Μέθοδοι εκτίμησης κατανάλωσης τροφής σε ζώα που βόσκουν ελεύθερα στα λιβάδια
Η γνώση της ποσότητας τροφής που καταναλώνουν κατά βούληση τα αγροτικά ζώα που βόσκουν ελεύθερα στα λιβάδια είναι πολύ σημαντική για λόγους οικολογικούς, οικονομικούς και διαχειριστικούς. Η εκτίμηση όμως, της κατανάλωσης τροφής αν και αποτέλεσε αντικείμενο μακρόχρονης προσπάθειας των ερευνητών, εξακολουθεί να παραμένει ακόμη και σήμερα μια διαδικασία επίπονη, χρονοβόρα, πολυέξοδη και σχετικά μικρής ακρίβειας. Στην εργασία αυτή συζητούνται οι μέθοδοι της ολικής συλλογής των κοπράνων, της χορήγησης των δεικτών τριοξειδίου του χρωμίου (Cr2O3) και n-αλκανίων (n-alkanes) καθώς επίσης και ο δείκτης των ολικών αζωτούχων ουσιών των κοπράνων, που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της ποσότητας τροφής αιγών που έβοσκαν ελεύθερα σε θαμνολίβαδα.
Επιλογή δίαιτας από μηρυκαστικά ζώα και η σημασία της στη διαχείριση των λιβαδιών
Τα μηρυκαστικά ζώα επιλέγουν την κατάλληλη δίαιτα από πολυάριθμα φυτά που υπάρχουν σε ένα λιβάδι, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικά γένη και η περιεκτικότητά τους σε θρεπτικά και τοξικά συστατικά διαφέρει. Οι αισθήσεις της γεύσης, όσφρησης και όρασης βοηθούν σημαντικά για να επιτευχθεί αυτό, αλλά είναι απίθανο αυτές καθαυτές να κατευθύνουν το ζώο τί θα επιλέξει και τί θα απορρίψει. Στην εργασία αυτή επιχειρείται να εξηγηθεί ο πιθανός μηχανισμός κατά τη διαδικασία επιλογής τροφής και οι δυνατότητες που υπάρχουν με την κατανόηση αυτού του μηχανισμού στη διαχείριση των λιβαδιών. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, η μεταβολική συνέπεια μετά την κατανάλωση ενός φυτού προσδιορίζει την αξία της βοσκήσιμης ύλης του, ανάλογα δηλαδή με την ωφέλειά της στο ζώο, καθιστώντας το έτσι ικανό να επιβιώνει όταν το περιβάλλον βόσκησης και οι απαιτήσεις του σε θρεπτικά συστατικά αλλάζουν. Τα είδη φυτών που προτιμούνται είναι συνήθως υψηλής θρεπτικής αξίας, ενώ εκείνα που αποφεύγονται είναι μειωμένης θρεπτικής αξίας ή περιέχουν τοξικές ουσίες. Τελικά, αυτό που κατευθύνει το ζώο να επιλέξει ή να αποφύγει ένα φυτό δεν είναι η γεύση του, αλλά η επάρκεια ή έλλειψη των θρεπτικών συστατικών που προσλήφθηκαν με την κατανάλωσή του. Τα συστατικά αυτά τα αντιλαμβάνεται το ζώο με την ανατροφοδότηση και τα συνδέει με τη χαρακτηριστική γεύση και οσμή της βοσκήσιμης ύλης του φυτού. Τα ζώα χρησιμοποιούν τις αισθήσεις της όσφρησης και της όρασης για να ψάξουν τροφές που προκαλούν θετική ανατροφοδότηση (δηλαδή, επάρκεια θρεπτικών συστατικών) και να αποφύγουν εκείνες που προκαλούν αρνητική ανατροφοδότηση (δηλαδή, ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και τοξικά φαινόμενα). Η παραπάνω στρατηγική που ακολουθείται από τα ζώα κατά τη βόσκηση αποτελεί χρήσιμο «εργαλείο» για να προβλεφτούν ή να διαφοροποιηθούν οι επιλογές τους σε συγκεκριμένες συνθήκες και ανάλογα με τον επιδιωκόμενο διαχειριστικό στόχο.
