Εποχιακή μεταβολή της θρεπτικής αξίας της ασφάκας (Phlomis fruticosa L.) στην ημιορεινή ζώνη της Ηπείρου
H ασφάκα (Phlomis fruticosa L.) είναι ένα φυτό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών (Lamiaceae ή Labiaceae) και συγκροτεί φυτοκοινότητες που είναι γνωστές ως ασφακώνες. Στην Ήπειρο οι ασφακώνες αποτελούν σημαντικό νομευτικό πόρο για την ποιμενική προβατοτροφία και την αγελαία βοοτροφία. Αντικειμενικός σκοπός της έρευνας ήταν η εκτίμηση της θρεπτικής αξίας των διαφόρων τμημάτων του φυτού της ασφάκας κατά φαινολογικό στάδιο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό ασφακώνα του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων. Η πειραματική διαδικασία περιελάμβανε τη μηνιαία συλλογή δειγμάτων υπέργειων βλαστών ασφάκας από τον Απρίλιο του 1992 έως και τον Απρίλιο του 1993. Τα δείγματα αυτά διαχωρίστηκαν σε φύλλα, βλαστούς και άνθη τα οποία υποβλήθηκαν σε χημικές αναλύσεις για τον προσδιορισμό των ΑΟ, NDF, ADF, ημικυτταρινών, κυτταρίνης, λιγνίνης και της in vitro πεπτικότητας της οργανικής ουσίας (IVOMD). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η ασφάκα παρουσιάζει σχετικά υψηλά επίπεδα ΑΟ (12,4 – 20,1%), NDF (41,3 – 61,4%) και λιγνίνης (8,8 – 18,2%) στα φύλλα αλλά μικρή IVOMD (0,400 – 0,517), ενώ οι βλαστοί της εμφανίζουν μικρότερη (P<0,05) περιεκτικότητα σε ΑΟ (4,9 – 9,6%), IVOMD (0,419 – 0,460) και μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε NDF (57,7 – 73,1%) και λιγνίνη (12,8 – 21,8%). Τα άνθη βρέθηκε να έχουν τη μικρότερη περιεκτικότητα σε λιγνίνη (7,1 – 15,0%), ενώ η περιεκτικότητα τους σε ΑΟ (10,3 – 11,5%), NDF (55,3 – 57,4%) και η IVOMD (0,321 – 0,547) ήταν μικρότερη (P<0,05) από τα φύλλα και μεγαλύτερη (P<0.05) από τους βλαστούς. Η μικρή IVOMD της ασφάκας συνδέεται, εκτός από την υψηλή περιεκτικότητα σε λιγνίνη, με την ύπαρξη φαινολικών ενώσεων. Επομένως, για να είναι δυνατή η αξιοποίηση των πρωτεϊνών της ασφάκας, η έρευνα πρέπει να επικεντρωθεί στην επιλογή τύπων ασφάκας, οι οποίοι βόσκονται περισσότερο από άλλους με παράλληλη προσπάθεια βελτίωσης της ικανότητας πρόσληψής της από τα αγροτικά ζώα.
Επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υπέργεια βιομάζα θαμνολίβαδων της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
Κάθε χρόνο καίγονται χιλιάδες στρέμματα δασικών εκτάσεων από τις οποίες ένα μεγάλο μέρος ανήκει στις λιβαδικές εκτάσεις, που με τον τρόπο αυτό υποβαθμίζονται σημαντικά. Η υποβάθμιση αυτή αναφέρεται στην μείωση ή και εξαφάνιση κάποιων ειδών χλωρίδας και πανίδας, τη διάβρωση του εδάφους, την πτώση της παραγωγικότητας, καθώς και την απογύμνωση κάποιων περιοχών. Η παρούσα έρευνα έγινε σε έκταση 5.632 στρεμμάτων που είχε καεί το 2007 και βρίσκεται μεταξύ των Δημοτικών Διαμερισμάτων Λοφίσκου και Κολχικού της επαρχίας Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή επικρατούν τα θαμνολίβαδα με κυρίαρχα ξυλώδη είδη το πουρνάρι (Quercus coccifera) και τη γκορτσιά (Pyrus spinosa). Σε τρεις βαθμούς συγκόμωσης (10-40% – αραιό, 41-70% – μεσαίο και 71-100% – πυκνό) και με τρεις επαναλήψεις σε καμένη και σε άκαυτη περιοχή έγιναν μετρήσεις της παραγωγής της υπέργειας βιομάζας (ποώδους και ξυλώδους) στο τέλος της αυξητικής περιόδου. Τα δείγματα μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο και ακολούθησε ξήρανση και ζύγιση. Η παραγωγή της ποώδους βλάστησης αυξήθηκε στατιστικά σημαντικά δύο έτη μετά την πυρκαγιά, ενώ εκείνη της ξυλώδους βλάστησης μειώθηκε με αποτέλεσμα η συνολική παραγωγή (ποώδης και ξυλώδης) να μη διαφέρει στατιστικά μεταξύ των καμένων και άκαυτων θαμνολίβαδων. Υπήρχαν όμως στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ποώδη παραγωγή μεταξύ των τριών βαθμών συγκόμωσης με το μεσαίο να υπερέχει των δύο άλλων.
