Ανάλυση δομής και επιπτώσεις της υπερβόσκησης άγριων φυτοφάγων στο δάσος Κουρί Μαγνησίας (περιοχή του Δικτύου Natura 2000)
Η μελέτη αφορά τη δομή του πεδινού δρυοδάσους «Κουρί» Αλμυρού Μαγνησίας, έκτασης 100 εκτάρια, καθώς και τις επιπτώσεις της υπερβόσκησης των άγριων φυτοφάγων σ’ αυτό. Τα είδη που έχουν εισαχθεί στο δάσος είναι το αγριοπρόβατο (Ovis ammon), το πλατώνι (Dama dama) και το ζαρκάδι (Capreolus capreolus). Η πυκνότητα των ζώων έφτασε τα 157 ζώα/100 εκτάρια, ενώ μετά από σύλληψη και απομάκρυνση ορισμένων μειώθηκε στα 74 ζώα/100 εκτάρια, επίπεδο επίσης υπερβολικά υψηλό. Ο ανώροφος του δάσους συντίθεται αποκλειστικά από είδη δρυός. Η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) κυριαρχεί στον ανώροφο του δάσους, ενώ η βαλανιδιά (Quercus ithaburensis subsp. macrolepis) έχει περιορισμένη παρουσία. Στο τμήμα του δάσους που δεν βόσκονταν τα άτομα της δρυός είχαν μεν παρόμοιο μέσο ύψος με εκείνα του τμήματος που βόσκονταν, αλλά σημαντικά μεγαλύτερη στηθιαία διάμετρο και μέγεθος κόμης. Η πυκνότητα των ώριμων δένδρων ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στο τμήμα που βόσκονταν. Στο τμήμα χωρίς βόσκηση τα δέντρα ήταν πιο εύρωστα από ότι στο τμήμα που βόσκονταν. Ο ρυθμός ανανέωσης του δάσους ήταν σημαντικά χαμηλότερος στο τμήμα που βόσκεται. Έντονη ήταν η κυριαρχία του ασφόδελου (Asphodelus microcarpus) στο τμήμα που βόσκονταν, καθώς δεν καταναλώνεται από τα ζώα. Στον υπόροφο κυριαρχούσαν ο ασφόδελος και η στίπα (Stipa bromoides). Η υπερβόσκηση στο τμήμα που βόσκονταν προκάλεσε την περιορισμένη παρουσία των θάμνων και την αύξηση του πληθυσμού του ασφόδελου. Δεν υπάρχει άμεση ζημιά στα ώριμα δέντρα από τα ζώα, αλλά καθυστέρηση της αναγέννησης και σοβαρός περιορισμός του αριθμού των θάμνων και των νεαρών δρυών λόγω υπερβόσκησης. Τέλος, προτάθηκε η απομάκρυνση όλων των ζώων ή η ελαχιστοποίηση του αριθμού τους στο επίπεδο της βοσκοϊκανότητας, καθώς και ειδικά μέτρα ενίσχυσης της αναγέννησης.
Συγκριτικά στοιχεία για τη σύνθεση της ορνιθοπανίδας σε λιβάδια των περιοχών ειδικής προστασίας (SPAs) Μενοικίου όρους και Χολομώντα
Η ποικιλότητα και η κατανομή της ορνιθοπανίδας ερευνήθηκαν στις Ζώνες Ειδικής Προστασίας του Μενοικίου όρους και του όρους Χολομώντα και συγκεκριμένα σε λιβαδικά συστήματα αυτών. Η συνολική έκταση της κάθε περιοχής μελέτης ξεπερνά τα 300 τ.χλμ. Το Μενοίκιο όρος βρίσκεται μεταξύ της οροσειράς της Ροδόπης και του Παγγαίου όρους ενώ το όρος Χολομώντας βρίσκεται στο νομό Χαλκιδικής, καταλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα του. Οι καταγραφές πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι των ετών 2001 έως 2004 με τη μέθοδο των διαδρομών στο πεδίο (line transect) και με τη βοήθεια GPS, χαρτών βλάστησης, χρήσεων γης και υψομέτρου. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι η ποικιλότητα και η κατανομή των ειδών της οδηγίας 79/409, α) δεν παρουσιάζει γενικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δυο περιοχών (για τα περισσότερα είδη), β) ορισμένα είδη εμφανίζουν διαφορετική κατανομή στο Χολομώντα σε σχέση με το Μενοίκιο όταν μελετώνται παράγοντες όπως η χρήση γης και ο κατακερματισμός του ενδιαιτήματος και γ) η ανθρωπογενής όχληση επηρεάζει περισσότερο τα είδη της 79/409 που ενδιαιτώνται στο Μενοίκιο.
