Ποικιλότητα βλάστησης λιβαδικών οικοτόπων στα Πιέρια όρη
Για την πληρέστερη κατανόηση και την ορθότερη διαχείριση των λιβαδικών οικοσυστημάτων είναι απαραίτητη τόσο η καταγραφή της χλωρίδας τους, όσο και ο προσδιορισμός της ποικιλότητας της βλάστησής τους. Τα παραπάνω έχουν ιδιαίτερη σημασία σε λιβαδικούς οικοτόπους του δικτύου NATURA 2000, οι οποίοι πρόκειται να τεθούν σε καθεστώς ειδικής προστασίας. Το πρόβλημα αυτό μελετήθηκε στους λιβαδικούς οικοτόπους της ορεινής και υπαλπικής ζώνης των Πιερίων ορέων, οι οποίοι μέχρι σήμερα έχουν ελάχιστα μελετηθεί. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα αποτελέσματα διακρίθηκαν δυο λιβαδικοί οικότοποι: χλοώδεις διαπλάσεις με Nardus ποικίλων ειδών σε πυριτιούχα υποστρώματα των ορεινών ζωνών και υπο- ηπειρωτικοί στεπόμορφοι λειμώνες. Για την καταγραφή της ποικιλότητας ελήφθησαν δεδομένα τόσο του πλούτου των ειδών, όσο και της αφθονίας τους, τα οποία επεξεργάστηκαν με το δείκτη ποικιλότητας των Shannon-Weiner. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ποικιλότητα στους υπο-ηπειρωτικούς στεπόμορφους λειμώνες ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τις χλοώδεις διαπλάσεις του Nardus. Ανάλογες διαφορές διαπιστώθηκαν και στην ποικιλότητα των ετησίων φυτών. Τέλος μελετήθηκε η ποικιλότητα των σημαντικότερων οικογενειών στους δύο οικοτόπους.
Φυτοπαρασιτικά και αρπακτικά ακάρεα των Quercus spp. στην Ελλάδα
Η εργασία αυτή αναφέρεται στα φυτοπαρασιτικά και αρπακτικά ακάρεα που απαντούν σε είδη του γένους Quercus στην Ελλάδα. Εξέταση μεγάλου αριθμού δειγμάτων Quercus spp. έδειξε την ύπαρξη 12 ειδών φυτοπαρασιτικών ακάρεων τα οποία ανήκουν σε 2 οικογένειες, τις: Eriophyidae (10 είδη) και Diptilomiopidae (2 είδη). Τα είδη της οικογένειας Eriophyidae ανήκουν σε 8 γένη, τα: Cecidophyes (2 είδη), Aceria (2 είδη), Bariella (1 είδος), Achaetocoptes (1 είδος), Acaricalus (1 είδος ), Acarelliptus (1 είδος), Caliphytoptus (1 είδος) και Glyptacus (1 είδος).Τα είδη της οικογένειας Diptilomiopidae ανήκουν σε δύο γένη, τα: Diptacus (1 είδος) και Rhyncaphytoptus (1 είδος). Τέλος τα διαφόρων τροφικών απαιτήσεων είδη της οικογένειας Tarsonemidae ανήκουν σε 2 γένη, τα: Tarsonemus (2 είδη) και Dendroptus (1 είδος). Μαζί με τα ως άνω είδη ευρέθησαν και 19 είδη αρπακτικών ακάρεων τα οποία ανήκουν σε 3 οικογένειες, τις: Phytoseiidae (14 είδη), Stigmaeidae (3 είδη) και Cunaxidae (2 είδη). Τα είδη της οικογένειας Phytoseiidae ανήκουν σε 2 γένη, τα: Typhlodromus (12 είδη) και Amblyseius (2 είδη). Τα είδη της οικογένειας Stigmaeidae ανήκουν σε 3 γένη, τα: Stigmaeus (1 είδος), Storchia (1 είδος) και Zetzellia (1 είδος). Τα είδη
της οικογένειας Cunaxidae ανήκουν σε δύο γένη, τα: Cunaxa (1 είδος) και Cunaxoides (1 είδος). Το σύνολο των Eriophyoidea που ευρέθησαν αναφέρονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα καθώς και δύο από τα τρία είδη της οικογένειας Tarsonemidae. Για κάθε είδος δίδονται πληροφορίες για την εξάπλωση του, το είδος Quercus ξενιστή του καθώς για και την παγκόσμια γεωγραφική του εξάπλωση.
Η δομή της φυτοκοινότητας στο οικοσύστημα των ασφακώνων
Η δομή της φυτοκοινότητας του οικοσυστήματος των ασφακώνων αναλύθηκε από στοιχεία που συγκεντρώθηκαν σε τέσσερις θέσεις στη Δυτική Ήπειρο κατά τα έτη 1993 και 1995. Για τον καθορισμό της χλωριδικής σύνθεσης έγιναν μετρήσεις της βλάστησης, ενώ για τον προσδιορισμό των εδαφικών χαρακτηριστικών των θέσεων μελέτης έγιναν δώδεκα τομές, μέχρι εμφανίσεως του μητρικού πετρώματος, μικρού σχετικού βάθους. Σύμφωνα με αυτή την απογραφή καθορίστηκαν οι βιοτικές και οι οικολογικές μορφές. Από την ανάλυση των βιοτικών μορφών βρέθηκε ότι τα θερόφυτα υπερείχαν (41,18%), γεγονός που αποδόθηκε στο ξηρό και θερμό κλίμα, ενώ η επικράτηση των πολυετών ποωδών ειδών (50%) στην ανάλυση των οικολογικών μορφών δείχνει την ικανότητα της προσαρμογής των φυτών στις επικρατούσες ξηροθερμικές συνθήκες.
