Η ημινομαδική κτηνοτροφία ως κύρια οικονομική δραστηριότητα των Βλάχων της Β. Πίνδου
Τα βλαχοχώρια των ημινομάδων της Β. Πίνδου δημιουργήθηκαν από συνένωση βλάχικων κατούνων και μετατροπή τους σε σταθερούς ορεινούς οικισμούς και κοινότητες. Η οικονομία αυτών των χωριών στηριζόταν κατά κύριο λόγο στην αιγοπροβατοτροφία. Οι κάτοικοι των βλαχοχωριών της Πίνδου, ήταν αναγκασμένοι να αναζητούν το περιβάλλον, που θα πρόσφερε στα κοπάδια τους υψηλή ποιότητα και ποσότητα βοσκής, καλής ποιότητας νερό και ευνοϊκές θερμοκρασίες. Η άσκηση της κτηνοτροφίας είχε ημινομαδικό χαρακτήρα, έξι μήνες στα βουνά, τα οποία οι Βλάχοι θεωρούσαν ως τόπο της κύριας κατοικίας τους, και έξι μήνες στους κάμπους, στα χειμαδιά. Οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι ήταν οργανωμένοι σε τσελιγκάτα, τα οποία αποτελούνταν από πολλές οικογένειες. Στην παρούσα εργασία γίνεται αναφορά σ’ αυτή την ιδιαίτερης μορφής επιχείρηση, η οργάνωση της οποίας βασιζόταν στην αρχή της συμπληρωματικότητας κεφαλαίου και εργασίας, καθώς επίσης και στο κερατζιλίκι (αγωγιατισμός), το οποίο ήταν για τους Βλάχους δευτερεύουσα δραστηριότητα, συμπληρωματική της κτηνοτροφίας και αποτέλεσε τον προθάλαμο για την ανάπτυξη των μετέπειτα εμπορικών δραστηριοτήτων. Γίνεται μνεία στις διαδρομές που ακολουθούσαν οι Βλάχοι της Β. Πίνδου προς τα χειμαδιά τα οποία βρίσκονταν κυρίως στο χώρο της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, στους λόγους που οδήγησαν στην παρακμή της ημινομαδικής κτηνοτροφίας και στην αντικατάσταση του τσελιγκάτου από την ανεξάρτητη κτηνοτροφική μονάδα.
Ανθρωπογενείς επιδράσεις στα φυσικά δασικά και λιβαδικά οικοσυστήματα της Δυτικής Μακεδονίας
Τα φυσικά οικοσυστήματα (δασικά και λιβαδικά) παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Οι σπουδαιότερες ανθρωπογενείς επιδράσεις που τα επηρεάζουν κατά καιρούς, σχετίζονται περισσότερο με την εντατική εκμετάλλευση, την παράνομη υλοτομία, τη λαθροθηρία, τους εμπρησμούς, την οικοπεδοποίηση και την παράνομη βοσκή. Στην παρούσα εργασία καταγράφονται και αξιολογούνται οι κυριότερες ανθρωπογενείς επεμβάσεις που έχουν διαπραχθεί στα φυσικά οικοσυστήματα της Δυτικής Μακεδονίας από το 1990 έως το 2002. Παράλληλα παρουσιάζονται οι βασικές νομοθετικές διατάξεις που αφορούν την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων της χώρας. Επιχειρείται μια εκτενής αναφορά σε νομοθετήματα που έχουν θεσπιστεί κατά καιρούς στον Ελλαδικό χώρο και ρυθμίζουν την πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών, καθώς και τις ποινικές και αστικές κυρώσεις που είναι δυνατό να επιβληθούν σε όσους επιχειρούν παράνομες δραστηριότητες. Ο συνολικός αριθμός αδικημάτων που καταγράφηκαν την περίοδο 1990-2002, στη Δ. Μακεδονία ανέρχεται σε 3.916. Οι περισσότερες παραβάσεις διενεργήθηκαν στο νομό Γρεβενών με μεγαλύτερο ποσοστό στο ανόμημα της λαθροϋλοτομίας. Γενικά παρατηρείται σταδιακά μια μείωση των παραβάσεων (με ενδιάμεσες αυξομειώσεις) σε όλες τις περιοχές της Δ. Μακεδονίας τα τελευταία πέντε χρόνια της μελετούμενης περιόδου, ενώ σταθερά σταδιακή μείωση στα ανομήματα παρατηρήθηκε στα φυσικά οικοσυστήματα της περιοχής της Κοζάνης.
