Επίδραση του συστήματος διαχείρισης και της Ν-λίπανσης στην περιεκτικότητα σε N και σε P τεχνητών λειμώνων περιοχής του N. Ιωαννίνων
Η χρήση τεχνητών λειμώνων μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη σωστή διατροφή των ζώων και την αποφυγή υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές με οριακούς και εγκαταλειμμένους αγρούς καθώς και στις αγραναπαύσεις. Σημαντικά κριτήρια για την εγκατάσταση ενός λειμώνα αποτελούν τα είδη που θα εγκατασταθούν, τα συστήματα διαχείρισης του καθώς και τα ζώα για τα οποία θα χρησιμοποιηθεί. Στην εργασία αυτή εξετάζεται η επίδραση της αζωτούχου λίπανσης καθώς και το είδος του λειμώνα στην πρόσληψη αζώτου και φωσφόρου σε είδη τεχνητών λειμώνων και αυτοφυών φυτικών ειδών της περιοχής Ν. Ιωαννίνων. Το πείραμα διήρκησε δύο χρόνια μετά το χρόνο εγκατάστασης και περιλάμβανε δύο επεμβάσεις: 1. Τρία είδη τεχνητών λειμώνων: Trifolium repens με Lolium perenne, T. pratense με Lolium perenne και Lolium perenne (μονοκαλιέργεια), και 2. Λίπανση με άζωτο στα εξής επίπεδα: 0 χλσ./στρ., 4 χλσ./στρ. και 8 χλσ./στρ. Η συγκομιδή της παραγωγής έγινε με βόσκηση από πρόβατα. Τα δεδομένα της παρούσας εργασίας αφορούν δειγματοληψία που έγινε στο τέλος του τρίτου χρόνου του πειράματος. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η λίπανση και το είδος του λειμώνα δεν είχαν καμία επίδραση στα επίπεδα αζώτου και φωσφόρου της πολυετής ήρας. Αντίθετα η αλληλεπίδραση του είδους του λειμώνα με την αζωτούχο λίπανση διαφοροποίησε σημαντικά τα επίπεδα αζώτου και φωσφόρου της νεκρής ύλης. Επίσης, το είδος του λειμώνα επηρέασε τα επίπεδα φωσφόρου των αυτοφυών φυτικών ειδών. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν τη σημαντικότητα της επιλογής του σωστού είδους στη διαχείριση των τεχνητών λειμώνων. Η χρήση αζωτοδεσμευτικών ειδών μπορεί να επηρεάσει την σύνθεση της αυτοφυούς βλάστησης και να αυξήσει τα επίπεδα αζώτου και φωσφόρου στο έδαφος ώστε να μη χρειάζεται επιπλέον λίπανση.
Συμπεριφορά μίγματος φεστούκας και μηδικής κάτω από διαφορετικές συνθήκες υδατικής δίαιτας
Η αλληλεπίδραση μεταξύ ειδών στα μίγματα αγρωστωδών και ψυχανθών έχει ως αποτέλεσμα την μεταβολή του τρόπου αύξησης του υπέργειου μέρους των φυτών. Η μεταβολή αυτή μετρήθηκε σε μίγμα αναλογίας 1:1 φεστούκας (Festuca arundinacea) και μηδικής (Medicago sativa) . Το πείραμα διεξήχθη στη Δράμα, σε γλάστρες, την περίοδο Μαρτίου- Ιουλίου 1994. Εφαρμόστηκαν δύο επίπεδα υδατικής δίαιτας: άρδευση μέχρι το σημείο υδατοχωρητικότητας και άρδευση με το ¼ της ποσότητας της υδατοχωρητικότητας, ούτως ώστε τα φυτά να αναπτύσσονται σε συνθήκες ξηρασίας. Μετρήθηκε η υπέργεια βιομάζα, η φυλλική επιφάνεια και ο συντελεστής φωτοσυνθετικής ικανότητας του μίγματος. Ο συντελεστής αναλογίας των ειδών του μίγματος υπολογίστηκε ως ο λόγος του υπέργειου βάρους της φεστούκας προς εκείνο της μηδικής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ξηρασία μείωσε το υπέργειο βάρος των δύο ειδών, τη φυλλική επιφάνεια και το συντελεστή φωτοσυνθετικής ικανότητας του μίγματος. Επηρέασε επίσης την εποχιακή μεταβολή της παραγωγής και την αναλογία των ειδών του μίγματος. Στον χειρισμό της άρδευσης, η συμμετοχή της φεστούκας μειώθηκε και κυριάρχησε η μηδική. Στον χειρισμό της ξηρασίας αντίθετα, η ανταγωνιστική ικανότητα της φεστούκας βελτιώθηκε και η αναλογία της στο μίγμα διατηρήθηκε σε υψηλά ποσοστά.
