Η απόδοση των φερόμενων μηχανημάτων στις εργασίες για τη διαχείριση και βελτίωση των λιβαδιών και λειμώνων
Η χρήση των παρελκόμενων μηχανημάτων στη διαχείριση και βελτίωση των λιβαδιών και λειμώνων, κρίθηκε απαραίτητη τα τελευταία χρόνια. Εργασίες όπως είναι καταπολέμηση ανεπιθύμητων φυτών, σπορά λιβαδικών φυτών, λίπανση λιβαδιών και λειμώνων και κατεργασία του εδάφους εκτελούνται με τη χρήση ελκυστήρων και των παρελκόμενων τους. Τα παρελκόμενα μηχανήματα μπορεί να είναι συρόμενα ή ελκόμενα, ημιφερόμενα και φερόμενα, τα οποία προσδένονται στον ελκυστήρα σε ένα, δύο ή και τρία σημεία αντίστοιχα. Η ραγδαία εξέλιξη των σύγχρονων μηχανημάτων, μας παρέχει τη δυνατότητα επιλογής του κατάλληλου μηχανήματος ανάλογα με τη φύση της εργασίας. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να μελετηθεί η απόδοση του φερόμενου περιστροφικού σκαπτικού μηχανήματος (φρέζα) με λεπίδες τύπου L. Για το σκοπό αυτό σχεδιάστηκαν δύο πειραματικές επιφάνειες λειμώνων Α και Β, εκτάσεως 10 και 15 στρεμμάτων αντίστοιχα, όπου εργάσθηκε το φερόμενο περιστροφικό σκαπτικό (φρέζα). Προσδιορίσθηκε η απόδοση Q, στις αντίστοιχες πειραματικές επιφάνειες Α και Β, αφού προηγουμένως υπολογίσθηκε το βήμα κοπής L σε συνάρτηση με την ταχύτητα μετακίνησης (υ), τον αριθμό των στροφών του στροφείου (n) και τον αριθμό των ζευγών λεπίδων ανά δίσκο (z). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η απόδοση επηρεάζεται από τις διαστάσεις και την κατηγορία της φρέζας, την ταχύτητα του ελκυστήρα καθώς επίσης και από την κλίση και κατηγορία του εδάφους και την μέθοδο εργασίας.
Υπολογισμός της ευστάθειας των ελκυστήρων σε εργασίες χωματουργικές και διαχείρισης λιβαδιών
Ο υπολογισμός της ευστάθειας των ελκυστήρων είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα του οποίου η λύση απαιτεί την πλήρη και ασφαλή γνώση όλων των παραγόντων που την επηρεάζουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι τα τεχνικά στοιχεία του ελκυστήρα, δηλαδή η ιπποδύναμη, το βάρος, το περίγραμμα στήριξης, η ταχύτητα κίνησης, το ύψος του κέντρου βάρους, η ανάρτηση, οι αποσβεστήρες (αμορτισέρ), τα ελαστικά, το μέγεθος του φορτίου ελκόμενων και φερόμενων μηχανισμών, καθώς και το μήκος και το ύψος της ζεύξης τους. Οι παράγοντες όμως που επηρεάζουν καθοριστικά την ευστάθεια είναι η κλίση και η κατηγορία του εδάφους, καθώς και η φυγόκεντρη δύναμη στις στροφές. Κατά τις στροφές των ελκυστήρων αναπτύσσονται, όπως είναι γνωστό, φυγοκεντρικές τάσεις που μπορεί να προκαλέσουν κάτω από ορισμένες συνθήκες αστάθεια και πλάγια ανατροπή του ελκυστήρα. Στην εργασία αυτή προσδιορίσθηκε η ροπή ευστάθειας στις στροφές, ενός κλασικού τετράτροχου δασικού ελκυστήρα. Για το σκοπό αυτό καταρτίστηκε ένα πρόγραμμα στον ΗΥ και υπολογίσθηκαν οι συνθήκες ισορροπίας σε σχέση με: α) την απόσταση εφαρμογής του κέντρου βάρους του μηχανήματος από το σημείο επαφής τροχού-εδάφους (Xg) (μέσο επίπεδο ελαστικού), β) το ύψος εφαρμογής του κέντρου βάρους (Yg), γ) την ταχύτητα μετακίνησης (υ) και δ) την ακτίνα περιστροφής (r). Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι η ευστάθεια κατά τις στροφές σε οριζόντιο έδαφος είναι μικρή όταν το περίγραμμα στήριξης είναι μικρό (απόσταση εφαρμογής του κέντρου βάρους Xg), το ύψος του κέντρου βάρους μεγάλο, η ταχύτητα κίνησης (υ) μεγάλη και η ακτίνα περιστροφής μικρή.
