Πανόραμα εργασιών στα πρακτικά των Πανελλήνιων Λιβαδοπονικών Συνεδρίων της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας (1996 – 2006)
Η Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία (ΕΛΕ) ιδρύθηκε το 1992 με σκοπό να προάγει την επιστήμη της λιβαδοπονίας στην Ελλάδα. Από το 1996 μέχρι το 2006 διοργάνωσε 5 Πανελλήνια Λιβαδοπονικά Συνέδρια (ΠΛΣ) σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Στην εργασία αυτή καταχωρήθηκε σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων η βιβλιογραφία που δημοσιεύτηκε στα πρακτικά των 5 ΠΛΣ και αναλύθηκε στατιστικά το πλήθος των εργασιών, των συγγραφέων και των φορέων που έλαβαν μέρος, καθώς και των γνωστικών αντικειμένων που κάλυψαν. Καταχωρήθηκαν 267 εργασίες που παρουσιάστηκαν ως προφορικές ή αναρτημένες ανακοινώσεις και κατανέμονται σε 14 θεματικές ενότητες. Οι συγγραφείς είναι 294 επιστήμονες διάφορων ειδικοτήτων από 94 ιδρύματα, φορείς και οργανισμούς της Ελλάδας και του εξωτερικού. Η θεματολογία στις εργασίες αυτές είναι πλούσια και καλύπτει μεγάλο αριθμό αντικειμένων σχετικών και συναφών με τη λιβαδοπονική επιστήμη. Ο αριθμός των συγγραφέων που έλαβαν μέρος καθώς και το πλήθος των εργασιών που παρουσιάστηκαν στα συνέδρια αυτά παρουσίασε αύξηση από το 1ο ΠΛΣ μέχρι το 4ο ΠΛΣ, αλλά μειώθηκε στο 5ο ΠΛΣ. Η βάση δεδομένων που δημιουργήθηκε θα αναρτηθεί στην ιστοσελίδα της ΕΛΕ και θα εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα δεδομένα.
Φυτρωτικότητα της βαλανιδιάς (Quercus ithaburensis ssp. macrolepis) στο πεδίο
Τα δασικά οικοσυστήματα της λεκάνης της Μεσογείου και ειδικά της χώρας μας βρίσκονται κάτω από την επίδραση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων εδώ και αρκετές χιλιάδες έτη. Το αποτέλεσμα είναι η υποβάθμιση ή εξαφάνιση πολλών από αυτά συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της βαλανιδιάς (Quercus ithaburensis ssp. macrolepis). Στην εργασία αυτή ερευνήθηκε η φυτρωτικότητα της βαλανιδιάς στο πεδίο δηλ. σε μη ελεγχόμενες συνθήκες. Το πείραμα διήρκησε ένα έτος και έγινε προσπάθεια, πέραν του ελέγχου της επίδρασης της προέλευσης των καρπών στα ποσοστά φυτρωτικότητας, να συσχετιστούν τα μορφομετρικά χαρακτηριστικά των βαλανιδιών με τα φυτάρια που προκύπτουν. Βρέθηκε ότι η φυτρωτικότητα διέφερε στατιστικά σημαντικά από δένδρο σε δένδρο, ενώ για το ίδιο δέντρο δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους των βαλανιδιών και της φυτρωτικότητας ή επιβίωσής τους. Συνολικά όμως τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους βαλανίδια παρουσίασαν το μεγαλύτερο ποσοστό φυτρωτικότητας και επιβίωσης. Το μέγεθος των βαλανιδιών επηρέασε τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των φυταρίων που προέκυψαν με τα μεγαλύτερα βαλανίδια να δίνουν φυτάρια με τα καλύτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Τα αποτελέσματα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις αναδασώσεις ή δασώσεις υποβαθμισμένων ξηροθερμικών περιοχών, όπου η βαλανιδιά μπορεί να αποτελέσει μία πολύ καλή επιλογή για εγκατάσταση.
