Εθνικός Δρυμός Σουνίου: Αξιολόγηση λιβαδικών και δασικών τοπίων
Ο Εθνικός Δρυμός Σουνίου στο Ν. Αττικής είναι πολυσήμαντος τόπος με εμφανή την επίδραση του ανθρώπινου πολιτισμού. Έχει συνολική έκταση 35.000 στρ., εκ των οποίων τα 7500 στρ. είναι ο πυρήνας. Αποτελεί περιοχή του δικτύου NATURA 2000 (GR 300005). Η βλάστηση του Δρυμού είναι τυπική μεσογειακή με κυριαρχία θαμνώνων αειφύλλων πλατυφύλλων και παραθαλάσσιων κωνοφόρων. Η γειτνίαση με την Αθήνα, μεγάλο αστικό κέντρο, δύναται να αποτελέσει απειλή για το τοπίο της περιοχής και τα υπάρχοντα οικοσυστήματα. Στην παρούσα έρευνα μελετήθηκε το ύψος της προσφοράς της περιοχής στον τουρισμό και στην αναψυχή με στόχο την αειφορική ανάπτυξη. Για το σκοπό αυτό έγινε ανάλυση του τοπίου με βάση το σύστημα οπτικής διαχείρισης του Υπουργείου Γεωργίας των Η.Π.Α και υπολογίστηκαν οι οπτικοί ποιοτικοί στόχοι σε τρεις λιβαδικές και δύο δασικές εκτάσεις. Αναγνωρίστηκαν πέντε συστήματα τοπίου, τα οποία κρίθηκαν σημαντικά όσον αφορά τα διάφορα οικολογικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και λοιπά χαρακτηριστικά τους. Στα περισσότερα συστήματα τοπίου, ο οπτικός ποιοτικός στόχος είναι διατήρηση – μερική διατήρηση, γεγονός που υποδεικνύει ότι οι ενδεχόμενες επεμβάσεις πρέπει να είναι συμβατές με το χαρακτήρα του τοπίου.
Κτηνοτροφία και ερημοποίηση στο όρος Ψηλορείτης της Κρήτης
Η υποβάθμιση των λιβαδιών στο ορεινό συγκρότημα του Ψηλορείτη της Κρήτης είναι συνάρτηση διαφόρων παραγόντων, τόσο φυσικών-περιβαλλοντικών όσο και ανθρωπογενών. Βασικά αίτια της οπισθοδρομικής εξέλιξης της βλάστησης που παρατηρείται στην περιοχή αποτελούν οι πυρκαγιές, οι οποίες εφαρμόζονται από τους ποιμένες για τον έλεγχο της ανεπιθύμητης βλάστησης στα βόσκοντα ζώα, οι λαθροϋλοτομίες και ιδιαίτερα η αλόγιστη βόσκηση. Οι πρακτικές αυτές μειώνουν το παραγωγικό δυναμικό του εδάφους, συντείνουν στην αποδυνάμωση της βλάστησης και επιταχύνουν τη διάβρωση. Με τη μακροχρόνια δράση τους, το περιβάλλον υποβαθμίζεται και καθίσταται ακατάλληλο για τη δραστηριότητα και επιβίωση πολλών ζώντων οργανισμών, με τα οικοσυστήματα μακροπρόθεσμα να υφίστανται μεταβολές στη δομή τους, στη σύνθεση της βλάστησης και στην ποικιλότητα της χλωρίδας και της πανίδας. Στην εργασία αυτή γίνεται ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για τις σχέσεις μεταξύ κτηνοτροφίας και ερημοποίησης στα λιβαδικά οικοσυστήματα του ορεινού συγκροτήματος Ψηλορείτη της Κρήτης. Από την ανασκόπηση προκύπτει ότι αποτέλεσμα των διεργασιών της ερημοποίησης αποτελεί η σταδιακή ομογενοποίηση του τοπίου, η μείωση της βιοποικιλότητας και η βαθμιαία αντικατάσταση της δενδρώδους και σκληρόφυλλης βλάστησης από φρύγανα, τα οποία είναι ακατάλληλα για βόσκηση από τα ζώα. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, γίνονται προτάσεις για την ορθολογική εφαρμογή της βόσκησης στον Ψηλορείτη, προκειμένου να προστατευτούν τα λιβάδια αλλά και να αναπτυχθεί η κτηνοτροφία.
Εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε λιβαδικές εκτάσεις με βάση το δείκτη ESAI
Στόχος της έρευνας αυτής ήταν η εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης σε βοσκόμενες δασικές εκτάσεις που βασίζεται στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών με την εφαρμογή ενός απλοποιημένου μοντέλου. Για τους σκοπούς της έρευνας επιλέχτηκαν 7 Δημοτικά Διαμερίσματα (Κολχικό, Λοφίσκος, Κρυονέρι, Αρδαμέριο, Βόλβη, Στεφανινά και Απολλωνία) της επαρχίας Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Το μοντέλο που αναπτύχθηκε ήταν μια απλοποιημένη προσαρμογή του δείκτη ESAI (Environmentally Sensitive Area’s Ιndex) για τον καθορισμό των Περιβαλλοντικά Ευαίσθητων Περιοχών (ΠΕΠ), που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος MEDALUS. Για την εκτίμηση του δείκτη αυτού έγινε συνδυασμός διαφόρων μεταβλητών που αφορούσαν το έδαφος, τη βλάστηση, το κλίμα και τη διαχείριση. Με βάση το δείκτη ESAI, οι περιοχές διακριθήκαν σε κρίσιμες, ευαίσθητες, δυνητικές και μη απειλούμενες, όσον αφορά την ερημοποίηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πάνω από το 70% της περιοχής έρευνας ταξινομείται στην κρίσιμη κατηγορία, ακολουθούν οι ευαίσθητες με 23,2%, ενώ οι δυνητικές και οι μη απειλούμενες περιοχές είναι πολύ περιορισμένες. Συμπεραίνεται ότι ο δείκτης ESAI αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη εκτίμησης του κινδύνου ερημοποίησης. Η κτηνοτροφική δραστηριότητα μπορεί να οδηγήσει στην ερημοποίηση, όταν συνηγορούν άλλες φυσικές παράμετροι, όπως το έδαφος, η βλάστηση και το κλίμα.
Κτηνοτροφία και ερημοποίηση στην περιοχή της Μεσογείου
Στην Ελλάδα όπως και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, η υποβάθμιση του εδάφους προκαλείται κυρίως από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και μεγάλο ποσοστό των λιβαδικών εκτάσεων είναι μέτρια έως πολύ ερημοποιημένες. Η έλλειψη ορθολογικής διαχείρισης των λιβαδικών εκτάσεων μπορεί να προκαλέσει την υποβάθμιση τους. Ο μεγάλος αριθμός των βοσκόντων ζώων, σε συνδυασμό με τα κενά του νομικού καθεστώτος αναδεικνύει την υπερβόσκηση σε έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες μείωσης της φυτοκάλυψης και διάβρωσης του εδάφους. Τα αποτελέσματα της υπερβόσκησης περαιτέρω ενισχύονται από τις πυρκαγιές που, είτε είναι τυχαίες είτε προκαλούνται από τους κτηνοτρόφους, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την ανεπιθύμητη ξυλώδη βλάστηση. Η εργασία αυτή αποτελεί μια σύντομη ανασκόπηση της κυριότερης βιβλιογραφίας για τη σχέση της κτηνοτροφίας με την ερημοποίηση στην περιοχή της Μεσογείου και εξετάζει τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η κτηνοτροφία μπορεί να αποτελέσει αειφορική οικολογική και οικονομική δραστηριότητα και όχι αίτιο υποβάθμισης των λιβαδικών οικοσυστημάτων.
Το πρόβλημα της ασύδοτης βόσκησης στο νομό Δωδεκανήσου
Στο νομό Δωδεκανήσου έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο πρόβλημα σε βάρος των δασικών οικοσυστημάτων, λόγω της έντονης βόσκησης, που ασκείται ανεξέλεγκτα από τα κοπάδια των αιγοπροβάτων. Η υποβάθμιση των δασικών οικοσυστημάτων και γενικότερα του φυσικού περιβάλλοντος είναι πλέον φανερά αισθητή. Την καταστροφή της ποώδους και θαμνώδους βλάστησης ακολουθεί η καταστροφή του εδάφους. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε την δεκαετία 1982-1992, λόγω των έντονων δασικών πυρκαϊών και της υποχρέωσης της πολιτείας να κηρύξει τις καμένες εκτάσεις αναδασωτέες και να απαγορεύσει τη βόσκηση εντός αυτών. Έτσι οι διαθέσιμες για βόσκηση εκτάσεις ελαττώθηκαν. Όμως αντί να ελαττωθεί ανάλογα και ο αριθμός των αιγοπροβάτων, αυξήθηκε σημαντικά, με τη βοήθεια των κρατικών και κοινοτικών επιδοτήσεων. Σκοπός αυτής της εισήγησης είναι να παρουσιάσει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί και να προτείνει λύσεις ώστε να βοηθήσει την υπηρεσιακή και πολιτική ηγεσία να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για να αναστραφεί η σημερινή κατάσταση και να βοηθηθούν τα φυσικά οικοσυστήματα να ανακάμψουν και να επανέλθουν στην κανονική τους μορφή. Από την εργασία προέκυψε ότι ο αριθμός των βοσκόντων ζώων είναι πολύ μεγαλύτερος από την βοσκοϊκανότητα της κάθε νήσου. Για την επίλυση του προβλήματος στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης, θα πρέπει να ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα, όπως η μείωση του αριθμού των βοσκόντων ζώων, η εσταυλισμένη κτηνοτροφία, η βελτίωση των βοσκοτόπων, η διαχείριση της βόσκησης, κ.λ.π.