Εμπειρικά μοντέλα εποχιακής πρόγνωσης δυναμικού παραγωγής – κάλυψης υπέργειας βιομάζας σε σχέση με κλιματικές παραμέτρους σε ψευδαλπικό ποολίβαδο του Τυμφρηστού Ν. Ευρυτανίας
Η παραγωγικότητα των οικοσυστημάτων συνδέεται άμεσα με τις κλιματικές συνθήκες. Ειδικότερα, η παραγωγικότητα των Μεσογειακών λιβαδικών οικοσυστημάτων εξαρτάται από το βαθμό ανομοιομορφίας της κατανομής των κατακρημνισμάτων τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο. Έτσι, η χρήση κλιματικών παραμέτρων στην κατασκευή εμπειρικών μαθηματικών μοντέλων πρόβλεψης κάλυψης και παραγωγής υπέργειας βιομάζας της λιβαδικής βλάστησης είναι σημαντική για διαχειριστικούς και άλλους σκοπούς. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τη διερεύνηση και κατασκευή μαθηματικών μοντέλων με εξαρτημένες μεταβλητές παραμέτρους υπέργειας βιομάζας και κάλυψης και ανεξάρτητες μεταβλητές κλιματικές παραμέτρους. Η έρευνα διεξήχθη το 2000 και αναφέρεται σε αβόσκητο ποολίβαδο της περιοχής Ρόβια της Ευρυτανίας. Η συλλογή των στοιχείων βλάστησης έγινε σε μηνιαία βάση από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους έρευνας και για την κατασκευή των μοντέλων χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα κλιματικών παραμέτρων που ελήφθησαν από τις βάσεις δεδομένων του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων & Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) Αθηνών. Ως βάθος χρόνου αναφοράς των κλιματικών παραμέτρων ελήφθη από την έναρξη της φθινοπωρινής περιόδου του προηγούμενου έτους (Σεπτέμβριος 1999) μέχρι τον προηγούμενο μήνα της συλλογής των στοιχείων βλάστησης. Συνολικά ελέγχθηκε η καταλληλότητα 144 μοντέλων (γραμμικών και μη) με σταθερά στην εξίσωση και 144 μοντέλων χωρίς σταθερά. Βρέθηκε ότι όταν χρησιμοποιηθεί σταθερά στην εξίσωση μόνο ένα μοντέλο, το σιγμοϊδές, προσαρμόζεται σημαντικά σε δεδομένα βροχόπτωσης και νεκρής βιομάζας. Αντίθετα, όταν δεν χρησιμοποιείται σταθερά στις εξισώσεις βρέθηκε ότι από τα 144 μαθηματικά μοντέλα μόνο 10 δεν προσαρμόζονταν σημαντικά στα δεδομένα βλάστησης-κλίματος. Στην περίπτωση μη χρήσης σταθεράς τα μοντέλα που προσαρμόζονταν στα δεδομένα ήταν κυρίως της εκθετικής δύναμης, το σιγμοϊδές και το εκθετικό.
