Έννοια της ποιότητας τόπου στα λιβάδια
Στην επιστήμη της λιβαδοπονίας, η ποιότητα τόπου αποτελεί βασική έννοια για την αξιολόγηση, μελέτη και διαχείριση των λιβαδιών. Διεθνώς, ήδη από τη δεκαετία του ’30 στις Η.Π.Α., οι λιβαδοπόνοι όρισαν την ποιότητα τόπου ως μία συνέχεια της εφαρμογής της θεωρίας της ποιότητας τόπου στη δασοπονία. Στη συνέχεια, η έννοια της ποιότητας τόπου τροποποιήθηκε και μετονομάστηκε σε «οικολογικό τόπο». Ο οικολογικός τόπος αξιολογείται με βάση κλιματολογικά, τοπογραφικά και εδαφικά χαρακτηριστικά ενός λιβαδιού και εφαρμόστηκε στα λιβάδια των Η.Π.Α., του Καναδά και της Αυστραλίας. Στην Ελλάδα, η πρώτη αναφορά της ποιότητας τόπου έγινε στη δεκαετία του ’60. Η έννοια βασίστηκε στις θεωρίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στις Η.Π.Α. Αργότερα, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ηπειρωτικής Ελλάδας, η ποιότητα τόπου επαναπροσδιορίστηκε και ταυτίστηκε με την έννοια της παραγωγικότητας. Η ταύτιση αυτή ισχύει και στη δασοπονία, όπου η ποιότητα τόπου προσδιορίζεται μέσα από τα βιοτικά και αβιοτικά χαρακτηριστικά του σταθμού.
Παραγωγικότητα τριών πολυετών τεχνητών λειμώνων στο οροπέδιο των Ιωαννίνων
Μελετήθηκε η επίδραση των παρακάτω επεμβάσεων στην παραγωγικότητα τριών τεχνητών λειμώνων: α) τρία είδη τεχνητού λειμώνα: έρπον τριφύλλι (Trifolium repens) + πολυετής ήρα (Lolium perenne), λειμώνιο τριφύλλι (T. pratense) + πολυετής ήρα και πολυετής ήρα, β) κοπή και βόσκηση με πρόβατα και γ) Ν-ούχος λίπανση με 0, 4 και 8 χλγ. N/στρ. Επί πλέον για την επέμβαση της πολυετούς ήρας/κοπής εφαρμόστηκαν 16 και 32 χλγ. N/στρ.). Η εγκατάσταση του πειραματικού έγινε στα Ιωάννινα και η διάρκεια των παρατηρήσεων ήταν τρία χρόνια. Το χρόνο εγκατάστασης, η συνολική παραγωγή (δύο συγκομιδές) ξηρής ύλης κυμάνθηκε από 380-700 γρ./τ.μ. Τον πρώτο παραγωγικό χρόνο, η συνολική παραγωγή ξηρής ύλης κυμάνθηκε από 2.700-3.600 και 1.270-1.700 γρ./τ.μ. για τις επεμβάσεις της βόσκησης (7 συγκομιδές) και της κοπής (4 συγκομιδές) αντίστοιχα. Η παραγωγή που παρέμεινε στον αγρό ήταν για το έρπον τριφύλλι από 50-74% της συνολικής παραγωγής του, για το λειμώνιο από 32-46%, για την πολυετή ήρα 21-52% και την αυτοφυή βλάστηση 27-66%. Τον δεύτερο παραγωγικό χρόνο, η παραγωγή ξηρής ύλης που συγκομίστηκε κυμάνθηκε από 800-1.050 και 500-850 γρ./τ.μ. για τις επεμβάσεις της βόσκησης και της κοπής αντίστοιχα (5 συγκομιδές για κάθε μια από τις δύο επεμβάσεις).
Νέες απόψεις για την εξέλιξη της βλάστησης και η εφαρμογή τους στα Ελληνικά λιβάδια
Όλο το οικοδόμημα της λιβαδοπονικής επιστήμης και πράξης στηρίχθηκε παραδοσιακά στη θεωρία της “διαδοχής της βλάστησης” που αναπτύχθηκε στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αιώνα. Η θεωρία αυτή προβλέπει την προοδευτική μεταβολή της βλάστησης προς ένα τελικό στάδιο, την ένωση-κλίμαξ, η οποία προσδιορίζεται από το κλίμα κάθε περιοχής. Η υπερβόσκηση στα λιβάδια συνδέθηκε με τα διάφορα στάδια οπισθοδρόμησης της βλάστησης από την ένωση-κλίμαξ. Η τελευταία ταυτίστηκε με την “εξαιρετική” λιβαδική κατάσταση. Έτσι, η διαχείριση στα λιβάδια προσανατολίστηκε στη ρύθμιση της βόσκησης σε σχέση με το στάδιο διαδοχής της βλάστησης. Το μοντέλο αυτό αμφισβητήθηκε έντονα για την ορθότητά του από πολλούς ερευνητές, ακόμα και των Η.Π.Α., ενώ δε βρήκε εφαρμογή στις Μεσογειακές χώρες συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας. Στις χώρες αυτές, η ένωση-κλίμαξ σε πολλά λιβάδια είναι το δάσος, ένα στάδιο το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη λιβαδοπονία. Κατά τα τελευταία 15 έτη, αναπτύχθηκε ένα εναλλακτικό μοντέλο της “μετάβασης της βλάστησης”. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, τα λιβάδια αποτελούνται από διακεκριμένες φυτοκοινότητες που συγκροτούν μόνιμες καταστάσεις και από μεταβάσεις μεταξύ των καταστάσεων. Οι παράγοντες που προκαλούν τις μεταβάσεις μπορεί να είναι φυσικοί (π.χ. κλίμα, φωτιά) ή ανθρωπογενείς (π.χ. βόσκηση, πυρκαγιές, λίπανση, σπορές κ.ά.). Στην εργασία αυτή αναπτύσσονται επιχειρήματα για την εξέλιξη της βλάστησης στα Ελληνικά λιβάδια σύμφωνα με το μοντέλο της μετάβασης της βλάστησης και αναφέρεται σχετικό παράδειγμα που συνηγορεί με την άποψη αυτή.