Το απόθεμα των σπόρων στο έδαφος σε λιβαδικά οικοσυστήματα του όρους Ψηλορείτη Κρήτης
Το απόθεμα των σπόρων στο έδαφος θεωρείται ως γενετικό απόθεμα των πληθυσμών που βοηθά στην ανάκαμψή τους μετά από κάποια διαταραχή (π.χ. πυρκαγιά, διάβρωση) ή μετά την απομάκρυνση κάποιας πίεσης (π.χ. βόσκηση). Στην παρούσα εργασία μετρήθηκε το απόθεμα αυτό σε 30 λιβαδικές περιοχές του όρους Ψηλορείτη, με διαφορετική ιστορία βόσκησης και πυρκαγιών. Από την κάθε περιοχή πάρθηκαν 20 δείγματα εδάφους βάθους 5cm και διαμέτρου 5.7cm. Από αυτά, 10 πάρθηκαν κάτω από φρύγανα και 10 μακριά από φρύγανα. Τα δείγματα, αφού ξηράθηκαν στον αέρα για 2-4 εβδομάδες, τοποθετήθηκαν στη συνέχεια σε πλαστικά δοχεία στο θερμοκήπιο όπου και ποτίζονταν. Τα άτομα του κάθε είδους φυτού που φύτρωναν, καταμετρούνταν και απομακρύνονταν, όταν ήταν αναγνωρίσιμα ή μεταφυτεύονταν σε άλλα δοχεία για να αναγνωρισθούν αργότερα. Ο αριθμός των σπόρων που μετρήθηκε παρουσίασε μεγάλη διακύμανση, από 509 σπόρους/m2 σε βοσκόμενο δασολίβαδο Quercus coccifera μέχρι 47.339 σπόρους/m2 σε βοσκόμενο ποολίβαδο. Ο αριθμός των σπόρων ήταν σημαντικά μεγαλύτερος μακριά από τα φρύγανα παρά κάτω από αυτά. Στα καμένα φρυγανολίβαδα ο αριθμός των σπόρων ήταν σημαντικά μικρότερος από ό,τι σε άκαυτα για όλες τις κατηγορίες των φυτών, εκτός των φρυγάνων. Στα ποολίβαδα, τα είδη είχαν σημαντικά περισσότερους σπόρους σε βοσκημένες από ό,τι στις αβόσκητες περιοχές. Συμπερασματικά, το απόθεμα των σπόρων στο έδαφος ήταν πλουσιότερο σε υπερβοσκημένες περιοχές αντικατοπτρίζοντας έτσι την αντίσταση των οικοσυστημάτων στην πίεση που ασκούν τα ζώα, ενώ αντίθετα το κάψιμο σε συνδυασμό με την υπερβόσκηση μείωσε σημαντικά το απόθεμα των σπόρων στο έδαφος.
Ανάλυση της διαχρονικής εξέλιξης των τοπίων με τη χρήση των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (G.I.S.)
Βασικό αίτιο αλλοίωσης του χαρακτήρα των ορεινών παραδοσιακών τοπίων της ηπειρωτικής Ελλάδας αποτελούν οι διαχρονικές αλλαγές στις εφαρμοζόμενες παραδοσιακές μεθόδους διαχείρισης της γης. Για τους σκοπούς της έρευνας επιλέχτηκε η περιοχή Πορταϊκού – Περτουλίου στη νότια Πίνδο του νομού Τρικάλων. Το τοπίο της περιοχής περιλαμβάνει ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, και αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα ορεινού παραδοσιακού τοπίου στη χώρα. Αξιοποιώντας τις δυνατότητες ψηφιακής επεξεργασίας και χαρτογράφησης που προσφέρουν τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) και φωτοερμηνευτικές τεχνικές εντοπισμού των χρήσεων γης από αεροφωτογραφίες, εκτιμήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν οι αλλαγές που έχουν συμβεί στο τοπίο της περιοχής μελέτης μεταξύ 1945 και 1992. Οι αλλαγές αφορούν στις διαχειριστικές πρακτικές (αλλαγές των κτηνοτροφικών συστημάτων, εγκατάλειψη των παραδοσιακών ασχολιών κ.λ.π.) αλλά και στις δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις και οδηγούν σε ομοιογενοποίηση του τοπίου. Η διαχρονική εξέλιξη του τοπίου εκφράζεται με τη μείωση της έκτασης των ποολίβαδων, γεωργικών καλλιεργειών και θαμνολιβαδικών εκτάσεων κατά 31,77%, 46,72% και 10,47% αντίστοιχα μεταξύ 1945 και 1992 και την αύξηση των δασών κατά 14,68% και 21,31% (πλατύφυλλα και κωνοφόρα δάση αντίστοιχα) για την ίδια χρονική περίοδο. Κύριο χαρακτηριστικό της μεταβολής των δασικών εκτάσεων είναι η πύκνωσης τους, που σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της έκτασης των πυκνών ενοτήτων των κωνοφόρων δασών, αυξήθηκε κατά 57,7%.