Βιοποικιλότητα θαμνωδών ειδών στα ανώτερα ορεινά και υπαλπικά λιβάδια της ΒΑ Ελλάδας
Η παρούσα εργασία αφορά την βιοποικιλότητα των θαμνωδών ειδών στα ανώτερα ορεινά και υπαλπικά λιβάδια της Α. Μακεδονίας. Καταγράφονται 43 είδη και 6 υποείδη που ανήκουν σε 12 οικογένειες. Δίνονται το βιοτικό και χωρολογικό φάσμα αυτών και παρέχονται πληροφορίες για τους βιοτόπους τους. Επί πλέον αναφέρονται οικολογικοί δείκτες για πολλά από αυτά και δίδονται στοιχεία που αφορούν την φυτοκοινωνικότητά τους.
Αύξηση της παραγωγής βοσκήσιμης ύλης τη χειμερινή περίοδο με τη χρησιμοποίηση γενετικά βελτιωμένων ποικιλιών ψυχρόβιων αγρωστωδών
Στα λιβάδια της Μεσογειακής ζώνης παρατηρείται έλλειμμα στο ισοζύγιο προσφοράς-ζήτησης βοσκήσιμης ύλης κατά τη χειμερινή περίοδο. Το έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί μερικώς με τη χρησιμοποίηση γενετικά βελτιωμένων ποικιλιών ψυχρόβιων αγρωστωδών, τα οποία αυξάνουν κάτω από σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες. Για το σκοπό αυτό άρχισε από το 1993 επιλογή φαινοτύπων από τον πληθυσμό της Dactylis glomerata cv. Chrysopigi (αρχικός πληθυσμός) με κριτήριο την παραγωγή βοσκήσιμης ύλης κατά τη χειμερινή περίοδο. Η παραγωγή και η ποιότητα βοσκήσιμης ύλης του βελτιωμένου πληθυσμού, που δημιουργήθηκε μετά από δύο κύκλους επιλογής συγκρίθηκε με την αντίστοιχη του αρχικού πληθυσμού, για να διαπιστωθεί η βελτίωση που επιτεύχθηκε με την επιλογή. Ο βελτιωμένος πληθυσμός υπερείχε σε παραγωγή βοσκήσιμης ύλης και τα τέσσερα χρόνια του πειράματος. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης του βελτιωμένου πληθυσμού ήταν πολύ μεγαλύτερη, συγκριτικά με τον αρχικό, το πρώτο έτος από τη σπορά. Αυτό όμως ήταν αποτέλεσμα της ταχύτερης εγκατάστασης του βελτιωμένου πληθυσμού. Το δεύτερο έτος από τη σπορά, όταν και οι δύο πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί, ο βελτιωμένος πληθυσμός υπερείχε του αρχικού κατά 44%. Η διαφορά παραγωγής μεταξύ των δύο πληθυσμών διευρύνθηκε το τρίτο και τέταρτο έτος από τη σπορά κατά 58 και 57% αντίστοιχα. Η σταδιακή αύξηση της διαφοράς υποδεικνύει τη δυνατότητα του βελτιωμένου πληθυσμού να διατηρεί υψηλή παραγωγικότητα για περισσότερα χρόνια συγκριτικά με τον αρχικό πληθυσμό. Επίσης είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης δεν επηρεάστηκε αρνητικά με την επιλογή και την αύξηση της παραγωγής του βελτιωμένου πληθυσμού.
Διαχρονικές μεταβολές στην αύξηση του ανωρόφου και υπορόφου σε νεοφυτεία τραχείας πεύκης διαφορετικών φυτευτικών συνδέσμων
Οι διαχρονικές μεταβολές στην αύξηση του ανώροφου και υπόροφου σε νεοφυτεία τραχείας πεύκης με διαφορετικούς φυτευτικούς συνδέσμους μελετήθηκαν για δώδεκα έτη (1983-1995) σε ένα ημίξηρο μεσογειακό περιβάλλον με ψυχρούς χειμώνες στη Βόρεια Ελλάδα. Στη φυτεία που είχε εγκατασταθεί το 1970 σε τρεις φυτευτικούς συνδέσμους 2×2 μ, 3×3 μ και 4×4 μ, εγκαταστάθηκαν δύο χειρισμοί υποβλάστησης: α) κοπή στο τέλος κάθε βλαστικής περιόδου σαν απομίμηση της βόσκησης και β) μη κοπή (μάρτυρας). Στα πρώτα έτη του πειράματος η ποώδης παραγωγή παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο χειρισμών της υποβλάστησης και μεταξύ των φυτευτικών συνδέσμων, ενώ αργότερα οι διαφορές αυτές εξομαλύνθηκαν. Επίσης την ίδια πορεία ακολούθησε η ξηρή ύλη, οι βελόνες και τα κλαδιά που πέφτουν στο έδαφος. Η διάμετρος των δένδρων παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές μεταξύ των χειρισμών της ποώδους βλάστησης μόνο στους φυτευτικούς συνδέσμους 3×3μ και 4×4μ σε όλη τη διάρκεια του πειράματος. Στη συνέχεια γίνεται συζήτηση των αποτελεσμάτων και της συμβολής τέτοιων επιφανειών πεύκης στην παραγωγή βοσκήσιμης ύλης.