Αντοχή φρυγανικών ειδών στο ελεύθερο ανθρακικό ασβέστιο του εδάφους
Τα φρυγανολίβαδα καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις στη χώρα μας, το οποίο αποδίδεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες και ιδιαίτερα στη συνδυασμένη επίδραση πυρκαγιών και υπερβόσκησης. Πέραν των παραγόντων αυτών σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των φρυγάνων παίζει και το έδαφος. Για να ελεγχθεί η υπόθεση αυτή, σχεδιάστηκε μια ελεγχόμενη έρευνα στο Αγρόκτημα Θέρμης του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης, όπου σπέρματα φασκόμηλου και ασφάκας αναπτύχθηκαν σε γλάστρες με διαφορετική περιεκτικότητα ανθρακικού ασβεστίου. Συγκεκριμένα δοκιμάστηκαν τρία επίπεδα, με 0, 20 και 40% ασβεστόχωμα σε κάθε γλάστρα, όπου σπάρθηκαν τα σπέρματα το φθινόπωρο και μετρήθηκαν το υπέργειο ύψος, το μήκος των ριζών και το υπέργειο βάρος των νεοφύτων στο τέλος της αυξητικής περιόδου, τον Ιούνιο. Από την ανάλυση του εδάφους των γλαστρών στο τέλος της περιόδου προέκυψε ότι τα ποσοστά του ανθρακικού ασβεστίου ανέρχονταν σε 1,5, 13,5 και 25,0% αντίστοιχα για τους τρεις χειρισμούς. Διαπιστώθηκε ότι το υπέργειο ύψος τω φυτών διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των τριών χειρισμών και στα δυο είδη, ενώ η υπέργεια βιομάζα όχι. Το μήκος των ριζών ήταν μεγαλύτερο από το ύψος των φυταρίων και στα δύο είδη, όμως μόνο στο φασκόμηλο διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των χειρισμών. Συμπεραίνεται ότι η ασφάκα μπορεί να αναπτυχθεί εξίσου αποτελεσματικά σε εδάφη με ή χωρίς ελεύθερο ανθρακικό ασβέστιο, πράγμα που εξηγεί και την μεγάλη εξάπλωσή της. Αντίθετα, το φασκόμηλο φαίνεται ότι αναπτύσσεται περισσότερο αποτελεσματικά μόνο σε έδαφος πλούσιο σε ανθρακικό ασβέστιο.
Επίδραση της έντασης κοπής στην αλλομετρική δομή τριών ξυλωδών ειδών
Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση δύο εντάσεων κοπής 30% και 60% του μήκους των ετησίων βλαστών στο δενδρώδες είδος (Morus alba L.) και στα θαμνώδη ψυχανθή (Amorpha fruticosa L.) και (Colutea arborescens L.), σε σύγκριση με το μάρτυρα (κοπή 0%) στην αλλομετρική σχέση του φυλλώματος τους. Οι χειρισμοί κοπής επαναλήφθηκαν τρεις φορές (τέλος Μαΐου, μέσα Ιουλίου, αρχές Σεπτεμβρίου). Μετρήθηκαν o αριθμός των νέων φύλλων, η φυλλική επιφάνεια (LΑ) και το βάρος του φύλλου (W) και υπολογίστηκαν το ειδικό βάρος του φύλλου (SLW) και η ειδική φυλλική επιφάνεια (SLΑ). Ο αριθμός των φύλλων δε διέφερε σημαντικά μεταξύ των δύο ψυχανθών ειδών (A.fr. και C.ar.), τα οποία είχαν στατιστικά μεγαλύτερο αριθμό νέων φύλλων από το M.al., ανεξάρτητα από το χειρισμό κοπής. Η παραγωγή νέων φύλλων στα φυτά του χειρισμού κοπής 60%, ήταν σημαντικά υψηλότερη από εκείνη της κοπής 30% και στα τρία είδη. Με την εφαρμογή των χειρισμών κοπής 30% και 60% παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της SLA των φυτών, συγκριτικά με του μάρτυρα. Αντίθετα, η μέση LA και το μέσο SLW των φυτών που κόπηκαν στο 30% και 60 % ήταν σημαντικά μικρότερο συγκριτικά με του μάρτυρα. Η εφαρμογή των κοπών συντέλεσε στην παραγωγή μεγαλύτερου αριθμού φύλλων ιδίως στα ψυχανθή, γεγονός πολύ σημαντικό, αφού ο αριθμός και το μέγεθος των φύλλων στα φυτά σχετίζεται αφενός με τη διαθέσιμη ενεργή φωτοσυνθετική επιφάνεια τους, αφετέρου δε με την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης τους.
Συγκριτική υδροδυναμική συμπεριφορά δύο πληθυσμών της Dactylis glomerata L. διαφορετικής βιοκλιματικής προέλευσης
Δύο πληθυσμοί της Dactylis glomerata L. από διαφορετικές βιοκλιματικές ζώνες μελετήθηκαν υπό τις ίδιες κλιματικές συνθήκες, με σκοπό τη διάγνωση πιθανών διαφορών του υδροδυναμικού μηχανισμού προσαρμογής σε συνθήκες ξηρασίας. Ο ένας πληθυσμός προέρχονταν από την περιοχή Ταξιάρχη (Ν. Χαλκιδικής) και ο δεύτερος από το όρος Ίδη και την περιοχή Ομαλού της Κρήτης. Στους δύο πληθυσμούς εφαρμόσθηκαν δύο υδατικές δίαιτες (κανονική και φυσική). Τα δεδομένα συνηγορούν ότι ο πληθυσμός της Κρήτης διατηρεί υψηλότερο σχετικό υδατικό περιεχόμενο και υψηλότερο υδατικό δυναμικό συγκριτικά με τον πληθυσμό του Ταξιάρχη. Αυτό πιθανώς οφείλεται στην ήδη προσαρμογή του πληθυσμού της Κρήτης σε εντονότερες συνθήκες ξηρασίας σε σχέση με τον πληθυσμό του Ταξιάρχη. Επιπρόσθετα, η ισουδρική συμπεριφορά του Κρητικού πληθυσμού υποδεικνύει ότι η στοματική αγωγιμότητα αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό προσαρμογής του πληθυσμού της Κρήτης σε συνθήκες ξηρασίας. Αντίθετα, η ανισουδρική συμπεριφορά του πληθυσμού του Ταξιάρχη υποδεικνύει πολυπλοκότερους μηχανισμούς προσαρμογής.