Συμβολή στη φυτοκοινωνιολογική γνώση των ψευδαλπικών λιβαδιών: οι περιπτώσεις των Πιερίων ορέων και του όρους Μπέλες
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια φυτοκοινωνιολογική προσέγγιση των ψευδαλπικών λιβαδιών των Πιερίων ορέων και του όρους Μπέλες της Bόρειας Ελλάδας. Τα ψευδαλπικά λιβάδια έχουν εκτεταμένη εξάπλωση και στα δυο όρη. Μεγάλη έκταση καταλαμβάνουν τα ποολίβαδα, ενώ σημαντικό μέρος καλύπτεται από Juniperus communis ssp. nana. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μικρές κηλίδες υγρολίβαδων. Η χλωριδική διαφοροποίηση μεταξύ των δυο ορέων εκφράζεται δια μέσου των μονάδων βλάστησης. Από φυτοκοινωνιολογική άποψη διακρίθηκαν 4 τέτοιες μονάδες: 1) η Juniperus communis ssp. nana κοινότητα, 2) η Nardus stricta κοινότητα, 3) η Juncus effusus- Cardamine acris κοινότητα και 4) η Geum coccineum-Deschampsia cespitosa κοινότητα. Η πρώτη εντάσσεται στη Festuco –Brometea και εξαπλώνεται και στα δυο όρη. Η μονάδα αυτή διακρίνεται σε δυο παραλλαγές: την παραλλαγή με Vaccinium myrtillus, που αντιπροσωπεύει τα λιβάδια στα πιο όξινα εδάφη και την παραλλαγή χωρίς Vaccinium myrtillus. H δεύτερη κοινότητα εντάσσεται στην Festuco–Brometea και εξαπλώνεται κυρίως στα Πιέρια, καταλαμβάνοντας καλύτερους σταθμούς από την Juniperus communis ssp. nana κοινότητα. H τρίτη κοινότητα εξαπλώνεται στο Μπέλες και η τέταρτη στα Πιέρια. Οι δυο τελευταίες κοινότητες εντάσσονται στη Molinio-Arrhenatheretea και καταλαμβάνουν θέσεις με συνεχή ροή ή περιοδική κατάκλιση από νερό. Από λιβαδοπονική άποψη, οι δυο πρώτες κοινότητες έχουν περιορισμένη λιβαδική αξία λόγω της κυριαρχίας ανεπιθύμητων για βόσκηση ειδών, ενώ οι δυο τελευταίες αποτελούν πολύτιμους βοσκήσιμους πόρους κατά την ξηρή περίοδο του θέρους.
Βουκολική τέχνη
Η βουκολική τέχνη είναι άμεσα συνυφασμένη με την κτηνοτροφία. Αποτελεί μία πολύ σημαντική πτυχή της ποιμενικής ζωής και συναντάται σε όλες τις εκφράσεις της, όπως οι παραδοσιακές φορεσιές των ποιμένων, η μουσική τους, τα υφαντά και τη λαϊκή τέχνη γενικότερα. Πατρίδα της βουκολικής τέχνης θεωρείται η αρχαία Αρκαδία, οι κάτοικοι της οποίας ζούσαν μία απλή ποιμενική ζωή απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Το παίξιμο του αυλού, συνήθεια που οι Αρκάδες απέκτησαν κατά τη διάρκεια της φύλαξης των κοπαδιών τους, ανακαλύφθηκε, σύμφωνα με τη μυθολογία, από τον ντόπιο θεό Πάνα, γιο του Ερμή και της Νύμφης Δριόπης. Η «Αρκαδία» έγινε σύμβολο ενός φανταστικού και παραδεισένιου τόπου και η βουκολική μουσική άρχισε να εμπνέει σημαντικούς ποιητές του αρχαίου κόσμου που οι στίχοι τους αναφέρονταν σε ποιμένες οι οποίοι αντάλλασσαν τραγούδια μέσα σε ένα γνήσιο φυσικό τοπίο. Τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ποιητής Θεόκριτος δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, τη βουκολική ποίηση, που αναφέρεται στις ερωτικές περιπέτειες των ποιμένων. Ο Βιργίλιος, ο μεγαλύτερος Ρωμαίος ποιητής, έγραψε τρεις αιώνες αργότερα τα «βουκολικά». Η βουκολική ποίηση του Θεόκριτου και του Βιργιλίου επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη νεότερη εποχή με πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα τον πίνακα του Γάλλου ζωγράφου Νικολά Πουσέν “Et in Arcadia Ego”.