Η αντοχή των ειδών του γένους Aegilops σε αβιοτική και βιοτική καταπόνηση
Το γένος Aegilops ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών. Χαρακτηρίζεται ως Μεσογειακό – Δ. Ασιατικό είδος και περιλαμβάνει διπλοειδή, τετραπλοειδή και εξαπλοειδή είδη, με αρκετές ομοιότητες με το γένος Triticum. Τα είδη του γένους Aegilops επηρεάζονται από αβιοτικούς και βιοτικούς παράγοντες, οι επιδράσεις των οποίων διαφέρουν και μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο μεταβολισμό και την ανάπτυξή τους. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι τα είδη του γένους Aegilops εμφανίζουν ανθεκτικότητα σε ποικίλους αβιοτικούς (π.χ. ξηρασία, θερμοκρασία, αλατότητα) και βιοτικούς (ασθένειες, μύκητες) παράγοντες, θέτοντας σε λειτουργία πολύπλοκους οικοφυσιολογικούς και μορφολογικούς μηχανισμούς. Το γεγονός αυτό καθιστά το γένος Aegilops πολύτιμο για βελτίωση της ανθεκτικότητας άλλων ποωδών φυτών σε αβιοτικές και βιοτικές καταπονήσεις. Σκοπός της εργασίας ήταν η βιβλιογραφική ανασκόπηση της αντοχής των ειδών του γένους Aegilops σε αβιοτικές και βιοτικές καταπονήσεις.
Αξιολόγηση των χορτοδοτικών ψυχανθών ηδύσαρου και περσικού τριφυλλιού στην περιοχή της Άρτας
Στις Μεσογειακές περιοχές οι φθινοπωρινές χορτοδοτικές καλλιέργειες χαρακτηρίζονται από μειωμένους ρυθμούς αύξησης και μικρή ανάπτυξη φυτείας με αποτέλεσμα τη μειωμένη κάλυψη των διατροφικών αναγκών των αγροτικών ζώων στη διάρκεια των χειμερινών μηνών και στις αρχές της άνοιξης. Σκοπός της εργασίας ήταν η σύγκριση των αποδόσεων σε ξηρή μάζα και της αναλογίας ξηρού βάρους φύλλων προς στελέχη των χορτοδοτικών ψυχανθών ηδύσαρου (Hedysarum coronarium L.) και περσικού τριφυλλιού (Trifolium resupinatum L.) που σπάρθηκαν σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες σποράς το φθινόπωρο. Στο χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Ιουλίου πραγματοποιήθηκαν δύο κοπές για το ηδύσαρο και τέσσερις κοπές για το περσικό τριφύλλι. Γενικά η όψιμη σπορά και στα δύο φυτικά είδη παρουσίασε μειωμένη απόδοση και μικρότερη αναλογία ξηρού βάρους φύλλων προς στελέχη συγκριτικά με την πρώιμη. Μέσα σε κάθε σπορά παρατηρήθηκαν αυξημένες αποδόσεις στις πρώιμες κοπές.
Έρευνα φυτοποικιλότητας του έλους Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Ν. Καρδίτσας
Οι κυρίαρχοι τύποι κάλυψης γης στην πεδινή Θεσσαλία περιορίζονται σε καλλιεργούμενα γεωργικά εδάφη, βοσκόμενες εκτάσεις, οικισμούς και μια στενή λωρίδα παραποτάμιας βλάστησης κατά μήκος του Πηνειού και των παραποτάμων του. Οι εκτάσεις και οι μικροθέσεις εκείνες που απέμειναν μέχρι σήμερα και συνεχίζουν να φιλοξενούν πρωτογενή οικολογικά στοιχεία της Θεσσαλίας είναι ελάχιστες. Επομένως, η οικολογική αξία του έλους Μεταμόρφωσης εντείνεται αν συνυπολογιστεί ότι στα πεδινά του νομού Καρδίτσας οι περισσότερες εκτάσεις μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα ήταν ελώδεις ή εποχικά κατακλυζόμενες από πλημμυρικά ύδατα. Στην περιοχή έρευνας εντοπίζονται πέντε τύποι οικοτόπων Natura 2000. Οι τύποι βλάστησης διακρίνονται σε ποολίβαδα, καλαμιώνες και μικτή (ενδιάμεση) βλάστηση. Ο σκοπός της εργασίας είναι να καταδείξει, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, τη χλωριδική ποικιλότητα του Έλους Μεταμόρφωσης του Σωτήρος Ν. Καρδίτσας. Συγκεκριμένα αναλύθηκε και ποσοτικοποιήθηκε η χλωριδική ποικιλότητα των τριών κυρίαρχων τύπων βλάστησης (ποολίβαδο, καλαμιώνας, μικτός τύπος χερσαίας βλάστησης) με τη χρήση δεικτών. Η έρευνα έδειξε ότι το ποολίβαδο υποστηρίζει μεγαλύτερο συνολικό αριθμό φυτικών ατόμων (αφθονία), έναντι των άλλων τύπων βλάστησης που μελετήθηκαν (καλαμιώνες και μικτός τύπος βλάστησης), ενώ ο μικτός τύπος υποστηρίζει μεγαλύτερο αριθμό φυτικών ειδών (καταγραφόμενο και μαθηματικά εκτιμώμενο) (πλούτος ειδών), έναντι των άλλων τύπων βλάστησης. Η έρευνα αυτή πρέπει να ακολουθηθεί από σειρά άλλων ερευνών και μελετών ώστε να τεθούν οι όροι προστασίας, διαχείρισης και ανάδειξης ενός τόσου σημαντικού οικοσυστήματος.