Ταξινόμηση και διαχρονική παρακολούθηση των λιβαδικών εκτάσεων στην περιοχή Όρη Αντιχάσια – Μετέωρα
Στο πλαίσιο του προγράμματος «Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη» χρησιμοποιήθηκε η (δορυφορική) τηλεπισκόπηση, και τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.), ως ένα μέσο χαρτογράφησης και παρακολούθησης (monitoring) των αλλαγών στην περιοχή Ειδικής Προστασίας Όρη Αντιχάσια – Μετέωρα. Οι σύγχρονες τεχνολογίες χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία μίας τράπεζας πληροφοριών, η οποία θα αποτελέσει την πηγή άντλησης στοιχείων για τη συνεχή παρακολούθηση και διαχείριση της περιοχής. Η περιοχή μελέτης διακρίθηκε σε εννέα κατηγορίες εδαφοκάλυψης και στις βασικές κατηγορίες χρήσεων γης. Στη μελέτη αυτή παρουσιάζεται η διαχρονική μεταβολή των λιβαδικών εκτάσεων μέσα στη δεκαετία 1989 – 1999. Οι λιβαδικές εκτάσεις αποτελούν σημαντική κατηγορία εδαφοκάλυψης καθ’ όσον καταλαμβάνουν το 58,6% της συνολικής έκτασης του βιοτόπου. Η διαχρονική μελέτη παρουσίασε μία μείωση της έκτασης των λιβαδικών εκτάσεων προς άλλες κατηγορίες, με σημαντικότερη τη μείωση της κατηγορίας εδαφοκάλυψης Θαμνώνες με Carpinus betulus, Phillyra media, Quercus coccifera. Αποδείχθηκε ότι η τηλεπισκόπηση είναι μια αξιόπιστη πηγή γεωγραφικών δεδομένων και ο συνδυασμός με τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών ως εργαλείο ανάλυσης αποτελεί μια μέθοδο χαρτογράφησης χαμηλού κόστους.
Η συμβολή των λιβαδιών στη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας
Στο Μαυροβούνι της Θεσσαλίας εκπονήθηκε Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη – Σχέδιο Διαχείρισης, με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα της άγριας ορνιθοπανίδας. Κατά τη μελέτη της παραπάνω περιοχής αναδείχθηκε η σημασία των λιβαδιών στη διατήρηση της άγριας ορνιθοπανίδας. Τα λιβάδια αποτελούν το ενδιαίτημα πολλών ειδών της άγριας ορνιθοπανίδας, όπως της δενδροσταρίθρας -Lullula arborea, της μικρογαλιάνδρας -Calandrella brachydactyla, του μαυρολαίμη -Saxicola torquata, μερικών χαμοκελάδων -Anthus campestris και πετροκότσυφων -Monticola saxatilis. Επίσης αρπακτικά όπως ο φιδαετός -Circaetus gallicus, ο σφηκιάρης -Pernis apivorus, το βραχοκιρκίνεζο -Falco tinninculus και το κιρκινέζι -Falco naumanni χρησιμοποιούν αυτά τα ενδιαιτήματα για να κυνηγήσουν τη λεία τους. Στη μελέτη προτάθηκαν έργα διατήρησης των λιβαδιών ως έχουν ή βελτίωσης της κατάστασής τους, όπως: 1. Ελεγχόμενη άσκηση της ορεινής εκτατικής κτηνοτροφίας με σκοπό την διατήρηση της δομής της βλάστησης. Η δράση αυτή θα εφαρμόζεται μετά από προσδιορισμό της βοσκοϊκανότητας και της λιβαδικής κατάστασης, για την αποφυγή υπερβόσκησης. 2. Βελτιώσεις της λιβαδικής βλάστησης με καταπολέμηση ανεπιθύμητων φυτών, λιπάνσεις, σπορές ποωδών φυτών και εφαρμογή κανονικής χρήσης. 3. Διατήρηση των υπαρχόντων δενδροφραχτών, των θαμνοφραχτών και των διάσπαρτων συστάδων ή μεμονωμένων δέντρων και ενίσχυσή τους σε ενδεδειγμένες θέσεις.