Ανάλυση και αξιολόγηση της υγείας του τοπίου στο B.Δ. τμήμα της λεκάνης της Μυγδονίας
Η έννοια της υγείας τοπίου μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα φυσικά οικοσυστήματα της Μεσογείου, η δομή των οποίων προέκυψε μετά από μακροχρόνια επίδραση πληθώρας ανθρωπογενών και φυσικών παραγόντων. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους είναι το μεσογειακό κλίμα, το οποίο χαρακτηρίζεται από τις σχετικά μεγάλες ξηροθερμικές περιόδους λόγω ανισοκατανομής στο χώρο και το χρόνο των κατακρημνισμάτων. Τόσο για την παρατήρηση, όσο και για την εκτίμηση της υγείας του τοπίου, είναι απαραίτητος ο υπολογισμός των τιμών ενός συνόλου δεικτών τοπίου, ευαίσθητων στις περιβαλλοντικές μεταβολές, που εστιάζουν στον κίνδυνο της υποβάθμισης και σχετίζονται με τη λειτουργία των οικοσυστημάτων. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε το βορειοδυτικό, ημιορεινό τμήμα της λεκάνης της Μυγδονίας. Η ανάλυση των χρήσεων γης και της κατανομής τους στο χώρο έγινε με επεξεργασία δορυφορικής εικόνας του 2001 και οι τιμές των δεικτών τοπίου εξήχθησαν από το πρόγραμμα ArcView 3.2a. Η ανάλυση των δεικτών τοπίου έγινε συνδυαστικά τόσο σε φυσιογραφικό (τρεις υπολεκάνες απορροής) όσο και διοικητικό επίπεδο (πέντε δημοτικά διαμερίσματα). Από την ταξινόμηση των τριών υπολεκανών βάση των δεικτών ποικιλότητας και ομοιογένειας του Shannon προέκυψε ότι η υπολεκάνη στην οποία οι χρήσεις γης είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες έχει καλή υγεία τοπίου, η υπολεκάνη η οποία κυριαρχείται από τα θαμνολίβαδα έχει κακή προς μέτρια υγεία τοπίου και η υπολεκάνη με την ενδιάμεση κατάσταση ως προς την ετερογένεια της δομής έχει μέτρια υγεία τοπίου.
Ταξινόμηση και διαχρονική παρακολούθηση τύπων οικοτόπων και λιβαδικών οικοσυστημάτων στα Ακαρνανικά όρη
Η χαρτογράφηση, ταξινόμηση και παρακολούθηση των αλλαγών της βλάστησης στα Ακαρνανικά όρη, έγινε με τη χρήση της δορυφορικής τηλεπισκόπησης και των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.). Την περιοχή μελέτης αποτελούσε ένα ορεινό σύμπλεγμα με σημαντικούς τύπους φυσικών οικοτόπων. Από τη χαμηλότερη προς την υψηλότερη οικολογική ζώνη η βλάστηση των οικοτόπων απαρτίζεται με φρύγανα με κυρίαρχο είδος την ασφάκα και την αστοιβίδα (55-520 μ.), τα αείφυλλα πλατύφυλλα με κυρίαρχα είδη το πουρνάρι, την άρκευθο, την κουμαριά και το ρείκι (350-750 μ.), τα δάση δρυός με κυρίαρχο είδος τη βαλανιδιά (δάση τύπου dehesas) (280-620 μ.), πλατύφυλλου δρυός (420-920 μ.) και αριάς (280-640 μ.), κεφαλληνιακής ελάτης (1050-1380 μ.), ψευδαλπικών λιβαδιών (1100-1450 μ.) και γυμνών βραχωδών εξάρσεων. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των διαχρονικών μεταβολών των τύπων οικοτόπων, με ιδιαίτερη έμφαση στα λιβαδικά οικοσυστήματα που απαντούν στην περιοχή κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρξε σημαντική μείωση της έκτασης ορισμένων απειλούμενων τύπων οικοτόπων και λιβαδικών οικοσυστημάτων που αναγνωρίστηκαν στην περιοχή, με την αλλαγή στη σύνθεση της βλάστησης, την έλλειψη της φυσικής αναγέννησης δασικών ειδών και αυτό ήταν αποτέλεσμα των πυρκαγιών, της έντονης βόσκησης και της αποδάσωσης για γεωργική χρήση.
Επίδραση της βόσκησης στη βλάστηση και στην αναγέννηση της ελάτης
Η εργασία αυτή αφορά τη μελέτη της αναγέννησης της βλάστησης ενός μεικτού δάσους ελάτης – δρυός του νομού Ευρυτανίας, στην ευρύτερη περιφέρεια της πόλης του Καρπενησίου. Στην περιοχή μελέτης επιλέχτηκαν δύο επιφάνειες με παρόμοια τοπογραφικά και φυσιογραφικά χαρακτηριστικά και με μόνη διαφορά ότι στη μια εκ των δύο υπάρχει βόσκηση. Στις επιφάνειες μετρήθηκαν η λιβαδική παραγωγή, η φυτοποικιλότητα καθώς και η φυσική αναγέννηση για ένα έτος. Η βοσκόμενη επιφάνεια παρουσίαζε σε πολλά σημεία της έντονη διάβρωση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η βόσκηση ευνόησε την ποσότητα των επιθυμητών ειδών σε αντίθεση με τη μειωμένη παρουσία ξηροφυλλάδας και η αναγέννηση ήταν περιορισμένη στη βοσκόμενη επιφάνεια.