Σύνθεση και δομή της βλάστησης μετά από διακοπή της βόσκησης σε ποολίβαδο του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων
Σε ποολίβαδο του λεκανοπεδίου Ιωαννίνων εγκαταστάθηκε πείραμα με σκοπό να μελετηθεί πώς θα επηρεάσει τη σύνθεση και τη δομή της βλάστησης η διακοπή της βόσκησης επί τέσσερα έτη και η εφαρμογή μόνο κοπής σε συνδυασμό με προσθήκη Ν. Έγινε μέτρηση της κάλυψης, και της σύνθεσης της βλάστησης με τη μέθοδο των σημείων και της συχνότητας εμφάνισης των κυριοτέρων ειδών, του αριθμού και της ποικιλότητας των ειδών σε εννέα σταθερά τετράγωνα 0,25 m2. Η κάλυψη δε διαφοροποιήθηκε σημαντικά μεταξύ των δύο διαχειρίσεων την άνοιξη και παρουσίασε βαθμιαία αύξηση με το έτος το φθινόπωρο. Το ποσοστό του συνόλου των αγρωστωδών παρουσίασε βαθμιαία αύξηση μετά τη διακοπή της βόσκησης την άνοιξη και το φθινόπωρο, ιδιαίτερα μετά από προσθήκη Ν, λόγω της αύξησης του ποσοστού και της συχνότητας των κυρίαρχων ετήσιων αγρωστωδών Bromus hordeaceus και Alopecurus urticulatus, ιδιαίτερα μετά από προσθήκη Ν. Το αντίθετο παρατηρήθηκε στο σύνολο των ψυχανθών και των πλατύφυλλων. Στη διαχείριση κοπής, η συχνότητα των ψυχανθών και των πλατυφύλλων μειώθηκε ακόμη και όταν δεν προστέθηκε Ν, λόγω της μείωσης των Trifolium spp. και Rannunculus sardous. Το πολυετές αγρωστώδες Holcus lanatus παρουσίασε επίσης προοδευτική μείωση του ποσοστού και της συχνότητας με την πάροδο των ετών, ιδιαίτερα μετά την προσθήκη Ν στη διαχείριση κοπής. Ο αριθμός των ειδών και η ποικιλότητα δε διαφοροποιήθηκαν μετά τη διακοπή της βόσκησης, ενώ μειώθηκαν μετά την προσθήκη Ν.
Κτηνοτροφική δραστηριότητα στο όρος Πάικο κατά τις τρεις τελευταίες χιλιετίες, σύμφωνα με παλυνολογικά και ιστορικά δεδομένα
Οι βοσκότοποι του όρους Πάικου αποτελούν σημαντικό τμήμα της σημερινής φυτοκάλυψής του, αλλά και της αντίστοιχης του παρελθόντος, σύμφωνα με τα αποτελέσματα παλυνολογικής έρευνας. Το διάγραμμα γύρης, από την περιοχή αυτή, αναπαριστά την ιστορική εξέλιξη της βλάστησης για περίοδο τριών χιλιετιών. Από τα δεδομένα του διαγράμματος επισημαίνονται τα στοιχεία-ενδείξεις βόσκησης, τα οποία παρουσιάζουν αυξομειώσεις, αντικατοπτρίζοντας περιόδους έξαρσης και περιορισμού της διαχρονικής κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Με τα δεδομένα αυτά, το διάγραμμα διακρίνεται σε οκτώ επιμέρους φάσεις, προσδιορισμένης χρονικής περιόδου, οι οποίες συσχετίζονται με τα εκάστοτε ιστορικά στοιχεία της περιοχής.