Παραγωγή κατά λειτουργικούς τύπους φυτών σε σχέση με τις αλλαγές χρήσης γης σε μεσογειακά λιβάδια
Τα λιβάδια των πεδινών και ημιορεινών περιοχών έχουν επηρεαστεί σημαντικά από τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις που σημειώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Η χαλάρωση ή και εγκατάλειψη πρακτικών που ασκούνταν παραδοσιακά στις λιβαδικές εκτάσεις συνετέλεσε στη σταδιακή μεταβολή της δομής και λειτουργίας των λιβαδικών οικοσυστημάτων, με κύριο χαρακτηριστικό τη σταδιακή εγκατάσταση ξυλωδών φυτών και την εξέλιξη της βλάστησης προς μεταγενέστερα στάδια διαδοχής. Στην εργασία αυτή χρησιμοποιήθηκαν οι λειτουργικοί τύποι φυτών για τη μελέτη της παραγωγής της ποώδους βλάστησης σε διαφορετικούς τύπους βλάστησης που αποτελούν διαδοχικά εξελικτικά στάδια μετά την εκτατικοποίηση ή εγκατάλειψη της προηγούμενης χρήσης. Την άνοιξη του 2003 μετρήθηκε η υπέργεια παραγωγή ποωδών φυτών σε τέσσερις τύπους βλάστησης (εγκαταλελειμμένοι αγροί, ποολίβαδα, αραιά και πυκνά θαμνολίβαδα) στην Επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Στο εργαστήριο η παραγωγή διαχωρίστηκε ανά είδος φυτού και τα είδη ταξινομήθηκαν σε λειτουργικές ομάδες. Τέλος, προσδιορίστηκε η παραγωγή κάθε λειτουργικής ομάδας σε κάθε τύπο βλάστησης για τη διαπίστωση τυχόν στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των τύπων αυτών. Βρέθηκε ότι η παραγωγή της ποώδους βλάστησης μειώνεται από τα αρχικά προς τα μεταγενέστερα στάδια διαδοχής, ενώ τα αγρωστώδη και τα ψυχανθή είναι οι περισσότερο ευαίσθητες ομάδες φυτών στις αλλαγές χρήσης γης. Περαιτέρω, στα πρώτα εξελικτικά στάδια συμβάλλουν περισσότερο στη συνολική παραγωγή ζωντανής ύλης τα ετήσια C3 αγρωστώδη και τα ετήσια πλατύφυλλα, ενώ στα μεταγενέστερα τα πολυετή C4 αγρωστώδη. Συμπεραίνεται ότι οι λειτουργικές ομάδες φυτών μπορούν να αποτελέσουν αξιόλογο εργαλείο για τη διερεύνηση των επιδράσεων των αλλαγών χρήσης/ κάλυψης γης στην υπέργεια παραγωγή της ποώδους βλάστησης σε λιβαδικά οικοσυστήματα της μεσογειακής περιοχής.
Παραγωγή, σύνθεση και συχνότητα λιβαδικών φυτών ποολίβαδου σε δύο χειρισμούς βόσκησης
Η συνήθης πρακτική διαχείρισης στα ιδιόκτητα ποοολίβαδα του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων είναι κοπή του χόρτου στο τέλος Μαΐου και στη συνέχεια βόσκηση (ΚΒ) μέχρι τέλος Μαρτίου, οπότε απομακρύνονται τα ζώα για την παραγωγή του χόρτου της επόμενης κοπής. Σκοπός της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση της συνεχούς βόσκησης (Β) προβάτων, χωρίς μεσολάβηση κοπής, καθώς και της λίπανσης με Ν στην παραγωγή του συνόλου της βλάστησης και των κυριότερων ειδών με δειγματοληψίες σε σταθερά τετράγωνα και διαχωρισμό των ειδών, της σύνθεσης της βλάστησης με τη μέθοδο των σημείων και της συχνότητας εμφάνισης των ειδών σε εννέα σταθερά τετράγωνα. Κατά το πρώτο έτος (1996) η λίπανση προκάλεσε σημαντική αύξηση του συνόλου της παραγωγής (31%), η οποία οφειλόταν στη σημαντική αύξηση των αγρωστωδών (40%). Παρόμοια αυξήθηκε το τελευταίο έτος (2000) το σύνολο της παραγωγής (34%), λόγω σημαντικής αύξησης των αγρωστωδών (74%) και ιδιαίτερα των Bromus hordeaceus (89%) και Alopecurus urticulatus (102%), παρά τη σημαντική μείωση των πλατύφυλλων (63%) ιδιαίτερα των ειδών Cichorium intybus, Tragopogon pratensis και Plantago lanceolata. Τέλος, στο χειρισμό Β παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του συνόλου των πλατύφυλλων με αζωτούχο λίπανση, 50% των αντίστοιχων του χειρισμού ΚΒ. Παρόμοια υπήρξαν τα αποτελέσματα της σύνθεσης και της συχνότητας εμφάνισης των παραπάνω ειδών. Στα ενδιάμεσα έτη παρατηρήθηκε βαθμιαία μεταβολή της παραγωγής και της σύνθεσης των ειδών, οι οποίες επηρεάστηκαν και από τις κλιματολογικές συνθήκες.