Έρευνα για το κυνήγι του λαγού στο νομό Έβρου
Η έρευνα αυτή αφορά τη μελέτη ενός είδους της άγριας πανίδας, του λαγού, μέσω της δραστηριότητας του κυνηγιού, αξιοποιώντας τις πληροφορίες, τις παρατηρήσεις και τις αναφορές των κυνηγών. Η συγκέντρωση των στοιχείων έγινε με τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου που απευθυνόταν στους «λαγοκυνηγούς» του νομού Έβρου και αναφερόταν στην κυνηγετική περίοδο 2003-2004. Το ερωτηματολόγιο ήταν δομημένο σε ενότητες, που σχετίζονταν με το προφίλ του «λαγοκυνηγού», την κυνηγετική κάρπωση, τις ιδιαιτερότητες αυτού του είδους κυνηγιού, τις απόψεις των «λαγοκυνηγών» και άλλα επιμέρους στοιχεία. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 149 ερωτηματολόγια. Οι περισσότεροι λαγοί θηρεύονται στις αρχές της κυνηγετικής περιόδου του λαγού. Οι λαγοκυνηγοί κυνηγούν συνήθως σε ομάδες και θεωρούν ως σημαντικότερο μέτρο για την αύξηση του πληθυσμού των λαγών τον έλεγχο του πληθυσμού των φυσικών εχθρών του. Τα αποτελέσματα της έρευνας και τα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν, θεωρούνται χρήσιμα για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και το σχεδιασμό διαχειριστικών μέτρων, για την αύξηση των πληθυσμών του λαγού και τη βελτίωση της κυνηγετικής δραστηριότητας στην Ελλάδα.
Σύγκριση της σύνθεσης της δίαιτας γιδιών, προβάτων και λαγού (Lepus europaeus) σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβάδι της βόρειας Ελλάδας
Η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων (γίδια και πρόβατα) και του λαγού εκτιμήθηκε σε ένα τυπικό Μεσογειακό λιβαδικό οικοσύστημα της κεντρικής Μακεδονίας, με τη μέθοδο της μικροϊστολογικής ανάλυσης των κοπράνων. Διερευνήθηκε επίσης ο βαθμός διαφοροποίησης της σύνθεσης της δίαιτας του λαγού στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης. Διαπιστώθηκε ότι η επικάλυψη της σύνθεσης της δίαιτας των αγροτικών ζώων και του λαγού ήταν μικρή και επομένως ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ως προς την τροφή ήταν ασήμαντος ως ανύπαρκτος. Δε διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στη σύνθεση της δίαιτας του λαγού στις επιφάνειες με διαφορετική ένταση βόσκησης εξαιτίας κυρίως της ομοιότητας της σύνθεσης της βλάστησης. Συμπερασματικά προκύπτει ότι η ταυτόχρονη χρήση των λιβαδιών από τα αγροτικά ζώα και το λαγό είναι εφικτή, όταν το ποσοστό χρησιμοποίησης της βοσκήσιμης ύλης δεν υπερβαίνει το όριο της κανονικής χρήσης.
Χαρτογράφηση της εξάπλωσης και χωρική ανάλυση του ενδιαιτήματος του λαγού (Lepus europaeus) στη Θεσσαλία
Ο λαγός (Lepus europaeus) είναι ένα από τα είδη θηλαστικών με τη μεγαλύτερη ευρύτητα εξάπλωσης στον ελληνικό χώρο. Παρόλο που στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό χώρο το είδος θεωρείται κοινό, στη χώρα μας, παρά τα σχέδια του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που υιοθετήθηκαν κατά καιρούς, ο πληθυσμός του συνεχίζει να μειώνεται σε σχέση με το παρελθόν. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η εξάπλωση του είδους στη Θεσσαλία με παρατηρήσεις πεδίου και τη χρήση δορυφορικών δεδομένων και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.). Αποσκοπεί δε στην εκτίμηση και χαρτογράφηση των επιπέδων πληθυσμιακής πυκνότητας του λαγού, καθώς και τη συσχέτιση των πληθυσμιακών δεδομένων με τους τύπους ενδιαιτήματος και κατ’επέκταση των χρήσεων γης στη Θεσσαλία. Από τη χωρική ανάλυση προέκυψε ότι, αν και το είδος συναντάται σε όλη σχεδόν τη Θεσσαλία, το κύριο μέρος της εξάπλωσής του εμπίπτει στην χαμηλή κλάση πληθυσμιακής πυκνότητας, ενώ από τη συνολική περιοχή μελέτης, μόνο σε τέσσερις περιοχές καταγράφηκε η κλάση της μέτριας πυκνότητας. Από τη χαρτογραφική απόδοση της εξάπλωσης του λαγού προέκυψε ότι τα δάση και οι θαμνώνες με διάκενα ήταν ζωτικής σημασίας ενδιαιτήματα για το είδος στην κεντρική Ελλάδα, στοιχεία απαραίτητα για άμεση χρήση στην ορθολογική διαχείριση του είδους και των ενδιαιτημάτων του.