Είδη της οικογένειας Leguminosae των δασικών φυτοκοινωνιών της ΒΑ Ελλάδας
Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται ο χλωριδικός κατάλογος των taxa της οικογένειας Leguminosae, που εμφανίζονται στις δασικές φυτοκοινωνίες της ΒΑ Ελλάδας. Η ΒΑ Ελλάδα παρουσιάζει μια σημαντική ποικιλότητα από δασικά ενδιαιτήματα, καθώς περιλαμβάνει χαρακτηριστικούς τύπους ενδιαιτημάτων της κεντρικής Ευρώπης (π.χ. δάση με Picea abies, Betula pendula, Alnus incana) έως τυπικά μεσογειακά δάση, όπως δάση και θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων και δάση παραθαλάσσιων κωνοφόρων (Pinus halepensis ssp. halepensis, Pinus halepensis ssp. brutia). Ο χλωριδικός κατάλογος βασίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του σε βιβλιογραφικά δεδομένα (χλωριδικές και φυτοκοινωνιολογικές μελέτες που αφορούν την περιοχή έρευνας), αλλά επιπλέον εμπλουτίσθηκε και με πρωτογενή δεδομένα που συλλέχθηκαν κατά την εαρινή και καλοκαιρινή περίοδο του 2005. Για κάθε taxon του χλωριδικού καταλόγου παρουσιάζονται οι τύποι ενδιαιτημάτων και οι περιοχές στις οποίες εμφανίζεται. Από την ανάλυση των δεδομένων του χλωριδικού καταλόγου προκύπτει ότι οι θαμνώνες αειφύλλων πλατυφύλλων (maquis και πρινώνες) εμφανίζονται ως ο πλουσιότερος τύπος ενδιατήματος σε taxa της οικογένειας Leguminosae, ενώ ως ο φτωχότερος εμφανίζεται τα δάση της ζώνης των ψυχρόβιων κωνοφόρων (δάση με Picea abies, Pinus sylvestris). Ως πλουσιότερες περιοχές εμφανίζονται αυτές της Χαλκιδικής και του Χορτιάτη, γεγονός όμως που πιθανώς θα πρέπει να αποδοθεί στο ότι τα δεδομένα που υπάρχουν για τις δύο παραπάνω περιοχές είναι πλουσιότερα και αφορούν μια μεγαλύτερη ποικιλότητα δασικών ενδιαιτημάτων.
Βιοτική, οικολογική και χωρολογική ανάλυση των εκπρόσωπων του γένους Trifolium στην Ελλάδα
Τα φυτά του γένους Trifolium είναι παγκοσμίως από τα σημαντικότερα λιβαδοπονικά φυτά. Η σημασία τους προκύπτει τόσο από τον οικονομικό τους ρόλο, καθώς αποτελούν τις σημαντικότερες πηγές πρωτεΐνης για τα άγρια και τα αγροτικά ζώα, όσο και από τον οικολογικό τους ρόλο, καθώς μεταξύ άλλων αποτελούν αζωτοδεσμευτικά φυτά και ασκούν ευεργετική επίδραση στις ιδιότητες των εδαφών. Στην ελληνική χλωρίδα είναι παρόντα 109 από τα 250 περίπου taxa του γένους,. Πληροφορίες σχετικά με τα taxa βρίσκονται σε σχετική εργασία του παρόντος τόμου. Η παρούσα εργασία, ως συνέχεια της προαναφερόμενης, έχει ως αντικειμενικούς σκοπούς την κατάταξη των 109 taxa σε α) κλάσεις διάρκειας ζωής, β) βιοτικούς τύπους, και γ) κλάσεις χωρολογικής προέλευσης. Η προσπάθεια αυτή στηρίχτηκε στη συγκέντρωση και αξιοποίηση σχετικών πληροφοριών των πολλών υπαρχόντων βιβλιογραφικών αναφορών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τα 109 taxa (92 είδη, 16 υποείδη, 1 υβρίδιο) του γένους Trifolium που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα τα 6 είναι Ελληνικά ενδημικά. Το 72% του συνόλου των taxa είναι ετήσια θερόφυτα. Στην πλειοψηφία τους (64%) τα taxa χαρακτηρίζονται ως Μεσογειακά. Τα παραπάνω στοιχεία καθιστούν την Ελλάδα ως ένα σημαντικό κέντρο εξάπλωσης των εκπροσώπων του Trifolium παγκοσμίως, και ως εκ τούτου μία χώρα κατεξοχήν πλούσια σε γενετικό απόθεμα αυτών.
Εποχιακή μεταβολή της υδραυλικής αντίστασης υπό περιορισμένη υδατική δίαιτα στον αγωγό ιστό του Melilotus officinalis L.
