Διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αιγοπροβάτων και των χορηγούμενων επιδοτήσεων στο Δ.Δ. Ασκού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
Στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση του συστήματος εκτροφής αιγοπροβάτων του Δ.Δ. Ασκού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης και των επιδοτήσεων που λαμβάνουν οι κτηνοτρόφοι. Στην περιοχή έρευνας κατά το έτος 2005 υπήρχαν συνολικά 24 εκμεταλλεύσεις αιγών και προβάτων με περισσότερα από 10.000 ζώα. Το μεγαλύτερο μέρος των κοπαδιών είχε σταθερή βάση και δεν μετακινούνταν κατά τη διάρκεια του έτους. Εντούτοις, τα μισά κοπάδια αιγών μετακινούνταν εντός των ορίων του Δ.Δ. σε υψηλότερες θέσεις κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Στην περιοχή εφαρμόζονταν το σύστημα της ποιμενικής εκτροφής αιγοπροβάτων (κοπαδιάρικη μη νομαδική). Η εκτροφή βασίζονταν στη βόσκηση των λιβαδιών, των αγρών (χασίλια), των εποχιακών υπολειμμάτων σιτηρών (καλαμιές) και στην εκτεταμένη χορήγηση ζωοτροφών (0,5-1,9 χλγ./ζώο/ημέρα). Τα κοπάδια των αιγών για να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες διένυαν την άνοιξη και το καλοκαίρι μεγαλύτερες αποστάσεις (10,1 και 12,7 χλμ., αντίστοιχα) απ’ ότι τα πρόβατα (6,1 και 8,5 χλμ., αντίστοιχα). Η εκτεταμένη χορήγηση ζωοτροφών συνέβαλε σε σχετικά υψηλή γαλακτοπαραγωγή, η οποία ανήλθε κατά μέσο όρο σε 0,6 χλγ./αίγα/ημέρα και 0,5 χλγ./προβατίνα/ημέρα. Οι κτηνοτρόφοι έλαβαν δύο ειδών επιδοτήσεις, την εξισωτική αποζημίωση και την κατά κεφαλή πριμοδότηση, το ύψος των οποίων συνολικά ανήλθε σε 30,7 € ανά ζώο. Απαραίτητη θεωρείται η αναδιάρθρωση του συστήματος εκτροφής των αιγοπροβάτων, έτσι ώστε να χρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό οι λιβαδικές εκτάσεις στη διάρκεια του έτους και τα ζώα να διανύουν μικρότερες αποστάσεις για την ανεύρεση τροφής.
Χρήση ενδιαιτημάτων από αγελάδες, άλογα, λαγούς και χήνες στο Δέλτα Έβρου
Στα χερσαία λιβάδια στο Δέλτα του Έβρου βόσκουν από κοινού αγελάδες, άλογα, λαγοί και χήνες. Στην περιοχή αυτή, επικρατούν κυρίως δύο διαφορετικές φυτοκοινωνίες, αλόφυτα και αγρωστώδη- πλατύφυλλα, σχηματίζοντας ένα μωσαϊκό που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου επηρεαζόμενο από παράγοντες όπως η παρουσία και η ποιότητα του νερού, η αλατότητα, κτλ. Η χρήση των φυτοκοινωνιών αυτών από τα προαναφερθέντα φυτοφάγα ζώα κατά τη χειμερινή περίοδο 2007-2008 εκτιμήθηκε με τη μέθοδο της καταμέτρησης των κοπράνων τους. Όλα τα φυτοφάγα είδη που μελετήθηκαν χρησιμοποίησαν πιο συχνά τις εκτάσεις που επικρατούσαν τα αγρωστώδη και πλατύφυλλα είδη, σε σύγκριση με τις θέσεις που κυριαρχούνταν από αλόφυτα οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα. Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε μεγάλη επικάλυψη στη χρήση των ενδιαιτημάτων από τα φυτοφάγα είδη, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει αυξημένο ενδεχόμενο ανταγωνισμού μεταξύ τους ως προς τη χρήση των ενδιαιτημάτων και ίσως ως προς την τροφή αφού τα ζώα χρησιμοποιούσαν τις θέσεις αυτές κυρίως για να τραφούν. Η κοινή χρήση των θέσεων με αγρωστώδη-πλατύφυλλα θέτει σε αμφιβολία τη δυνατότητα συνύπαρξης μεγάλων πληθυσμών των φυτοφάγων ζώων, ιδίως στην περίπτωση όπου η ένταση βόσκησης υπερβεί το όριο της κανονικής χρήσης. Παρά ταύτα, η βόσκηση μειώνει την ποσότητα ιστάμενης βλάστησης και γενικά προκαλεί μεταβολές στη σύνθεση και τη δομή της φυτοκοινότητας που δυνητικά, με ορθολογική διαχείριση, θα ήταν ωφέλιμες για ευάλωτα ζωικά είδη, όπως οι λαγοί και οι χήνες (π.χ. προστασία έναντι των φυσικών τους εχθρών). Η χρήση των χερσαίων λιβαδιών στο Δέλτα του Έβρου από αγελάδες, άλογα, λαγούς και χήνες εκτός από την ιδιαίτερη σημασία για τη σταθερότητα του οικοσυστήματος και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, αναμένεται επίσης να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα των λιβαδιών αυτών.