Ορθολογικός σχεδιασμός της διάνοιξης λιβαδικών εκτάσεων
Η οργάνωση της σωστής και αποτελεσματικής διαχείρισης και η ανάγκη της εφαρμογής βελτιώσεων στα λιβάδια, απαιτούν έργα υποδομής, όπως είναι τα έργα διάνοιξης των λιβαδικών εκτάσεων, οι λιβαδικοί δρόμοι. Ο ορθολογικός σχεδιασμός της διάνοιξης των λιβαδικών εκτάσεων θα πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τρεις βασικές αρχές: της Τεχνικής, της Οικονομίας και της Οικολογίας. Στην εργασία αυτή μελετώνται και αναλύονται τα τεχνικά και γεωμετρικά στοιχεία των λιβαδικών δρόμων, το μοντέλο εξέλιξης του κόστους κατασκευής και συντήρησης των δρόμων αυτών και δίνονται προτάσεις για τη μείωση ή την αποφυγή των διαταράξεων και των ζημιών που προκαλούν οι λιβαδικοί δρόμοι στο φυσικό περιβάλλον.
Το πρόβλημα της βόσκησης στο δάσος Ραντί, στην επαρχία Πάφου της Κύπρου
Το δάσος Ραντί βρίσκεται στα νότια παράλια της Κύπρου, 20 χλμ. περίπου ανατολικά της πόλης της Πάφου και 30 χλμ. δυτικά της πόλης της Λεμεσού και καλύπτει έκταση 1143 εκταρίων. Από τη συνολική αυτή έκταση, 349,2 εκτάρια έχουν ανακηρυχθεί πρόσφατα σε Εθνικό Δασικό Πάρκο, 345 εκτάρια αποτελούν Κύριο κρατικό δάσος, 423,7 εκτάρια αποτελούν Δευτερεύον κρατικό δάσος και έκταση 325,1 εκταρίων είναι ιδιωτική γη. Το κλίμα της περιοχής είναι τυπικά Μεσογειακό, με τη μέση ετήσια βροχόπτωση να κυμαίνεται στα 363 χιλ., την ξηρή περίοδο να διαρκεί από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο και με το 87% της βροχόπτωσης να πέφτει κατά την περίοδο Νοεμβρίου – Μαρτίου. Στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής η βλάστηση είναι χαρακτηριστική των Μεσογειακών
θαμνώνων, γνωστή ως μακκία βλάστηση (maquis) με διάσπαρτα μικρά δέντρα και διακρίνεται σε “ψηλή μακκία βλάστηση” με xαρακτηριστικά είδη τα Juniperus phoenicea, Olea europaea και Ceratonia siliqua και σε “χαμηλή μακκία βλάστηση” με χαρακτηριστικά είδη τα Pistacia lentiscus, Calycotome villosa, Inula viscosa και Sarcopοterium spinosum. Η περιοχή αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης τουρισμού, αφού περιλαμβάνει δύο τοποθεσίες οι οποίες σχετίζονται με την μυθολογία, τον τόπο γέννησης της Θεάς Αφροδίτης και την “Πέτρα του Ρωμιού”, ενώ επίσης μεγάλο μέρος της ιδιωτικής έκτασης έχει αξιοποιηθεί με την ανέγερση μεγάλου ξενοδοχειακού συγκροτήματος και εξοχικών κατοικιών. Η κτηνοτροφία στην περιοχή είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη σε σημείο που έχει δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα υποβάθμισης της περιοχής, η οποία κινδυνεύει εμφανώς με ερημοποίηση. