Ποικιλότητα φυτικών ειδών στα ορεινά ποολίβαδα του Φαλακρού όρους του δικτύου “Φύση 2000”
Η χλωριδική ποικιλότητα των ορεινών λιβαδιών του Φαλακρού όρους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτός, εξάλλου, ήταν ένας από του βασικότερους λόγους που το Φαλακρό όρος προτάθηκε για ένταξη στο δίκτυο “Φύση 2000”. Η χλωριδική ποικιλότητα στα ορεινά ποολίβαδα μετρήθηκε κατά τις τρεις εποχές, άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, του έτους 2003. Η διερεύνηση της ποικιλότητας βασίστηκε σε 47 δειγματοληπτικές επιφάνειες, εμβαδού τουλάχιστον 25 τ.μ. κατανεμημένες σε όλη την έκταση της περιοχής έρευνας. Σε κάθε επιφάνεια προσδιορίστηκε η αφθονία των ειδών και υπολογίστηκε η ποικιλότητα με βάση τον δείκτη Shannon- Wienner. Από την ανάλυση των στοιχείων φαίνεται ότι η χλωριδική ποικιλότητα της άνοιξης ήταν πολύ μικρή. Ακόμη πιο μικρή και τοπικά περιορισμένη ποικιλότητα παρουσιάστηκε το φθινόπωρο. Αντίθετα, υψηλή ποικιλότητα καταγράφηκε κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, η οποία όμως δε διέφερε σημαντικά μεταξύ των περιοχών.
Kαταγραφή, ταξινόμηση και χλωριδική σύνθεση των υγροτοπικών ενδιαιτημάτων των ψευδαλπικών λιβαδιών του όρους Γράμμος
Tα λιβαδικά οικοσυστήματα της ανωδασικής ζώνης αποτελούν σύνθετα και ποικίλα ενδιαιτήματα, των οποίων η μορφή και το είδος καθορίζεται από παραμέτρους του σταθμού, με κυριότερες το ανάγλυφο, το γεωλογικό υπόθεμα και την υγρασία. Σε θέσεις της παραπάνω ζώνης που δεν αποστραγγίζονται, όπως μισγάγγειες, κοιλώματα, επίπεδες θέσεις επί συνεκτικών εδαφών ή κοντά στην έξοδο πηγαίων υδάτων, σχηματίζονται υγροτοπικά ενδιαιτήματα, μικρής συνήθως έκτασης, όπου η στάθμη του νερού εμφανίζεται λίγο χαμηλότερα έως αρκετά υψηλότερα από την επιφάνεια του εδάφους. Οι ανωδασικές αυτές υδατοσυλλογές (μικρές λίμνες, νερόλακκοι, εποχιακά τέλματα και έλη) αποτελούν σημαντικούς παράγοντες αύξησης της βιοποικιλότητας των ψευδαλπικών οικοσυστημάτων καθώς φιλοξενούν μια διακριτή χλωρίδα υδροχαρών ειδών και προσφέρουν νησίδες αναπαραγωγής για την πανίδα (αμφίβια-ερπετά). Τέλος, έχουν μεγάλη σημασία για την κτηνοτροφική παραγωγή ως θέσεις ποτίσματος των κοπαδιών κατά την θερινή περίοδο. Στην παρούσα μελέτη έγινε μια πρώτη καταγραφή της χλωρίδας των υδατοσυλλογών της ψευδαλπικής ζώνης του Γράμμου και παρουσιάζονται τα προκαταρκτικά στοιχεία για τη θέση, την έκταση, τη σύνθεση καιτην ταξινόμηση, σύμφωνα με την οδηγία 92/43 των σημαντικότερων από αυτές. Τα στοιχεία αυτά θα συμβάλουν στη διερεύνηση της βιοποικιλότητας των ανωδασικών λιβαδικών οικοσυστημάτων του όρους Γράμμου και μπορούν μελλοντικά να χρησιμεύσουν στη διατύπωση προτάσεων ορθολογικής, διαχείρισης.