Η προσθήκη Ca, N και P σε κυριαρχούμενο από είδη Cyperaceae λιβάδι του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων
Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να μελετηθεί η επίδραση του Ca του Ν και του P στην παραγωγή υπέργειας βιομάζας και στη σύνθεση της βλάστησης σε κυριαρχούμενο από κυπεροειδή είδη ποολίβαδο με χαμηλό pH εδάφους. Σε ποολίβαδο όξινου εδάφους όπου κυριαρχούσαν τα Cyperaceae, Carex hirta και Cyperus longus, έγινε προσθήκη CaCO3 85% στην έναρξη του πειράματος (0 και 800 kg/στρέμμα), Ν (0 και 15 kg/ στρέμμα/έτος) και P (0 και 4,5 kg/στρέμμα/έτος). Σε κάθε πειραματική μονάδα έγιναν δειγματοληψίες υπέργειας βιομάζας σε τέσσερις οριοθετημένες θέσεις 0,50 x 0,50 cm επί τέσσερα συνεχή έτη (1992 μέχρι 1995) στο τέλος του Μαΐου. Ακολούθησε διαχωρισμός των φυτικών ειδών στις κατηγορίες αγρωστώδη, ψυχανθή, κυπεροειδή, λοιπά πλατύφυλλα καθώς και στα είδη κάθε κατηγορίας και υπολογίστηκε η παραγωγή ξηρής βιομάζας τους. Η ασβέστωση δεν είχε επίδραση. Η προσθήκη Ν αύξησε την υπέργεια βιομάζα κατά 13%, αύξησε τα κυπεροειδή στα τρία πρώτα έτη και μείωσε τα λοιπά πλατύφυλλα στο σύνολο των ετών. Τα ψυχανθή αυξήθηκαν από την προσθήκη P. Η υπέργεια βιομάζα και τα κυπεροειδή διαφοροποιήθηκαν από έτος σε έτος. Τα ψυχανθή και τα λοιπά πλατύφυλλα μειώθηκαν μετά το δεύτερο έτος. Μετά από προσθήκη Ν τα είδη Alopecurus urticulatus και Galium aparine αυξήθηκαν από το τρίτο έτος και μετά, ενώ το είδος Cyperus longus παρουσίασε αντίστοιχη μείωση και το πλατύφυλλο είδος Plantago lanceolata εξαφανίστηκε. Το κυρίαρχο είδος Carex hirta παρουσίασε προοδευτική αύξηση ενώ το πλατύφυλλο Rorippa sylvestris προοδευτική μείωση.
Ανταγωνισμός των ειδών Dactylis glomerata L. και Taraxacum officinale L. υπό ελεγχόμενες συνθήκες καλλιέργειας
Στα λιβάδια και τους λειμώνες, η παρουσία πολλών ειδών διαφορετικού βιολογικού κύκλου και βιοφάσματος αλλά και οι ποικίλες εδαφοκλιματικές συνθήκες συντείνουν ώστε ο ανταγωνισμός μεταξύ των φυτών να γίνεται ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόμενο με τους παραπάνω παράγοντες να παίζουν ρόλο στην εξέλιξη του. Ο πειραματισμός με λειμώνια είδη διαφορετικού τρόπου ανάπτυξης σε ελεγχόμενες συνθήκες, αν και απέχει από την πραγματικότητα, μπορεί να προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για τη κατανόηση πλευρών του φαινομένου του ανταγωνισμού. Επιλέχτηκαν δύο είδη με σαφείς μορφολογικές διαφορές, ένα αγρωστώδες, το Dactylis glomerata L. (δακτυλίδα) και ένα πλατύφυλλο, το Taraxacum officinale L. (ταράξακο). Το πείραμα πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες αγρού σε ό,τι αφορά το ατμοσφαιρικό περιβάλλον και υπό ελεγχόμενες συνθήκες όσον αφορά τη θρέψη των φυτών (διάλυμα μάκρο- και ίχνο- στοιχείων). Τα