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, στην περιοχή βόσκουν συνολικά 4942 ζώα, στην πλειονότητα αίγες και το σύστημα βόσκησης που εφαρμόζεται είναι το ποιμενικό, συνήθως χωρίς τη συνοδεία βοσκού. Δεδομένου ότι οι ιδιωτικές εκτάσεις δεν βόσκονται, καθώς είναι περιφραγμένες, η βοσκοφόρτωση στα Κρατικά δάση και στο Εθνικό Δασικό Πάρκο υπολογίζεται σε 4,42 ζμ/εκτ./έτος ενώ η βοσκοϊκανότητα της περιοχής εκτιμάται σε 1 ζμ/εκτ./έτος. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να παρουσιάσει μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα της παρούσας κατάστασης και να διατυπώσει χρήσιμες προτάσεις για τη λύση του προβλήματος αυτού.
Οικότοπος της βαλανιδιάς και κτηνοτροφία στα Ακαρνανικά όρη
Ο οικότοπος της βαλανιδιάς (Quercus ithaburencis subsp. macrolepis) αναγνωρίστηκε και χαρτογραφήθηκε στα Ακαρνανικά όρη στο πλαίσιο του προγράμματος Natura 2000. Η βαλανιδιά αποτελεί το μοναδικό είδος φυλλοβόλου δρυός στις ξηρές και θερμές περιοχές της χώρας με πολλαπλές χρήσεις και λειτουργίες. Τα δάση της είναι οικοσυστήματα (δασολιβαδικά ή αγροδασολιβαδικά) με μεγάλη οικολογική και οικονομική αξία. Παράγουν βοσκήσιμη ύλη, ενδιαιτήματα για την άγρια πανίδα (πουλιά και θηλαστικά), αναψυχή, περιβάλλον, καυσόξυλα, αποτελούν αποθέματα σπάνιων ειδών χλωρίδας και πανίδας, ενώ παλαιότερα η χρήση της βαλανιδόκουπας στη βυρσοδεψία αποτελούσε σημαντικό οικονομικό πόρο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο οικότοπος απαντά μέχρι 620μ. υψόμετρο. Στον ανώροφο η φυτοκάλυψη κυμαίνεται από 40- 50%, στο μεσόροφο 25-50% με κυρίαρχο είδος την ασφάκα και στον υπόροφο 20-30% με ποώδη φυτά. Τα δάση βαλανιδιάς έχουν πλούσια ποώδη βλάστηση, υψηλή φυτοποικιλότητα και συμβάλλουν σημαντικά στη διατροφή ενός μεγάλου αριθμού αγροτικών ζώων, κυρίως προβάτων και δευτερευόντως αιγών και βοοειδών, κατά την περίοδο φθινοπώρου- χειμώνα -άνοιξης. Η βοσκήσιμη ύλη διατηρείται πράσινη για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω του μικροκλίματος που δημιουργείται στα οικοσυστήματα αυτά. Επίσης, τα βαλανίδια αποτελούν πολύτιμη τροφή για το ντόπιο χοίρο ελεύθερης βοσκής. Κατά θέσεις, υπάρχουν έντονα φαινόμενα βόσκησης και σε συνδυασμό με το συχνό φαινόμενο των πυρκαγιών, εμποδίζουν τη φυσική αναγέννηση του είδους. Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι ο οικότοπος βαλανιδιάς είναι οικολογικά ευαίσθητος και θα πρέπει να προστατευθεί, με στόχο τη βελτίωση και αειφορική διαχείριση προς όφελος της κτηνοτροφίας, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και του δασολιβαδικού τοπίου.