Χωρολογική και οικολογική ανάλυση του tribe Trifolieae της οικογένειας Fabaceae στο νομό Θεσσαλονίκης
Το tribe Trifolieae (Medicago, Melilotus, Ononis, Trifolium και Trigonella) περιλαμβάνει ορισμένα από τα πιο σημαντικά λιβαδοπονικά φυτά της οικογένειας των ψυχανθών, με σπουδαία οικονομική και οικολογική αξία. Η παρούσα εργασία βασίστηκε σε μια συνολική καταγραφή των taxa του tribe Trifolieae, που απαντώνται στο νομό Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με βιβλιογραφικά δεδομένα. Το σύνολο των taxa ανέρχεται σε 76, τα οποία στην πλειονότητά τους είναι θερόφυτα (71,1%). Όσον αφορά τη φυτογεωγραφική τους προέλευση, επικρατούν τα ευρυ-μεσογειακά γεωστοιχεία (44,8%) και ακολουθούν τα ευρασιατικά (27,6%) και στενο-μεσογειακά (19,8%). Από την ανάλυση των οικολογικών απαιτήσεων των taxa, προκύπτει ότι έχουν το άριστο της ανάπτυξής τους σε ξηρά, φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία εδάφη, σε θέσεις θερμές με σχετικά υψηλή ένταση ηλιακής ακτινοβολίας.
Δεκτικότητα τριών τοπικών φυτοκοινοτήτων στην εγκατάσταση του φυτικού εισβολέα Oxalis pes-caprae L.
Αν και υπάρχουν αρκετά κοσμοπολίτικα φυτικά είδη με χαρακτηριστικά απειλητικών βιολογικών εισβολέων, όλοι οι τύποι των οικοσυστημάτων δεν έχουν την ίδια δεκτικότητα σε όλους τους φυτικούς εισβολείς. Ωστόσο, έχουν γίνει λίγα πειράματα ως προς τη διερεύνηση της διαφοροποίησης της δεκτικότητας στην εισβολή μεταξύ των οικοσυστημάτων. Διεξήγαμε ένα πείραμα, που ελέγχθηκε η εγκατάσταση του φυτικού εισβολέα Oxalis pes-caprae σε αμμωθίνες, θαμνώνες και υπόροφο ελαιώνων της Λέσβου. Επιλέξαμε συνολικά τριάντα (30) σταθμοί παρατήρησης, δέκα ανά τύπο φυτοκοινότητας. Κάθε σταθμός συγκροτείται από ένα ζεύγος επιφανειών: μια επιφάνεια εισβολής και μια επιφάνεια αναφοράς. Σε κάθε επιφάνεια εισβολής, σπείραμε εκατό (100) βολβούς του φυτικού εισβολέα O. pes-caprae, μετρήσαμε τον αριθμό των αρτιφύτων του φυτικού εισβολέα και εκτιμήσαμε τον πλούτο, την ποικιλότητα και την ισοδιανομή των ειδών ανά τοπική φυτοκοινότητα. Επιπλέον, όχι μόνο καταγράψαμε το γεωγραφικό μήκος, το γεωγραφικό πλάτος και το υψόμετρο σε κάθε σταθμό πειραματισμού, αλλά και το ύψος βροχόπτωσης και τη μέση θερμοκρασία αέρα για τη χρονική περίοδο μεταξύ της σποράς και της δειγματοληψίας. Παρατηρήσαμε ότι ο πλούτος ειδών, η δομή της βλάστησης κι ένα πλήθος αβιοτικών παραγόντων δεν καθόρισαν τη δεκτικότητα των αμμωθινών και του υπόροφου των ελαιώνων στην εισβολή τους στο φυτικό εισβολέα. Αντίθετα, ο πλούτος και η ποικιλότητα ειδών των θαμνώνων καθόρισε σημαντικά τη δεκτικότητά τους στην εισβολή, καθιστώντας τους φτωχούς σε είδη θαμνώνες εξαιρετικά ευάλωτους στην εισβολή τους φυτικού εισβολέα O. pes-caprae.
