Βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου υπό το πρίσμα των διαρθρωτικών και περιβαλλοντικών προγραμμάτων του Δ’ ΚΠΣ
Οι πολιτικές της Ε.Ε. στον τομέα του περιβάλλοντος αποβλέπουν σε υψηλό επίπεδο προστασίας και λαμβάνουν υπόψη, την ποικιλομορφία των καταστάσεων στις διάφορες περιοχές της. Στηρίζονται στις αρχές της προφύλαξης, της προληπτικής δράσης και της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος. Υιοθετείται δέσμη μέτρων σχετικά με τον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, τη βελτίωση της οικονομικής αξίας των δασών, την αύξηση της αξίας των γεωργικών και δασικών προϊόντων, επεξεργασιών και τεχνολογιών στον τομέα της γεωργίας των τροφίμων και των δασών, τη βελτίωση και την ανάπτυξη της γεωργικής και δασοκομικής υποδομής, την αποκατάσταση του γεωργικού παραγωγικού δυναμικού που έχει πληγεί από φυσικές καταστροφές και την εισαγωγή των κατάλληλων μέτρων πρόληψης. Ιδιαίτερα για τη δασοκομία, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αγροτικής ανάπτυξης, λαμβάνεται μέριμνα για την αειφόρο διαχείριση των δασών και τον πολυλειτουργικό ρόλο τους. Τα δάση προσφέρουν πολλαπλά οφέλη: παρέχουν τις πρώτες ύλες για ανανεώσιμα και φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική ευημερία, τη βιολογική ποικιλομορφία, το συνολικό κύκλο του άνθρακα, την υδατική ισορροπία, τον έλεγχο της διάβρωσης και την πρόληψη φυσικών κινδύνων, αλλά και παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες και υπηρεσίες αναψυχής. Η στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης συμβάλλει στην επίτευξη των παρακάτω στόχων, μέσω συγκεκριμένων μέτρων που στη συνέχεια εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα προγράμματα.
• Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τομέα της γεωργίας και της δασοκομίας
• Βελτίωση του περιβάλλοντος και της υπαίθρου
• Ποιότητα ζωής στις αγροτικές περιοχές και διαφοροποιήσεις της αγροτικής οικονομίας
Σχέδιο δράσης για την ολοκληρωμένη λιβαδοκτηνοτροφική ανάπτυξη της ανατολικής Πελοποννήσου
Η κτηνοτροφία αποτελεί σημαντική δραστηριότητα του πρωτογενή τομέα για την περιοχή της ανατολικής Πελοποννήσου. Συγκεντρώνει το 17,1% των εκμεταλλεύσεων με προβατοειδή της Περιφέρειας Πελοποννήσου, το 15,1% με βοοειδή, το 22,1% με αιγοειδή και το 8,7% με χοίρους. Στον κλάδο της αιγοπροβατοτροφίας λειτουργούν αξιόλογες σε μέγεθος μονάδες (25 εκμεταλλεύσεις περίπου με 300-600 αιγοπρόβατα η καθεμιά), οι οποίες διατηρούν τον εκτατικό τους χαρακτήρα, τόσο από πλευράς διατροφής (βοσκές, χονδροειδείς ζωοτροφές) και ενσταβλισμού (παραδοσιακά μαντριά) όσο και από πλευράς διαχείρισης των κοπαδιών. Συνολικά, οι κτηνοτροφικές μονάδες της περιοχής δεν επιφέρουν προβλήματα στο περιβάλλον. Κατά το έτος 1991, οι βοσκότοποι ανέρχονταν σε 2.303,3 χιλ. στρεμ. και αποτελούσαν το 57,9% της συνολικής έκτασης. Από επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε τυροκομεία της περιοχής διαπιστώθηκε ότι οι μεταποιητικές μονάδες δεν είναι περισσότερες από 10 τον αριθμό και έχουν δυναμικότητα από 100 έως 3.000 τόνους γάλα / γαλακτική περίοδο. Παράγουν λευκό αιγοπρόβειο τυρί, κεφαλογραβιέρα, μυζήθρα, βούτυρο και γιαούρτι. Απαιτείται: α) οι βοσκότοποι της περιοχής να ενταχθούν σε πρόγραμμα βιολογικής εκτροφής, β) η ένταξη των κτηνοτρόφων σε χρηματοδοτικά προγράμματα, γ) η ενημέρωση των Δήμων και των κτηνοτρόφων για τη βιολογική διαχείριση και τα τυποποιημένα προϊόντα και δ) ο εκσυγχρονισμός των τυροκομείων με στόχο την παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων. Το πρόγραμμα δράσης για την υποστήριξη της λιβαδοκτηνοτροφικής ανάπτυξης της περιοχής περιλαμβάνει τη στελέχωση της Εταιρίας Πάρνωνα με κτηνίατρο, επενδύσεις στη μεταποίηση προϊόντων ζωικής παραγωγής, τη σύνταξη μελέτης διαχείρισης και ανάπτυξης με κατεύθυνση τη βιολογική κτηνοτροφία και την εφαρμογή Οδηγού Καλής Πρακτικής για την Κτηνοτροφία.
Δάση και κτηνοτροφία στο νομό Αρκαδίας
Ο νομός Αρκαδίας είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση και ο ορεινότερος νομός της Πελοποννήσου. Τα δάση καλύπτουν το 27% της συνολικής επιφάνειας και περιορίζονται στο Μαίναλο και τον Πάρνωνα καθώς και στο οροπέδιο της Θέλπουσας. Τα σπουδαιότερα δασικά συμπλέγματα είναι του Μαινάλου, που καλύπτεται από ελάτη και έχει έκταση 199.000 στρέμματα, 3.900.000 κ.μ. ξυλώδες κεφάλαιο και μέση ετήσια προσαύξηση 65.000 κ.μ. ξύλου, καθώς και του Πάρνωνα, που καλύπτεται από ελάτη και μαύρη πεύκη, έχει έκταση 234.000 στρέμματα, ξυλώδη κεφάλαιο 1.316.000 κ.μ. και μέση ετήσια προσαύξηση 21.000 κ.μ. ξύλου. Οι βοσκότοποι του νομού καλύπτουν το 52% της συνολικής επιφάνειας και χρησιμοποιούνται κυρίως από αιγοπρόβατα (127.000 αίγες και 121.000 πρόβατα) και δευτερευόντως από βοοειδή (μόνο 550 αγελάδες). Η κτηνοτροφία συμβάλλει κατά 6,4% στον πρωτογενή τομέα και απασχολεί 3000 άτομα σε 2000 εκμεταλλεύσεις. Τα δάση παρουσιάζουν πολλά προβλήματα, ιδιαίτερα διαχειριστικά, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικού. Οι προβλεπόμενες υλοτομικές εργασίες δεν ολοκληρώνονται με αποτέλεσμα να συσσωρεύεται οργανική ουσία, η οποία οδηγεί σε πυρκαγιές. Στην κτηνοτροφία, τα προβλήματα εντοπίζονται στην βαθμιαία γήρανση των κτηνοτρόφων και στη διατροφή των ζώων. Οι βοσκότοποι υποχρησιμοποιούνται λόγω της στροφής των κτηνοτρόφων στις συγκομιζόμενες ζωοτροφές με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται και να συσσωρεύουν οργανική ουσία, η οποία οδηγεί και πάλι στις πυρκαγιές.