Ανάλυση και αποκατάσταση τοπίου με Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών: η περίπτωση του Εθνικού Δρυμού Snowdonia (UK)
Τα φυσικά δάση του Εθνικού Δρυμού Snowdonia, στη Βόρεια Ουαλία (UK) έχουν μειωθεί και κατακερματιστεί εδώ και αιώνες, και τη θέση τους καταλαμβάνουν σήμερα άλλοι τύποι βιοτόπων, όπως λιβάδια και φυτείες κωνοφόρων. Η παρούσα εργασία, ήταν μέρος μιας ευρύτερης μελέτης που είχε ως σκοπό τη δημιουργία μια περιβαλλοντικής βάσης δεδομένων για τον Εθνικό Δρυμό και την ανάπτυξη μοντέλων κατάλληλων για τον εντοπισμό των περιοχών προτεραιότητας με στόχο τη δημιουργία και αποκατάσταση των φυσικών δασών, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.). Αναπτύχθηκε μία σειρά από κριτήρια, σύμφωνα με τις προδιαγραφές για επιτυχή εξάπλωση των δασών από άποψη οικολογίας και συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους χρησιμοποιώντας διαθέσιμα στοιχεία, όπως χάρτες χρήσης γής, κατανομής των αρχαιότερων δασών και καθεστώς προστασίας της γης. Μετά από συνδυασμό όλων των στοιχείων στο Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών, τα κριτήρια χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του Μοντέλου Αποκατάστασης των Δασών. Ο Εθνικός Δρυμός Snowdonia, χρησιμοποιήθηκε ως πειραματική περιοχή για την ανάπτυξη και τη δοκιμή της μεθοδολογίας, αλλά αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε ανάλυση σχετικά με την δυνατότητα αποκατάστασης του τοπίου, σε περιφερειακό ή μεγαλύτερης κλίμακας επίπεδο.
Τα πανεπιστημιακά δάση και λιβάδια στο διαδίκτυο: καταγραφή, παρουσίαση και ανάδειξη της προσφοράς τους
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής καθιστά πλέον προσιτή την ενημέρωση ενός ευρύτερου κοινού, κυρίως μέσω της χρησιμοποίησης του WWW. Η εργασία αυτή παρουσιάζει το σχεδιασμό την ανάπτυξη και υλοποίηση δικτυακών τόπων οι οποίοι παρέχουν ποικίλο πληροφοριακό υλικό για τα Πανεπιστημιακά Δάση και Λιβάδια. Η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας την εφαρμογή Macromedia Dreamweaver MX 2004™, σε φιλική δομή για εύκολη και αποτελεσματική πλοήγηση. Η διατήρηση ιστοσελίδας στο διαδίκτυο για τα Πανεπιστημιακά Δάση, στοχεύει στη βελτίωση της καταγραφής και παρουσίασής τους, συμβάλλοντας επίσης στην ανάδειξη των συγκεκριμένων ορεινών περιοχών.
Ενίσχυση υφισταμένων δρόμων σε λιβαδικές περιοχές
Οι λιβαδικές εκτάσεις, κατά κανόνα προσεγγίζονται με δρόμους χαμηλής φέρουσας ικανότητας και προβληματικής βατότητας όταν επικρατούν δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες. Τα στοιχεία αυτά όμως δεν επιτρέπουν πάντα ταχεία και ασφαλή μεταφορά ζωοτροφών και κτηνοτροφικών προϊόντων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μείωση της αξίας τους. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται οικονομική βελτίωση της ανθεκτικότητας και της βατότητας του οδικού δικτύου. Όταν όμως σε αυτούς τους δρόμους κυκλοφορούν και οχήματα για άλλους σκοπούς, όπως για αναψυχή και για επισκέψεις σε αξιοθέατα και μνημεία της φύσης, τότε απαιτείται και μελέτη ενίσχυσης του υφιστάμενου οδοστρώματος για να ανταποκριθεί στον καινούριο κυκλοφοριακό φόρτο. Στην παρούσα εργασία ερευνήθηκε σε δρόμους της ορεινής Ροδόπης, η δυνατότητα σταθεροποίησης της επιφάνειάς τους με τσιμέντο, ασβέστη, αλλά και με διάφορα βιομηχανικά παραπροϊόντα. Η έρευνα έδειξε ότι όλοι οι σταθεροποιητές επιλύουν σημαντικά το πρόβλημα και επιπλέον συμβάλουν σε μία φιλοπεριβαλλοντική κατασκευή, αρκεί να γίνεται αρχικά εδαφομηχανική ανάλυση, οικονομική διερεύνηση όσον αφορά το κόστος μεταφοράς των προϊόντων. Επισημαίνεται όμως η ανάγκη διερεύνησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ώστε να αποτραπούν η είσοδος στους υδροφόρους ορίζοντες, των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν στα παραπροϊόντα.