Προσέγγιση αλληλοπαρεμβατικών σχέσεων Dichanthium ischaemum (L.) Roberty και Chrysopogon gryllus (L.) Trin. διαμέσου πειραματικής σειράς αντικατάστασης
Τα θερμόβια πολυετή αγρωστώδη Dichanthium ischaemum (L.) Roberty και Chrysopogon gryllus (L.) Trin. συνυπάρχουν και κυριαρχούν στη σύνθεση της βλάστησης των λιβαδιών της χαμηλής και μεσαίας ζώνης στη Β. Ελλάδα, με αναλογίες που είναι αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής τους ικανότητας και της αντοχής τους στην επίδραση της βόσκησης. Σκοπός του πειράματος ήταν η ανάλυση αλληλοπαρεμβατικών σχέσεων μεταξύ των ειδών D. ischaemum και C. gryllus με τη βοήθεια μιας πειραματικής «σειράς αντικατάστασης» (Μοντέλο de Wit) που απαιτεί σταθερή ολική πυκνότητα (286 άτομα/m2) και διαφορετική αναλογία συμμετοχής του κάθε είδους σ’ αυτή 100:0, 75:25, 50:50, 25:75, 0:100. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου μετρήθηκε για κάθε είδος φυτού το ύψος, ενώ στο τέλος της βλαστικής περιόδου η υπέργεια και υπόγεια βιομάζα από την οποία υπολογίστηκε ο συντελεστής σχετικής συνολικής παραγωγής. Το μέγιστο ύψος φυτού παρατηρήθηκε στις αναλογίες 75:25 και 25:75 για το D. ischaemum και C. gryllus αντίστοιχα. Ο συντελεστής σχετικής συνολικής παραγωγής (RYΤ>1) υποδηλώνει ότι τόσο για το υπόγειο όσο και για το υπέργειο τμήμα τα δύο φυτά, για τη συγκεκριμένη πυκνότητα, εμφανίζουν συμβιωτική αλληλοπαρεμβατική σχέση χωρίς να εντοπίζονται φαινόμενα ανταγωνισμού.
Αξιολόγηση δύο ποικιλιών του αλεξανδρινού τριφυλλιού (Trifolium alexandrinum L.) ως προς την αύξηση και την αντοχή τους στην ξηρασία
Δύο ποικιλίες του αλεξανδρινού τριφυλλιού, η “Κασταλία” και η “Πηνειάς” καλλιεργήθηκαν προκειμένου να αξιολογηθούν ως προς την αντοχή τους στην ξηρασία. Το πείραμα διεξήχθη στη Δράμα, σε θερμοκήπιο. Τα φυτά υποβλήθηκαν σε δύο επίπεδα υδατικής δίαιτας. Μετρήσεις έγιναν στο στάδιο της πλήρους ανθοφορίας και αφορούσαν: στο βάρος φύλλων, βλαστών, ριζών, στη φυλλική επιφάνεια, στη στοματική αγωγιμότητα και στη διαπνοή. Υπολογίστηκαν: η συνολική και η υπέργεια βιομάζα, οι αλλομετρικές σταθερές LAR, LWR, R/S καθώς και η συνολική διαπνοή του φυτού (ΣΔΦ) και η αποτελεσματικότητα χρήσης νερού (PWUE). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι: α) οι δύο ποικιλίες διαφοροποιήθηκαν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο αύξησης των φύλλων, τη στοματική αγωγιμότητα και την αποτελεσματικότητα χρήσης του νερού, β) η αντίδραση των δύο ποικιλιών στην ξηρασία δε διέφερε. Οι μηχανισμοί αντοχής στη ξηρασία περιλαμβάνουν τη μικρότερη μείωση της αύξησης της ρίζας έναντι του υπέργειου μέρους, τη μείωση της συνολικής διαπνοής του φυτού και την αύξηση της αποτελεσματικότητας χρήσης νερού.