριότητας. Η καλλιέργεια βαμβακιού, λόγω διαφόρων παραγόντων, εκτόπισε την κτηνοτροφία, καθώς και διάφορες καλλιέργειες μεταξύ των οποίων και φυσικούς βοσκοτόπους ή τεχνητούς λειμώνες. Μεταξύ των παραγόντων αναφέρονται ως πιο σημαντικοί, η υψηλή επιδότηση στην παραγωγή και στην τιμή του βαμβακιού, που είχε ως αποτέλεσμα τα ελκυστικά υψηλά εισοδήματα, ο περιορισμένος ημερήσιος ή και ετήσιος χρόνος απασχόλησης στην καλλιέργεια βαμβακιού έναντι του χρόνου που απαιτείται για την εκτροφή των ζώων και η δυνατότητα αποδέσμευσης από την ενασχόληση με την περιποίηση της καλλιέργειας, σε αντίθεση με την εξάρτηση της κτηνοτροφικής μονάδας από την παρουσία του κτηνοτρόφου ουσιαστικά σε 24ωρη βάση.Οι παράγοντες αυτοί επέδρασαν όχι μόνο στο βιοτικό επίπεδο των παραγωγών, αλλά και στην κοινωνική παρουσία των βαμβακοπαραγωγών και των κτηνοτρόφων γενικά με διαμετρικά αντίθετα αποτελέσματα στις δύο αυτές κατηγορίες αγροτών. Στην περίπτωση της κτηνοτροφίας και ιδιαίτερα της αιγοπροβατοτροφίας, το πρόβλημα δημιουργίας οικογένειας αναδεικνύεται σε καθοριστικό και ακυρώνει κάθε προσπάθεια.Στην εργασία αυτή παρακολουθείται η εξέλιξη της χρήσης της γης τα τελευταία χρόνια και λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς τάσεις και τη νέα ΚΑΠ μετά την ενδιάμεση αναθεώρηση του Ιουνίου 2003, προτείνεται η αποδέσμευση κοινοτικών εκτάσεων από τη βαμβακοκαλλιέργεια και η κτηνοτροφική χρήση της γης, είτε με τη μορφή λιβαδιών (επαναλιβαδοποίηση), είτε κτηνοτροφικών πάρκων, είτε με τη δημιουργία μεταποιητικών μονάδων στον τομέα της κτηνοτροφίας, είτε με το συνδυασμό τους. Θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτής της πρότασης η εκπαίδευση και κατάρτιση των ενδιαφερομένων με εστίαση στο αποτέλεσμα.