Δημιουργία εγχώριας ποικιλίας της φαλαρίδας (Phalaris aquatica L.) για λιβαδοπονικούς σκοπούς
Η φαλαρίδα (Phalaris aquatica L.) είναι ένα πολυετές αγρωστώδες αυτοφυές στην Ελλάδα, κατάλληλο για τη βελτίωση των λιβαδιών της χαμηλής ζώνης. Στα πλαίσια ενός προγράμματος γενετικής βελτίωσης του είδους συλλέχθηκαν με λιβαδοπονικά κριτήρια 80 άριστοι φαινότυποι από αντιπροσωπευτικές περιοχές της Ελλάδας την περίοδο 1965-1969. Τα φυτά αυτά μεταφυτεύτηκαν σε έναν απομονωμένο αγρό στον Πειραματικό Σταθμό της Χρυσοπηγής Σερρών, όπου και διατηρήθηκαν. Το 1986 έγινε μορφολογική και κυτογενετική μελέτη τους. Ακολούθως, το 1989 εγκαταστάθηκαν δύο πειράματα δοκιμής απογόνων για την αξιολόγηση των παραπάνω άριστων φαινοτύπων, ένα για ετεροθαλείς οικογένειες και ένα για κλώνους. Μελετήθηκε για δύο έτη (1991 και 1992) η παραλλακτικότητα στην παραγωγή υπέργειας βιομάζας και στον αριθμό των ανθοφόρων στελεχών ανά φυτό. Η παρούσα εργασία παρουσιάζει την τελευταία φάση της προσπάθειας αυτής που είναι η επιλογή των 16 καλύτερων από τους 80 άριστους φαινοτύπους για να αποτελέσουν τους γονείς μιας συνθετικής ποικιλίας. Η επιλογή βασίστηκε στις αποδόσεις των δύο τύπων απογόνων τους με κριτήριο την υψηλή παραγωγή βοσκήσιμης ύλης και τον μικρό αριθμό ανθοφόρων στελεχών ανά φυτό. Η ποικιλία ονομάστηκε “Σάρισα” και απομένει η εγγραφή της στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στη λιβαδοπονική πράξη.
Η συναρτησιακή προσέγγιση κατά τη μελέτη των αυξητικών παραμέτρων των ετησίων λιβαδικών φυτών
Η συναρτησιακή ανάλυση της αύξησης εφαρμόστηκε σε δεδομένα μεταβολής στο χρόνο του ύψους των ατόμων των ετησίων ψυχανθών Trifolium purpureum Loisel. και T. angustifolium L. που βρίσκονται σε μίξη και σε μονοκαλλιέργεια. Ως μέσον ανάλυσης εφαρμόστηκε το μη γραμμικό, δυναμικό, συναρτησιακό μοντέλο του Brain. Παράλληλα, μετά από διερεύνηση, αποδόθηκε η βιολογική ερμηνεία των παραμέτρων του μοντέλου αυτού. Με σκοπό να εξαχθούν συμπεράσματα όσον αφορά στην αλληλοπαρεμβατική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο ειδών κάτω από συνδυασμένους χειρισμούς άρδευσης και κοπής έγινε σύγκριση των τιμών των παραμέτρων που υπολογίστηκαν από την προσαρμογή του μοντέλου. Από την έρευνα αυτή βρέθηκε ότι το μοντέλο μεταβολής του ύψους παρουσιάζει πολύ καλή προσαρμογή και οι παράμετροι που το δομούν είναι πλήρους βιολογικής ερμηνείας, ενώ η περαιτέρω ανάλυση αυτών διαφωτίζει πλήρως τις αλληλοπαρεμβατικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ετησίων ειδών.