Τύποι βλάστησης της λίμνης Χειμαδίτιδας πριν από την τεχνητή άνοδο της στάθμης της
Η υδρόβια βλάστηση στη λίμνη Χειμαδίτιδα, αποτελείται από πλήθος φυτοκοινωνιών, που κατά κύριο λόγο αποτελούνται από ένα είδος. Μάλιστα, αυτές οι σχεδόν μονοειδικές φυτοκοινωνίες καλύπτουν και τη μεγαλύτερη επιφάνεια της λίμνης, γεγονός που υποδηλώνει την έντονη υποβάθμιση του υγροτόπου, ο οποίος όμως εξακολουθεί να φιλοξενεί σημαντικούς πληθυσμούς σπάνιων πουλιών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διάκριση των τύπων βλάστησης της λίμνης Χειμαδίτιδας σύμφωνα με την υφιστάμενη κατάσταση, καθώς προβλέπεται σταδιακή αύξηση της μέγιστης στάθμης της λίμνης (κατά 0,7 m) με την ανύψωση του βόρειου περιφερειακού αναχώματος που κατασκευάζεται με κύριους στόχους τη μείωση της έκτασης της υπερυδατικής βλάστησης, την αύξηση της υδατοχωρητικότητας της λίμνης και τη βελτίωση των ενδιαιτημάτων προστατευόμενων ειδών υδρόβιων πουλιών. Συγκεκριμένα διακρίθηκαν, ως ζώνες, από το εσωτερικό της λίμνης προς τα έξω οικότοποι, που αντιστοιχούν στις παρακάτω φυτοκοινωνίες: βυθισμένες (Myriophyllum spicatum), ελόφυτων (Schoenoplectus lacustris, Typha latifolia, T. angustifolia, Phragmites australis, Carex riparia και Juncus acutus), τυρφώνων με Cladium mariscus, υγρών ποολίβαδων Juncus inflexus) και χερσαίες (Ononis spinosa, Salix alba). Η άνοδος της στάθμης της λίμνης αναμένεται να προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στην έκταση και τη δομή των περισσότερων ζωνών βλάστησης. Παράλληλα, για τη διατήρηση των σημαντικότερων από αυτές για την υδρόβια ορνιθοπανίδα (π.χ. υγρά ποολίβαδα), εκτιμάται, ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν συγκεκριμένες διαχειριστικές πρακτικές, που θα περιλαμβάνουν συστηματική εφαρμογή βόσκησης και θερινής κοπής της βλάστησης σε επιλεγμένες τοποθεσίες.
Γεωγραφική εξάπλωση και εδαφικές προτιμήσεις ειδών του γένους Medicago στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, με 35 είδη του γένους Medicago, είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο σε αριθμό ειδών. Η γεωγραφική τους εξάπλωση στη χώρα είναι είτε ευρεία είτε πολύ εντοπισμένη. Πολλά είδη αυτού του γένους απαντώνται σε φυσικά και ημιφυσικά οικοσυστήματα που βόσκονται από αγροτικά ζώα και άγρια φυτοφάγα. Στην Ελλάδα καλλιεργείται μόνο το M. sativa L. ssp. sativa που είναι η πιο διαδεδομένη καλλιέργεια για τη παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών. Αντίθετα στην Αυστραλία καλλιεργούνται αρκετές εμπορικές ποικιλίες ετησίων Medicago. Τα περισσότερα είδη φύονται σε ασβεστούχα, ασβεστολιθικά και σχιστολιθικά μητρικά πετρώματα, σε μηχανικές συστάσεις αμμώδεις, αμμοπηλώδεις και πηλώδεις και pH κυρίως αλκαλικό μέχρι μέτρια όξινο. Πολλά είδη, όπως το M. lupulina L., καλύπτουν ευρύτατο φάσμα συνθηκών ενώ ορισμένα, όπως το M. marina L. είναι πολύ εντοπισμένα. Η γνώση των εδαφικών προτιμήσεων που ευδοκιμούν τα είδη του Medicago είναι σημαντική για τις ιδιότητες κάθε είδους, για τη πιθανή χρησιμοποίηση του σε γεωργικές εφαρμογές και για τη προστασία των σπανίων και ενδημικών ειδών.
Η αντοχή των πολυετών αγρωστωδών σε συνθήκες έντονης βόσκησης
Η επίδραση της έντονης βόσκησης στην αυξητική συμπεριφορά και την παραγωγή πολυετών αγρωστωδών μελετήθηκε στα είδη Dactylis glomerata και Phalaris aquatica. Σε φυσικούς πληθυσμούς των δύο ειδών επιλέχθηκαν δέκα άτομα από κάθε είδος όμοια φαινολογικά. Στα μισά από τα άτομα κάθε είδους η υπέργεια βιομάζα κόπηκε σε ύψος 5cm από την επιφάνεια του εδάφους τον μήνα Ιούνιο, στο μέσο της βλαστικής περιόδου. Και στους δύο χειρισμούς μετρήθηκε η αύξηση του μήκους του φύλλου, σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Η παραγωγή υπέργειας βιομάζας και η φυλλική επιφάνεια της μετρήθηκε και στους δυο χειρισμούς. Επίσης υπολογίστηκαν οι συντελεστές ανάρρωσης και ανθεκτικότητας στη βόσκηση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η έντονη κοπή, μιμούμενη τη βόσκηση, ευνόησε την παραγωγή νέων φύλλων και βλαστών και στα δύο είδη φυτών. Οι υψηλότερες τιμές των συντελεστών ανάρρωσης και ανθεκτικότητας στη βόσκηση του είδους Dactylis glomerata σε σχέση με εκείνες του Phalaris aquatica, έδειξαν ότι η Dactylis glomerata είναι ανθεκτικότερη στην έντονη βόσκηση.