Τα επαπειλούμενα φαινόμενα ξηρασίας στη Μεσογειακή ζώνη καθιστούν επιτακτική την ανάγκη μελέτης οικοφυσιολογικών μηχανισμών αντοχής στο υδατικό έλλειμμα σε λιβαδικά είδη. Προς την κατεύθυνση αυτή μετρήθηκαν ορισμένες υδροδυναμικές (υδατικό δυναμικό, σχετικό υδατικό περιεχόμενο) και φυσιολογικές παράμετροι (στοματική αγωγιμότητα, διαπνοή) ενώ παράλληλα υπολογίστηκε η εποχιακή μεταβολή της υδραυλικής αντίστασης σε φυτά του είδους Melilotus officinalis (L.) κάτω από διαφορετική υδατική δίαιτα (επαρκώς ποτισμένα και υδατικώς καταπονημένα φυτά). Τα αποτελέσματα εισηγούνται ότι τα επαρκώς ποτισμένα φυτά εμφανίζουν υψηλή υδραυλική αντίσταση, αποδιδόμενη πιθανόν στην προσπάθεια εξοικονόμησης του εδαφικού νερού κατά την ξηρή περίοδο. Αντιθέτως τα υδατικώς καταπονημένα φυτά φαίνεται πως διατηρούν τη διαπνευστική ροή μέσω λιγότερο ευαίσθητης στοματικής συσκευής, καταδεικνύοντας υψηλότερη ικανότητα μεταφοράς νερού στο σύστημα έδαφος – φυτό – ατμόσφαιρα, προσδίδοντας στο είδος μία ικανότητα φαινοτυπικής πλαστικότητας.
Οικοσυστημική απόκριση Μεσογειακών ποολίβαδων στην κυριαρχία του βιολογικού εισβολέα Oxalis pes-caprae L.
Ένας από τους πιο απειλητικούς βιολογικούς εισβολείς των Μεσογειακού-τύπου οικοσυστημάτων είναι το ξενικό φυτικό είδος Oxalis pes-caprae L., το οποίο προέρχεται από τη Νότια Αφρική. Η συγκεκριμένη έρευνα εστιάζεται στη μελέτη της οικοσυστημικής απόκρισης της ποώδους βλάστησης σε υπόροφο ελαιώνων της ΝΑ Λέσβου σε φαινόμενα κυριαρχίας του βιολογικού εισβολέα. Επιλέχθηκαν 30 και 28 σταθμοί πειραματισμού για τα έτη 2004 και 2005, αντίστοιχα. Κάθε σταθμός πειραματισμού συγκροτείται από ένα ζεύγος επιφανειών: την επιφάνεια αναφοράς και την επιφάνεια εισβολής. Ο βιολογικός εισβολέας O. pes-caprae απουσίαζε από την επιφάνεια αναφοράς, ενώ παρουσίαζε έντονες τάσεις κυριαρχίας στην επιφάνεια εισβολής. Σε κάθε ζεύγος επιφανειών εκτιμήθηκε η παραγωγή ολικής (υπέργειας και υπόγειας) βιομάζας, καθώς και η παραγωγή υπέργειας βιομάζας σε επίπεδο λειτουργικών ομάδων (αγρωστώδη, ψυχανθή, μη-ψυχανθή ποώδη και βιολογικός εισβολέας). Η κυριαρχία του βιολογικού εισβολέα O. pes-caprae προκάλεσε έντονη μείωση της υπέργειας βιομάζας και για τα δύο έτη πειραματισμού, ενώ η υπόγεια βιομάζα παρουσίασε σημαντικότερη αύξηση, συμβάλλοντας καθοριστικά στην αντίστοιχη αύξηση στην παραγωγή της ολικής βιομάζας στις επιφάνειες εισβολής για το έτος 2005.
Επίδραση κοπής και καύσης στη βλάστηση βοσκόμενων υγρολίβαδων στη λίμνη Άγρα
Η επέκταση του καλαμιού (Phragmites australis) σε βάρος των υγρών λιβαδιών αποτελεί μία από τις σημαντικότερες απειλές για την ορνιθοπανίδα, ενώ μειώνει την επιφάνεια των υγρολίβαδων με αποτέλεσμα την αύξηση της βοσκοφόρτωσης. Στην εργασία αυτή μελετήθηκε η επίδραση κοπής της βλάστησης και καύσης σε συνδυασμό με βόσκηση για τη βελτίωση των υγρολίβαδων της λίμνης Άγρα. Συγκεκριμένα εφαρμόστηκε μηχανική κοπή του καλαμιώνα με φορητό θαμνοκόπτη και ταυτόχρονα τοποθετήθηκαν ζεύγη πειραματικών επιφανειών μεγέθους 3×3 μ. κάθε μία προστατευμένων και μη από τη βόσκηση. Η καύση προκλήθηκε από πυρκαγιά σε επιφάνειες που καλύπτονταν από τα είδη Cladium mariscus, Juncus efuscus, Cirsium palustre και Carex davalliana. Μετρήθηκαν η κάλυψη, η σύνθεση της βλάστησης, η παραγωγή και το ποσοστό χρησιμοποίησης και για τα πρώτα δύο έτη μετά την εφαρμογή των χειρισμών. Τα αγρωστώδη κατά μέσο όρο κάλυπταν το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής επιφάνειας και στους δύο χειρισμούς. Η κοπή μείωσε τα ελόφυτα και ευνόησε την αύξηση της υπέργειας παραγωγής των αγρωστωδών και πλατύφυλλων ποών. Η καύση, αντίθετα, προκάλεσε εντονότερη μείωση της υπέργειας βλάστησης. Ο συνδυασμός των δύο χειρισμών με τη βόσκηση συνετέλεσε στον έλεγχο των ελοφύτων, ιδιαίτερα του καλαμιού.