είδη ανταγωνισμού που εφαρμόστηκαν ήταν : βλαστού, ρίζας / βλαστού, βλαστού και ρίζας και μονοκαλλιέργειες των παραπάνω ειδών. Μετρήθηκε η φυλλική επιφάνεια, το ύψος των φυτών, το μήκος του μεγαλύτερου φύλλου, ο αριθμός των στελεχών, το βάθος του ριζικού συστήματος καθώς και το ξηρό βάρος των φύλλων, της ρίζας και του βλαστού. Παρόλο που από την πρώτη παρατήρηση (01.07.97) είχαν αρχίσει να φαίνονται κάποια αποτελέσματα, η τέταρτη και τελευταία παρατήρηση (26.08.97) ήταν και η ποιο χαρακτηριστική. Από την παρατήρηση αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι παρ’ όλες τις διαφορές παρατηρήθηκε επικράτηση της δακτυλίδας, σε βαθμό που μόνο σε μιας μορφής ανταγωνισμού φάνηκε το ταράξακο ικανό να την ανταγωνισθεί. Αντίθετα το ταράξακο είχε τις καλύτερες τιμές στην επέμβαση της μονοκαλλιέργειας (με εξαίρεση το βάθος ρίζας στον ανταγωνισμό του βλαστού) που δείχνει την αδυναμία του να ανταγωνισθεί το αγρωστώδες.
“Ενεργειακό κόστος κατασκευής” των φύλλων των αφθονότερων ειδών ενός ορεινού ποολίβαδου της Βόρειας Ελλάδας
Το “ενεργειακό κόστος κατασκευής” φύλλων (leaf construction cost, g γλυκόζης/g ξηρού βάρους) είναι παράμετρος καθοριστική για την ευδοκίμηση των φυτικών ειδών στα διάφορα περιβάλλοντα. Για τον προσδιορισμό του χρησιμοποιούνται οι συγκεντρώσεις αζώτου (%Ν) και άνθρακα (%C) και το περιεχόμενο των φυτικών ιστών σε ανόργανα στοιχεία (mineral content). Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου του 1997 πραγματοποιήθηκαν 5 δειγματοληψίες φύλλων των 7 αφθονότερων ειδών (Poa pratensis, Lolium perenne, Festuca valida, Trifolium repens, Taraxacum officinale, Plantago lanceolata, Achillea millefolium) ενός ορεινού ποολίβαδου που κυριαρχείται από C3 είδη. Παράλληλα με τις δειγματοληψίες των φύλλων γίνονταν και δειγματοληψίες εδάφους για τον προσδιορισμό του ανόργανου εδαφικού αζώτου. Στα δείγματα φύλλων που συγκομίστηκαν, προσδιορίστηκε η συγκέντρωση άνθρακα (%C) και αζώτου (%Ν) και η περιεχόμενη τέφρα (ash content). Οι παραπάνω μετρήσεις χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του “κόστους κατασκευής” των φύλλων. Την υψηλότερη συγκέντρωση αζώτου (%Ν) εμφάνισε το είδος Trifolium repens, την υψηλότερη συγκέντρωση άνθρακα (%C) τα αγρωστώδη και το υψηλότερο περιεχόμενο τέφρας τα πλατύφυλλα είδη. Το ψυχανθές Trifolium repens εμφάνισε και το υψηλότερο “κόστος κατασκευής” των φύλλων ακολουθούμενο από το αγρωστώδες Festuca valida ενώ το επίσης αγρωστώδες Lolium perenne είχε το μικρότερο “κόστος κατασκευής” των φύλλων. Για τα τρία αγρωστώδη είδη (Poa pratensis, Lolium perenne, Festuca valida) και το Plantago lanceolata βρέθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ του “κόστους κατασκευής” των φύλλων και του ανόργανου εδαφικού αζώτου.