Τα στρουθιόμορφα των αγροδασικών συστημάτων στην Ελλάδα
Στην παρούσα εργασία με βάση την ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας έγινε μια προσπάθεια προσδιορισμού των διαφόρων στρουθιόμορφων ειδών (Passeriformes) που απαντώνται στα ελληνικά αγροδασικά συστήματα, της ταξινόμησης τους στα διάφορα ενδιαιτήματα και των απαιτήσεων των διαφόρων ειδών για την κάλυψη των βασικών βιολογικών αναγκών για επιβίωση και αναπαραγωγή. Επίσης αναφέρονται τα προβλήματα προστασίας και διαχείρισης των αγροδασικών συστημάτων με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Από τα 138 είδη που εμφανίζονται συστηματικά στην Ελλάδα τα 102 ενδιαιτούν σε αγροδασικά συστήματα διάφορες εποχές του έτους. Εξαπλώνονται από την πεδινή έως την ψευδαλπική ζώνη και εμφανίζονται σε όλη την ελληνική επικράτεια.
Διερεύνηση για την καταλληλότητα ενδιαιτημάτων με σκοπό την επανεισαγωγή του ελαφιού στο Γράμμο
Η εξάπλωση του ελαφιού στην Ελλάδα έχει περιοριστεί σε δύο μόνο ορεινούς όγκους. Αντικείμενο αυτής της έρευνας ήταν η διερεύνηση της δυνατότητας εγκατάστασης ενός βιώσιμου πληθυσμού στην περιοχή του Γράμμου. Λαμβάνοντας υπόψη τη συμπεριφορά και κοινωνική οργάνωση του ελαφιού, τη διατροφή, τα είδη ενδιαιτημάτων και τους χώρους που προτιμά για βόσκηση και τις ανάγκες για ασφαλές καταφύγιο κατά τη χειμερινή και καλοκαιρινή περίοδο, δημιουργήθηκε ένα ποιοτικό μοντέλο καταλληλότητας ενδιαιτήματος. Παράγοντες όπως η δασική βλάστηση και η φυσιογραφία της περιοχής (υψόμετρο, κλίσεις, έκθεση) συνδυάστηκαν για να καθοριστεί η καταλληλότητα του ενδιαιτήματος του είδους (όχληση, τροφική διαθεσιμότητα και τοπογραφία). Διαπιστώθηκε ότι τη μεγαλύτερη καταλληλότητα παρουσιάζουν τα δρυοδάση με αραιά ξυλώδη κάλυψη (10-40%) με διαχειριστική μορφή που ευνοεί την αναγέννηση (αναγωγική ή διφυής) και στα οποία ευνοείται η ανάπτυξη πλούσιας ποώδους βλάστησης στον υπόροφο.
Διαχρονικό μοντέλο προσομοίωσης των σχέσεων βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
Η εργασία παρουσιάζει την ανάπτυξη ενός δυναμικού μοντέλου προσομοίωσης της βόσκησης και λιβαδικής παραγωγής στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Στόχος του μοντέλου αποτελεί η εύρεση της διαχρονικά ιδανικής περιβαλλοντικής ισορροπίας μεταξύ των βοσκόντων αγροτικών ζώων και της λιβαδικής παραγωγής, έτσι ώστε να ελεγχθούν αν οι εφαρμοζόμενες διαχειριστικές πρακτικές οδηγούν στην υποβάθμιση των λιβαδιών είτε λόγω υπερβόσκησης, είτε λόγω υποχρησιμοποίησης της βοσκήσιμης ύλης. Το μοντέλο προσομοίωσης συσχετίζει την πίεση της βόσκησης που ασκούν διαχρονικά τα αγροτικά ζώα στην ανάπτυξη και διαθεσιμότητα της βοσκήσιμης ύλης, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων με τη βοήθεια διαφορικών εξισώσεων, της βροχόπτωσης, του ρυθμού αποσύνθεσης των φυτών, της ετήσιας κατανάλωσης των ζώων και τις αυξομειώσεις του αριθμού των κοπαδιών που προκαλεί η διαθεσιμότητα της τροφής. Το μοντέλο εφαρμόστηκε στα φυσικά