Παρουσίαση διαχειριστικού σχεδίου ορεινού όγκου Αστερουσίων
Το διαχειριστικό σχέδιο για τον ορεινό όγκο Αστερουσίων εκπονήθηκε από τη Δ/νση Δασών Περιφέρειας Κρήτης και τη Δ/νση Δασών Ν. Ηρακλείου στα πλαίσια του πρόγραμματος LIFE 02NAT/GR/8492 με τίτλο «Δράσεις Προστασίας για τον Γυπαετό και τη Βιοποικιλότητα στην Κρήτη». Περιοχή μελέτης αποτέλεσε η Ζώνη Ειδικής Προστασίας (SPA) των Ανατολικών Αστερουσίων (κωδικός GR 4310008) και εκπονήθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες θεσμοθετημένες προδιαγραφές για την εκτατική κτηνοτροφία και τις παραδοσιακές καλλιέργειες. Η εφαρμογή του διαχειριστικού σχεδίου αποσκοπεί στην αλλαγή των εφαρμοζόμενων μεθόδων της τοπικής αγροτικής πρακτικής, ώστε να είναι εφικτή η διατήρηση και προστασία των ειδών προτεραιότητας (γυπαετός,
αρπακτικά πουλιά) και των ενδιαιτημάτων τους. Σημείο αναφοράς αποτελεί η μειωμένη διαθεσιμότητα τροφής για την ορνιθοπανίδα εξαιτίας των υφιστάμενων μεθόδων γεωργίας και κτηνοτροφίας. Το διαχειριστικό σχέδιο περιλαμβάνει τις εξής θεματικές ενότητες: (α) περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης της περιοχής μελέτης (γενικές πληροφορίες, αβιοτικό και βιοτικό περιβάλλον και κοινωνικά, δημογραφικά και οικονομικά στοιχεία), (β) ανάλυση των διαχειριστικών δεδομένων (δασοπονία, γεωργία και κτηνοτροφία), (γ) αξιολόγηση των συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή μελέτης (δασοπονικών-λιβαδικών παραμέτρων, φυτικής και ζωικής παραγωγής, αλιείας και δευτερογενή τομέα), (δ) προτάσεις διαχείρισης δασικών, λιβαδικών οικοσυστημάτων και υδάτινων πόρων και προτάσεις δασικής αναψυχής, οικοτουριστικής ανάπτυξης, ευαισθητοποίησης και συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας και, (ε) νομικό πλαίσιο.
Προτεινόμενα διαχειριστικά μέτρα στην προστατευόμενη περιοχή Αστερουσίων: προβλήματα και προοπτικές
Στην εργασία αυτή παρουσιάζονται τα μέτρα διαχείρισης που προτείνονται στο «Διαχειριστικό Σχέδιο Ορεινού Όγκου Αστερουσίων», το οποίο εκπονήθηκε το 2004 από τις Δ/νσεις Δασών Ηρακλείου και Περιφέρειας Κρήτης. Η εφαρμογή του αποσκοπεί στη διατήρηση και προστασία των ειδών προτεραιότητας και των ενδιαιτημάτων τους. Στο Διαχειριστικό Σχέδιο γίνεται αναλυτική περιγραφή της υφιστάμενης κατάστασης, με παραμέτρους όπως η γεωγραφική θέση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς και αναλύονται οι συνθήκες του βιοτικού, αβιοτικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Στη συνέχεια αξιολογούνται τόσο η υφιστάμενη κατάσταση, όσο και οι προοπτικές
ανάπτυξης της ορεινής περιοχής και επεξηγούνται τα προβλήματα που δρουν ανασταλτικά στην εφαρμογή των μέτρων. Οι προτάσεις εξειδικεύονται κατά κατηγορίες δράσεων και τεκμηριώνεται η σκοπιμότητά τους. Τα παραπάνω μέτρα συνιστούν τους κατευθυντήριους άξονες για την προστασία και ανάπτυξη του χώρου και διακρίνονται σε: 1. βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δράσεις για τα δασικά οικοσυστήματα, 2. μέτρα βελτίωσης των λιβαδικών οικοσυστημάτων, 3. δράσεις δασικής αναψυχής, προώθησης του οικοτουρισμού και ευαισθητοποίησης – κατάρτισης του πληθυσμού και 4. έργα υδρονομικής διευθέτησης.