Κτηνοτροφία και ορεινή γεωργία στο ΒΑ τμήμα του Ν. Τρικάλων
Ο πρωτογενής τομέας παραγωγής αποτελεί κύριο μοχλό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών. Η εκτατική κτηνοτροφία, σε αντίθεση με την ενσταυλισμένη κτηνοτροφία των πεδινών περιοχών, εξαρτάται από την ύπαρξη λιβαδιών και θεωρείται δραστηριότητα συμβατή με τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να καθορισθούν ομοιογενείς ζώνες γεωργοκτηνοτροφικής ανάπτυξης στην ημιορεινή και ορεινή ζώνη του βορειανατολικού τμήματος του Νομού Τρικάλων, που καλύπτει εννιά Δήμους (Βασιλικής, Εστιαιώτιδος, Καλαμπάκας, Οιχαλίας, Παλαιοκάστρου, Παραληθαίων, Πελινναίων, Τυμφαίων και Χασίων). Η ομοιότητα των παραπάνω Δήμων εκτιμήθηκε με δείκτες σύγκρισης το υψόμετρο, την έκταση των κτηνοτροφικών φυτών για καρπό και των σιτηρών, το ζωϊκό κεφάλαιο, την έκταση των τεχνητών λειμώνων και λιβαδιών, και τέλος τη βοσκοφόρτωση. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι: (1) το υψόμετρο κυριαρχεί στην ομαδοποίηση των δήμων (2) η έκταση των λιβαδιών και η καλλιέργεια των σιτηρών διαφοροποιούν τα δημοτικά διαμερίσματα, (3) η βοσκοφόρτωση των λιβαδιών είναι υψηλή και υπάρχει άμεση ανάγκη για λήψη κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων βελτίωσης των λιβαδιών και αύξησης της συμβολής της ορεινής γεωργίας στην αειφορική άσκηση της κτηνοτροφίας.
Από τη λιβαδική κατάσταση στη λιβαδική υγεία: νέες προοπτικές στην ποιοτική εκτίμηση των μεσογειακών ποολίβαδων
Η ποιοτική εκτίμηση των λιβαδιών αποτέλεσε και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την επιστήμη της Λιβαδοπονίας. Από τις αρχές ακόμα του προηγούμενου αιώνα, έγιναν προσπάθειες στις Η.Π.Α. για την εξεύρεση επιστημονικών μέσων, εννοιολογικών και τεχνικών, για την εκτίμηση και κατάταξη των λιβαδιών σε ποιοτικές κλάσεις. Με τον τρόπο αυτό, ο διαχειριστής των λιβαδιών εφοδιάζεται με ένα πολύτιμο εργαλείο για το σχεδιασμό των διαχειριστικών δράσεων, την παρακολούθηση (monitoring) στο χώρο και το χρόνο της κατάστασης των λιβαδοπονικών πόρων και την αναβάθμιση των λιβαδιών. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχους: α) να εισάγει την έννοια της λιβαδικής υγείας στην Ελληνική λιβαδοπονική πρακτική, ως αναγκαία μετεξέλιξη της έννοιας της λιβαδικής κατάστασης, β) να εντοπίσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή της, και γ) να προτείνει μία καινούρια μεθοδολογική προσέγγιση προσδιορισμού της λιβαδικής υγείας των Μεσογειακών ποολίβαδων που να συνυπολογίζει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η καινούρια αυτή προσέγγιση εφαρμόζεται στην περίπτωση ποιοτικής εκτίμησης και κατάταξης σε κλάσεις λιβαδικής υγείας οκτώ ποολίβαδων του Λαγκαδά, Ν. Θεσσαλονίκης. Σε καλή λιβαδική υγεία βρέθηκαν τέσσερα ποολίβαδα, στη μέτρια τρία και στην κακή ένα.
Παραγωγή και θρεπτική αξία ξυλωδών φυτών σε λιβάδια της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
Η συμβολή των ξυλωδών φυτών στη διατροφή των αγροτικών ζώων είναι σημαντική ιδίως κατά τη θερινή περίοδο. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η μελέτη της παραγωγής και της θρεπτικής αξίας των κυρίαρχων ξυλωδών φυτών που συγκροτούν τα θαμνολίβαδα της επαρχίας Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Για κάθε ένα από τα είδη αυτά προσδιορίστηκε η κάλυψη του εδάφους από την κόμη, το μέγιστο και μέσο ύψος των θάμνων καθώς και η υπέργεια βιομάζα. Επίσης, για κάθε είδος υπολογίστηκε η περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεΐνες (CP), σε αδιάλυτες σε ουδέτερο και όξινο απορρυπαντικό ινώδεις ουσίες (NDF και ΑDF, αντίστοιχα), σε λιγνίνη (ADL), καθώς και η in vitro πεπτικότητα της οργανικής ουσίας (IVOMD). Από τα αποτελέσματα των μετρήσεων προέκυψε ότι το πουρνάρι και η χνοώδης δρυς ήταν τα κυρίαρχα είδη και είχαν τη μεγαλύτερη ποσότητα βοσκήσιμης ύλης (320 και 199 χλγ./στρεμ. αντίστοιχα). Από όλα όμως τα είδη, η αγριοτριανταφυλλιά είχε την καλύτερη τιμή θρεπτικής αξίας (CP: 7,8%, NDF: 36,2% και IVOMD: 55,9 %).