Αυτόχθονα είδη ως μέσο διαχείρισης πολιτισμικών τοπίων
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια αναγνώρισης, προστασίας και προβολής της παγκόσμιας φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Η Ελλάδα έχει να επιδείξει, εκτός από τα αρχαία μνημεία και την αξιόλογη ποικιλία των φυσικών της τοπίων, ένα σπουδαίο εθνικό κεφάλαιο, τις αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων. Φυλές σπάνιες, που επί αιώνες αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης των πολιτισμικών τοπίων της χώρας, συνέβαλαν στην επιβίωση και την ευημερία των κοινωνιών και κόσμησαν τα ελληνικά έργα τέχνης. Η κάθε φυλή επιβιώνει και παράγει κατά το μέγιστο στο χώρο που διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε μέσω της φυσικής επιλογής. Συνδυάζοντας την πολιτική του τοπίου και των χρήσεων γης με κατάλληλο λιβαδοπονικό σχεδιασμό μπορεί να εφαρμοσθεί εκτατική κτηνοτροφία, βασιζόμενη στα ευέλικτα, μικρόσωμα, ανθεκτικά, αυτάρκη και άριστα προσαρμοσμένες ελληνιές φυλές, με σκοπό την αναβάθμιση των εγκαταλειμμένων λιβαδικών οικοσυστημάτων με την αύξηση της βιοποικιλότητας, τη διαχείριση των πολιτισμικών τοπίων, την ανάπτυξη του αγροτουρισμού κλπ.. Η αλληλοεπίδραση των πολιτισμικών τοπίων με τις αυτόχθονες φυλές, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και να εξυπηρετήσει διδακτικούς και εθνολογικούς σκοπούς. Οι αυτόχθονες φυλές είναι δυνατό να αποτελέσουν μέσο διαχείρισης των πολιτισμικών τοπίων, μέτρο αντίστασης στη γενετική ρύπανση και να προάγουν τη διατήρηση της ζώσας κληρονομιάς μας.
Η βλάστηση των ορεινών λιβαδικών περιοχών στο όρος Μιτσικέλι
Τα χαμηλά ανθρωπογενή δασοόρια στο όρος Μιτσικέλι επιτρέπουν ανάπτυξη ανωδασικής βλάστησης σε μεγάλη έκταση. Για τη μελέτη της βλάστησης αυτής πραγματοποιήθηκαν 15 φυτοκοινωνιολογικές δειγματοληψίες στα πλαίσια του προγράμματος ΦΥΣΗ 2000 (NATURA 2000). Σύμφωνα με τα δεδομένα των φυτοληψιών, η περιοχή έρευνας ανήκει στην τάξη Daphno – Festucetalia Quézel 1964 της κλάσης Daphno – Festucetea Quézel 1964. Με βάση τα κυριαρχούντα είδη διακρίνονται και περιγράφονται τρεις φυτοκοινότητες. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από την παρουσία, αραιών κατά κανόνα, θάμνων Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus και καταλαμβάνει την μεγαλύτερη έκταση. Στο βόρειο τμήμα της περιοχής εξάπλωσης της φυτοκοινότητας αυτής η εμφάνιση αραιών δένδρων Juniperus foetidissima οδηγεί στον καθορισμό της δεύτερης φυτοκοινότητας που έχει περιορισμένη εξάπλωση και φυσιογνωμία δασολίβαδου. Τέλος, το ανώτερο τμήμα της περιοχής έρευνας καταλαμβάνει η φυτοκοινότητα που χαρακτηρίζεται από τους νανώδεις θάμνους Astragalus angustifolius. Η φυτοκοινότητα αυτή αναπτύσσεται σε σημαντική έκταση επιμήκως, εκατέρωθεν της κορυφογραμμής.
Μικροκλιματικό προφίλ ποώδους φυτοκαλύμματος σε βοσκόμενο δασολιβαδικό σύστημα Μουριάς
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ένα κοινόχρηστο ποολίβαδο του Δημοτικού Διαμερίσματος Σχολαρίου του Δήμου Εγνατίας, με αντικείμενο τη μελέτη της μεταβολής των μικροκλιματικών παραμέτρων του φυτοκαλύμματος ποωδών φυτών σε υπόροφο δασολιβαδικού συστήματος μουριάς υπό την επίδραση μέτριας βόσκησης. Η πειραματική επιφάνεια χωρίστηκε σε έξι τμήματα τα οποία περιφράχθηκαν με δικτυωτό σύρμα για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη βόσκηση. Σε τρία από αυτά εφαρμόστηκε μέτρια βόσκηση (0,9 πρόβατα / ha / έτος), ενώ τα υπόλοιπα δε βοσκήθηκαν. Σε όλα τα τμήματα φυτεύτηκε το ξυλώδες φυτό Morus alba. Η μισή έκταση της Morus alba αναμοχλεύτηκε με φρέζα και σπάρθηκε με το Trifolium subterraneum cv. Mt Barker, ενώ η υπόλοιπη παρέμεινε με φυσική ποώδη βλάστηση. Οι μικροκλιματικές παράμετροι που μετρήθηκαν μέσα στο ποώδες φυτοκάλυμμα σε όλους τους χειρισμούς ήταν: η φωτοσυνθετική πυκνότητα ροής φωτονίων (PPFD) (μmol/m2/sec) και η ενθαλπία (KJ/gr) και υπολογίστηκε το έλλειμμα υδρατμών στην ατμόσφαιρα (VPD). Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι σε όλους τους χειρισμούς η βόσκηση επηρέασε το μικροκλιματικό προφίλ του φυτοκαλύμματος αυξάνοντας σημαντικά το έλλειμμα των υδρατμών της ατμόσφαιρας, την πυκνότητα ροής φωτονίων καθώς και την ενθαλπία του βιοκλίματος.