Διάκριση σε οικολογικές ομάδες και διαχείριση των φρυγανικών οικοσυστημάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στα οικοσυστήματα των μέσων υψομέτρων των Λευκών Ορέων
Oι οικολογικές μέθοδοι ταξινόμησης των φυσικών οικοσυστημάτων βασίζονται στο συνδυασμό και τη συνακόλουθη ομαδοποίηση βασικών οικολογικών παραμέτρων (φυσιογραφία, γεωμορφολογία, τοπογραφία, έδαφος, βλάστηση) σε μία περιοχή, με την καταγραφή των παραμέτρων αυτών, στις ίδιες θέσεις. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής στα φρυγανικά οικοσυστήματα των μέσων υψομέτρων των Λευκών Ορέων απέδωσε 11 οικοσταθμικούς τύπους που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα βλαστητικά και εδαφικά χαρακτηριστικά. Οι οικοσταθμικοί αυτοί τύποι περιγράφουν ένα εύρος θέσεων, από πολύ βαθειά εδάφη σε εγκαταλειμμένους αναβαθμούς των βόρειων εκθέσεων, όπου η βλάστηση χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία της οικολογικής ομάδας της Ononis spinosa, έως τις ξηρότερες θέσεις των νότιων εκθέσεων, με έντονη παρουσία του μητρικού ασβεστολιθικού πετρώματος στην επιφάνεια, στις ρωγμές του οποίου εισχωρεί το εδαφικό υλικό, που χαρακτηρίζονται από την έντονη παρουσία της οικολογικής ομάδας της Teucrium alpestre. Η ταξινόμηση και η συνακόλουθη χαρτογράφηση των φρυγανικών οικοσυστημάτων με αυτή τη μέθοδο μπορεί να ενσωματώσει πλήθος πληροφοριών και να αποτελέσει βάση για την ορθολογική διαχείριση αυτών.
Επιδράσεις της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών στην παραγωγή των λιβαδιών του όρους Ψηλορείτη
Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η συνδυασμένη επίδραση της υπερβόσκησης και των πυρκαγιών σε φρυγανολίβαδα και σε ποολίβαδα. Η έρευνα έγινε την 3ετία 1996-1998 και περιέλαβε τη μέτρηση της υπέργειας βιομάζας σε 30 αντιπροσωπευτικές θέσεις των λιβαδικών εκτάσεων του Ψηλορείτη στο τέλος της αυξητικής περιόδου. Στα φρυγανολίβαδα, η υπερβόσκηση ευνόησε τα φρύγανα σε βάρος της ποώδους βλάστησης. Όταν όμως συνδυάστηκε με πυρκαγιές, μειώθηκε σημαντικά τόσο η ξυλώδης, όσο και η ποώδης βλάστηση. Αντίθετα στα ποολίβαδα, η υπερβόσκηση επηρέασε αρνητικά τόσο τα ποώδη όσο και τα ξυλώδη φυτά, προφανώς γιατί τα τελευταία ήταν επιθυμητά στα ζώα, σε αντίθεση με τα ξυλώδη είδη των φρυγανολίβαδων, τα οποία είναι ανεπιθύμητα. Συμπεραίνεται ότι δυσμενείς επιδράσεις στη λιβαδική παραγωγή προκαλούνται στα μεν ποολίβαδα μόνο με την υπερβόσκηση, ενώ στα φρυγανολίβαδα, όταν η υπερβόσκηση συνδυάζεται και με τις πυρκαγιές.
Συστήματα εκτροφής των προβάτων και των αιγών στην Κρήτη και υπερβόσκηση
Οι βοσκότοποι σε ορισμένες ορεινές περιοχές της Κρήτης αντιμετωπίζουν σημαντικό πρόβλημα υπερβόσκησης. Πρόβλημα υπάρχει σε περιοχές που εφαρμόζονται διαφορετικά συστήματα εκτροφής των προβάτων και των αιγών και οι εδαφοκλιματολιγικές συνθήκες είναι διαφορετικές. Τα αποτελέσματα της εργασίας για τις αιτίες του προβλήματος της υπερβόσκησης, είναι τα παρακάτω. Ο αριθμός των ζώων σε ορισμένες, κυρίως ορεινές περιοχές είναι μεγαλύτερος από την βοσκοϊκανότητα των περιοχών γεγονός που σε συνδυασμό με την λανθασμένη διαχείριση των εκτροφών, την απουσία εφαρμογής ορθολογικής διατροφής, την χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων συμπυκνωμένων ζωοτροφών και την απουσία συστημάτων διαχείρισης των βοσκοτόπων οδηγούν στη δημιουργία έντονου προβλήματος υπερβόσκησης. Αντίθετα σε άλλες περιοχές, ενώ η πυκνότητα βόσκησης κυμαίνεται σε κανονικά επίπεδα, η λανθασμένη διαχείριση των εκτροφών, η μη ορθολογική διατροφή και η μη εφαρμογή συστημάτων διαχείρισης των βοσκοτόπων οδηγούν επίσης στη δημιουργία υπερβόσκησης. Τα προβλήματα υπερβόσκησης δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται από λάθη στη διαχείριση των ζώων και του περιβάλλοντος που ζουν. Η εγκατάλειψη των παραδοσιακών συστημάτων εκτροφής και η κατάργηση των κανόνων και των συνθηκών που εφαρμόζονταν στην βόσκηση, στις εκτατικού τύπου εκτροφές αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες της υπερβόσκησης.