Δυνατότητες αξιοποίησης του προγράμματος απογραφής βοσκοτόπων στη διαχείριση των λιβαδιών της Περιφέρειας Ηπείρου
Τα λιβάδια της Ηπείρου αποτελούν το 50% και πλέον της συνολικής επιφάνειας. Η ορθολογική διαχείριση των εκτάσεων αυτών προϋποθέτει την απογραφή και την ταξινόμησή τους σε διάφορες κατηγορίες προκειμένου να αξιολογηθεί το παραγωγικό τους δυναμικό. Προκαταρκτική απογραφή των λιβαδιών της Ηπείρου έγινε με τη βοήθεια ορθοφωτοχαρτών και με την ανάλυση δορυφορικής εικόνας που καλύπτει την παραπάνω περιοχή. Οι κατηγορίες που περιελήφθησαν στις παραπάνω εκτάσεις ήταν τα ποολίβαδα και τα φρυγανολίβαδα (Π, Φ)), οι θαμνότοποι (Θ, Θφ), οι δασικοί τόποι με συγκόμωση 10-40% και κλάση όγκου 0-100 κ.μ. ανά εκτάριο (μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις) και οι εγκαταλειμμένοι αγροί (Εγ). Κάθε μονάδα απογραφής κατατάχθηκε σε τύπους λιβαδικής βλάστησης, ποιότητες τόπου, κλάσεις λιβαδικής κατάστασης και υψομετρικές ζώνες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των λιβαδιών της Ηπείρου απαντά στην ορεινή ζώνη (>800 μ.), έχει μέτρια λιβαδική κατάσταση, ενώ αντίθετα οι εκτάσεις της χαμηλής και ημιορεινής ζώνης υπερβόσκονται. Η πλήρης απογραφή των βοσκήσιμων πόρων στην Περιφέρεια της Ηπείρου σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση των Γ.Σ.Π. θα δώσει τη δυνατότητα για διαχρονική ενημέρωση και διαχείριση των εκτάσεων αυτών προς όφελος της κτηνοτροφίας, αλλά και καλύτερη προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
Οι προβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων – πρώτες εκτιμήσεις κατά τα τελευταία δυο έτη
Η Ήπειρος είναι η πιο ορεινή απ’ όλα τα διοικητικά διαμερίσματα της Ελληνικής επικράτειας (76% ορεινή, 14% ημιορεινή, 10% πεδινή), και αποτελεί μια από τις φτωχότερες και προβληματικότερες περιοχές της χώρας. Χαρακτηρίζεται από ιδιόμορφες κλιματικές συνθήκες, στη διαμόρφωση των οποίων συντελούν ο ορεινός χαρακτήρας της, η γειτνίαση με την θάλασσα στα νοτιοδυτικά και η οροσειρά της Πίνδου στα ανατολικά με το μεγάλο της υψόμετρο (Σούλης 1994). Η εκτροφή προβάτων και αιγών αποτελεί τον καλύτερο αλλά και μοναδικό ίσως τρόπο αξιοποίησης των ορεινών, φτωχών βοσκοτόπων της Ηπείρου λόγω της καλής προσαρμογής τους στις γεωμορφολογικές, κλιματικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής.
Διαχείριση ασφακώνων στην Ήπειρο: Το πρόβλημα των πυρκαγιών
Στην εργασία αυτή αναλύεται το πρόβλημα της διαχείρισης των ασφακώνων και ιδιαίτερα των πυρκαγιών που προκαλούνται από τους ίδιους τους κτηνοτρόφους για τη βελτίωσή τους. Διατυπώνεται η άποψη ότι η ασφάκα, που είναι το κυρίαρχο είδος των ασφακώνων, χρειάζεται καταπολέμηση, επειδή είναι ανεπιθύμητη στα ζώα και για το σκοπό αυτό μπορούν να εφαρμοστούν διάφοροι μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένης και της ελεγχόμενης καύσης. Για να εφαρμοστεί όμως η τελευταία θα πρέπει να υπάρξουν ορισμένες προϋποθέσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η νομιμοποίηση της με κατάλληλη νομοθετική ρύθμιση. Τέλος τονίζεται η ανάγκη σύνταξης οριστικών μελετών βελτίωσης και διαχείρισης προκειμένου να εξασφαλιστεί η ορθολογική αξιοποίηση των ασφακώνων.