λιβάδια της επαρχίας Λαγκαδά για ένα χρονικό διάστημα 140 ετών (1961 – 2100). Tα αποτελέσματα δείχνουν ότι, με βάση τη διαθέσιμη λιβαδική παραγωγή, μια τιμή βοσκοφόρτωσης 140 με 150 μικρών ζωικών μονάδων/km2 είναι αποδεκτή. Η εφαρμογή της υπάρχουσας διαχείρισης, που περιλαμβάνει εκτεταμένη χρήση έτοιμων ζωοτροφών και ανισοκατανομή του ζωικού κεφαλαίου στο χώρο (υπερβόσκηση και υποχρησιμοποίηση μεγάλου μέρους των φυσικών λιβαδιών) εμποδίζει τη διατήρηση διαχρονικής περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Αγροδασικά οικοσυστήματα στο Δήμο Καρύστου, Ν. Εύβοια: Απογραφή και Αποδοχή
Η αγροδασοπονία περιλαμβάνει τα αειφόρα συστήματα χρήσης της γης όπου η ολική παραγωγή αυξάνεται, συνδυάζοντας γεωργικά και δενδρώδη φυτά και/ή αγροτικά ζώα, και εφαρμόζει πρακτικές διαχείρισης συμβατές προς τις καλλιεργητικές παραδόσεις του τοπικού πληθυσμού. Η απογραφή των συστημάτων αυτών είναι σημαντική για την περαιτέρω μελέτη, διατήρηση και διάδοσή τους. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η παρουσίαση των αποτελεσμάτων έρευνας σχετικά με τα αγροδασικά οικοσυστήματα στο Δήμο Καρύστου, Ν. Εύβοιας. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι τα αγροδασικά οικοσυστήματα καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις. Οι ιδιοκτήτες τα διατηρούν ως παραδοσιακή χρήση γης και δηλώνουν ικανοποιημένοι από την απόδοσή τους. Τα προϊόντα των συστημάτων αυτών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «βιολογικά», ικανοποιούν τις οικογενειακές ανάγκες των ιδιοκτητών. Η ελιά και τα πρόβατα συμμετέχουν στα περισσότερα αγροδασικά συστήματα της περιοχής. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά για το μέλλον των συστημάτων αυτών ενώ με την κατάλληλη ενημέρωση και κίνητρα θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω η αποδοχή τους από τους ντόπιους καλλιεργητές.
Το προεξοφλητικό επιτόκιο στα πλαίσια αξιολόγησης επενδύσεων στα λιβαδικά οικοσυστήματα
Η εργασία αυτή αποσκοπεί στην ανάλυση και αξιολόγηση επενδύσεων στη Λιβαδοπονία, χρησιμοποιώντας το εργαλείο του προεξοφλητικού επιτοκίου. Η κυριότερη παράμετρος που εξετάζεται κατά τον υπολογισμό του προεξοφλητικού επιτοκίου είναι η διάρκεια ζωής της επένδυσης, που ποικίλει ανάλογα με το είδος του έργου. Αναμφισβήτητο χαρακτηριστικό των λιβαδικών οικοσυστημάτων είναι η έντονη βιοποικιλότητά τους. Το γεγονός όμως ότι δεν έχει καταγραφεί στο σύνολό της η χλωρίδα και η πανίδα αυτών, καθιστά επιτακτική την ανάγκη να χρησιμοποιείται το κατά το δυνατόν χαμηλότερο προεξοφλητικό επιτόκιο (όχι όμως μηδενικό), δίνοντας έτσι υψηλή αξία στην ωφέλεια που θα προκύψει για τις μελλοντικές γενεές υπό το πρίσμα πάντοτε της αειφορικής και βιώσιμης ανάπτυξης. Παράλληλα θα πρέπει να διενεργείται μια ανάλυση ευαισθησίας ώστε να προσδιορίζεται ανώτερο και κατώτερο όριο απόδοσης της επένδυσης προκειμένου ο αρμόδιος λήπτης αποφάσεων να είναι πιο ευέλικτος στην σχετική με την επένδυση πρότασή του.