Η επίδραση της βόσκησης στην αναγέννηση του δάσους της βαλανιδιάς (Quercus ithaburensis subsp. macrolepis) στη Δυτική Λέσβο
Στις μεσογειακές περιοχές τα δάση βαλανιδιάς σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως ως βοσκότοποι. Στόχος της εργασίας αυτής είναι να εξετάσει την επίδραση της βόσκησης στην αναγέννηση της βαλανιδιάς Quercus ithaburensis στη Δυτική Λέσβο. Επιλέχθηκαν δύο δημοτικά διαμερίσματα δειγματοληψίας, η Ανεμώτια, με την υψηλότερη πυκνότητα βόσκησης (0,9 μ.ζ.μ./στρ) και η Βατούσα με τη χαμηλότερη (0,18 μ.ζ.μ./στρ). Οι μετρήσεις έγιναν σε τριάντα τυχαίους σταθμούς έκτασης 1000 m2 για κάθε μια από τις περιοχές, με δέκα μετρήσεις σε κάθε στάση έκτασης 100 m2. Σε κάθε δειγματοληπτική επιφάνεια μετρήθηκε ο αριθμός των αρτιφύτων ύψους έως 20 εκ., μικρών δενδρυλλίων ύψους από 20 έως 150 εκ. και δένδρων ύψους 150 εκ. και άνω. Στην κλάση ύψους έως 20 cm, περισσότερα αρτίφυτα βρέθηκαν στην περιοχή της Ανεμώτιας. Στη 2η και 3η κλάση λιγότερα ήταν τα δενδρύλλια στην περιοχή της Ανεμώτιας. Στο σύνολο των δένδρων, τα περισσότερα μετρήθηκαν στην περιοχή της Βατούσας. Στατιστικά σημαντική διαφορά βρέθηκε μεταξύ της πυκνότητας των δενδρυλλίων της 2ης κλάσης ηλικιών των δύο περιοχών μελέτης. Η αναγέννηση βρέθηκε να είναι εντονότερη στην περιοχή της Ανεμώτιας πιθανόν λόγω μειωμένου ανταγωνισμού για φως, υγρασία και θρεπτικά.
Παραγωγή βιομάζας και κατανομή των ευδιάλυτων υδατανθράκων στη διάρκεια της αυξητικής περιόδου σε πληθυσμούς της Dactylis glomerata L. διαφορετικής βιοκλιματικής προέλευσης
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η μελέτη της διακύμανσης της υπέργειας και υπόγειας βιομάζας καθώς και η πορεία αποθησαύρισης των ευδιάλυτων υδατανθράκων σε τρεις πληθυσμούς της Dactylis glomerata L. διαφορετικής βιοκλιματικής προέλευσης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Λιβαδοπονικού Κήπου του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη. Μετρήθηκε η υπέργεια και υπόγεια βιομάζα και προσδιορίστηκαν οι ευδιάλυτοι υδατάνθρακες σε φύλλα, βλαστούς και ρίζες τριών πληθυσμών της Dactylis glomerata L. (Κρήτη, Ταξιάρχης Χαλκιδικής, Περτούλι Τρικάλων) σε τέσσερις ημερομηνίες στην αυξητική περίοδο (30 Μαρτίου, 30 Απριλίου, 30 Μαΐου, 30 Ιουνίου). Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι o πληθυσμός της Κρήτης είχε χαμηλότερη παραγωγή υπέργειας και υπόγειας βιομάζας αλλά υψηλότερη συγκέντρωση ευδιάλυτων υδατανθράκων συγκριτικά με τους άλλους δύο πληθυσμούς σε όλη την αυξητική περίοδο. Η συγκέντρωση των ευδιάλυτων υδατανθράκων σε φύλλα βλαστούς και ρίζες μειώθηκε σταδιακά από την αρχή προς τα μέσα της βλαστικής περιόδου και αυξήθηκε ξανά προς το τέλος για την Κρήτη και τον Ταξιάρχη. Αντίθετα, στο Περτούλι μειώθηκε σε βλαστούς και ρίζες και αυξήθηκε στα φύλλα από την αρχή μέχρι το τέλος. Γενικά οι πληθυσμοί της Κρήτης και του Ταξιάρχη αποθηκεύουν τους ευδιάλυτους υδατάνθρακες κυρίως στους βλαστούς και στις ρίζες, ενώ ο πληθυσμός του Περτουλίου στα φύλλα.
Δημογραφική μελέτη πληθυσμών ετησίων ψυχανθών ειδών (Fabaceae) και ικανότητα προσαρμογής τους σε λιβάδια της χαμηλής ζώνης
Μεταβολές στο μέγεθος του πληθυσμού και στις αυξητικές παραμέτρους πέντε ετησίων ειδών του γένους Trifolium μελετήθηκαν με σκοπό να βρεθεί η ικανότητα προσαρμογής τους σε λιβάδια της χαμηλής ζώνης της χώρας μας. Τα είδη Trifolium angustifolium L., Trifolium campestre Schr., Trifolium glomeratum L., Trifolium resupinatum L. και Trifolium spumosum L. σπάρθηκαν σε μονοκαλλιέργειες στο λιβαδοπονικό κήπο του εργαστηρίου Δασικών Βοσκοτόπων. Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου μετριόταν η πυκνότητα των ειδών (αριθμός ατόμων / m2) και οι αυξητικές παράμετροι, ειδική φυλλική επιφάνεια (SLA), ειδικό βάρος φύλλου (SLW), ο λόγος του μήκους του βλαστού προς το μήκος της ρίζας, ο λόγος του ξηρού βάρους του υπέργειου προς το ξηρό βάρος του υπόγειου τμήματος του φυτού καθώς και το σχετικό βάρος φύλλων (LWR). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα είδη Trifolium glomeratum, Trifolium resupinatum και Trifolium spumosum έχουν την ικανότητα να προσαρμόζονται σε λιβάδια ξηρών περιοχών της χαμηλής ζώνης.