Λιβαδοπονία στην Ήπειρο: Η παρούσα κατάσταση και τα προβλήματά της
Η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου αποτελεί μια κατ΄ εξοχή κτηνοτροφική περιοχή της Ελλάδας και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, από το σύνολο των 920.320 περίπου Ha της συνολικής της έκτασης, περισσότερα από τα μισά (475.220 Ha) να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι. Το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων αυτών βρίσκεται στην ορεινή οικολογική ζώνη (364.700 Ha). Η έλλειψη ολοκληρωμένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης απογραφής των βοσκήσιμων εκτάσεων οδηγεί στην αδυναμία καταγραφής της παραγωγικότητας και της εν γένει λιβαδικής κατάστασης και δικαιολογεί την απουσία ορθολογικού περιφερειακού σχεδιασμού των υφιστάμενων λιβαδικών οικοσυστημάτων. Αφαιρεί επίσης, από τους γεωτεχνικούς επιστήμονες τη δυνατότητα προσανατολισμού και χάραξης, μέσω της ορθολογικής βόσκησης, καταλλήλων συνθηκών άσκησης της κτηνοτροφίας, προς όφελος των οικοσυστημάτων, της διατήρησης της βιοποικιλότητας, της προστασίας των δασών και του ελέγχου των πυρκαγιών. Αποστερεί, τέλος, την δυνατότητα προγραμματισμού των εκτελούμενων έργων, με συνέπεια, παρά την πληθώρα των εκτελεσθέντων έργων, οι πιστώσεις που διατέθηκαν και συνεχίζουν να διατίθενται να θεωρούνται ως μη παραγωγικές.
Μισός αιώνας λιβαδοπονίας στην Ελλάδα: Συμπεράσματα και προοπτικές
Η λιβαδοπονία άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα από το Υπουργείο Γεωργίας το 1951 ως βελτίωση βοσκοτόπων” και το 2000 συμπληρώνει 50 έτη ζωής. Η λιβαδοπονική εκπαίδευση άρχισε στο Τμήμα Δασολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1961, ενώ το 1963 ιδρύθηκε ο Σταθμός Δασικών Ερευνών Μακεδονίας – Θράκης στη Θεσσαλονίκη με ειδικό τμήμα λιβαδιών. Το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών της Λάρισας ιδρύθηκε προπολεμικά, αλλά το 1977 περιέλαβε στα ερευνητικά του αντικείμενα και τη λιβαδοπονία. Τέλος, το 1992 ιδρύθηκε η Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία από γεωτεχνικούς επιστήμονες ειδικευμένους στα λιβάδια και λειμώνες, η οποία οργάνωσε μέχρι το 2000 δύο πανελλήνια λιβαδοπονικά συνέδρια. Κατά τη διάρκεια της 50ετίας, η λιβαδοπονία αποτέλεσε μέρος των δραστηριοτήτων του Υπουργείου Γεωργίας, αλλά ουδέποτε απέκτησε προτεραιότητα σε σχέση με άλλες, περισσότερο παραγωγικές δραστηριότητες, όπως είναι η φυτική παραγωγή και η ξυλοπονία. Παρά τις πολλές και αναμφισβήτητα φιλότιμες προσπάθειες που έγιναν για την ορθολογική αξιοποίηση των λιβαδικών εκτάσεων κατά τη διάρκεια της 50ετίας, εντούτοις τα λιβάδια συνεχίζουν ακόμα να χρησιμοποιούνται αλόγιστα. Οι προοπτικές τους για το νέο αιώνα είναι ευοίωνες, γιατί αρχίζουν να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για το φυσικό περιβάλλον, καθώς και για τη βιολογική κτηνοτροφία, οπότε οι προσπάθειες για την προστασία και ορθολογική του διαχείριση θα πρέπει να συνεχιστούν και να ενταθούν.