Εποχιακή μεταβολή ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της ψευδαλπικής και χαμηλής ζώνης
Τα ποολίβαδα της χώρας μας αποτελούν ζωτικούς χώρους για την κτηνοτροφία εξασφαλίζοντας πολύτιμη βοσκήσιμη ύλη σε διάφορες εποχές του έτους. Η βοσκήσιμη ύλη των ποολίβαδων της χαμηλής και μεσαίας υψομετρικής ζώνης ξηραίνεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και είναι χαμηλής περιεκτικότητας σε ολικές πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα να μην καλύπτει ούτε τις ανάγκες συντήρησης των ζώων. Αντίθετα, η βοσκήσιμη ύλη των ψευδαλπικών ποολίβαδων καλύπτει τις αντίστοιχες ανάγκες των ζώων για την ίδια περίοδο. Στην παρούσα εργασία, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα έρευνας σχετικά με την επίδραση των εδαφοκλιματικών παραγόντων στη σύνθεση της βλάστησης, καθώς και της εποχιακής μεταβολής της ποσότητας και ποιότητας της βοσκήσιμης ύλης ποολίβαδων της ψευδαλπικής και χαμηλής οικολογικής ζώνης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η εποχιακή και ετήσια μεταβολή της ποσότητας της βοσκήσιμης ύλης εξαρτάται από το ύψος και την κατανομή των κατακρημνισμάτων και της θερμοκρασίας με το μέγιστο να φθάνει σε ποολίβαδο της χαμηλής ζώνης στην περιοχή Αμφιθέας Λαρίσης στα μέσα Μαΐου, ενώ σε ορεινό ποολίβαδο στην περιοχή Βλάστης Κοζάνης βρέθηκε κατά το μήνα Ιούνιο. Η ποσότητα της βοσκήσιμης του Μαΐου στα ποολίβαδα της χαμηλής ζώνης επηρεάζεται από τα αθροιστικά κατακρημνίσματα των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου και αρνητικά από τη θερμοκρασία του Μαρτίου, ενώ η παραγωγή του Ιουνίου στα ποολίβαδα της ψευδαλπικής ζώνης επηρεάζεται από τα κατακρημνίσματα κατά τη διάρκεια της αυξητικής περιόδου των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου.
Συμβολή στη γνώση της χλωρίδας της Δυτικής Ευρυτανίας με έμφαση στις λιβαδικές εκτάσεις
Η περιοχή της Δυτικής Ευρυτανίας περιλαμβάνει ετερογενή περιβάλλοντα με υψηλά όρη, ποταμούς, παραλίμνιες περιοχές και εκτάσεις χαμηλού υψομέτρου, τα οποία δικαιολογούν μία πλούσια χλωρίδα. Παρόλα αυτά, τα στοιχεία για τη χλωρίδα της περιοχής είναι λίγα και σαφώς ελλιπή. Στην παρούσα εργασία η περιοχή μελέτης ορίζεται γεωγραφικά και παρουσιάζονται πρόδρομα χλωριδικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε συλλογές τουλάχιστον 630 φυτικών δειγμάτων από υψόμετρα που κυμαίνονται μεταξύ 300 και 2000 m. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί σε λιβαδικές εκτάσεις και σε περιοχές που βόσκονται, περισσότερο ή λιγότερο εντατικά. Παρουσιάζεται ένας προκαταρκτικός χλωριδικός κατάλογος και δίδονται ακριβή στοιχεία για τις θέσεις συλλογής του έτους 2001. Πρόδρομες παρατηρήσεις που σχετίζονται με τα αποτελέσματα της ανθρώπινης επίδρασης στη χλωρίδα και τους βιοτόπους της περιοχής έχουν επίσης παρατεθεί. Η μακροχρόνια ανθρωπογενής επίδραση (βόσκηση, ξύλευση, φωτιά, καλλιέργεια) έχει επιδράσει, ιδιαίτερα σε ορισμένες θέσεις, στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και έχει πιθανώς οδηγήσει σε χλωριδικές ανακατατάξεις.
Η άσκηση παράνομης βοσκής στη Στερεά Ελλάδα κατά την περίοδο 1970 – 1995
Τα δασικά οικοσυστήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Παρέχουν πλήθος αγαθών και υπηρεσιών συμβάλλοντας καθοριστικά στη βελτίωση και καλυτέρευση των συνθηκών ζωής. Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν κατά καιρούς τα δασικά οικοσυστήματα σχετίζονται περισσότερο με την εντατική εκμετάλλευση, την παράνομη υλοτομία, τη λαθροθηρία, τους εμπρησμούς, την οικοπεδοποίηση, την παράνομη βοσκή και άλλες παράνομες ανθρώπινες παρεμβάσεις και επεμβάσεις. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση βασικών νομοθετικών διατάξεων που αφορούν τον τρόπο άσκησης της βοσκής στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα γίνεται εκτενή αναφορά σε νομοθετήματα που έχουν θεσπιστεί κατά καιρούς στον Ελλαδικό χώρο και ρυθμίζουν την άσκηση βοσκής, καθώς και τις ποινικές και αστικές κυρώσεις που είναι δυνατό να επιβληθούν σε όσους επιχειρούν παράνομες δραστηριότητες. Συμπερασματικά αναφέρεται ότι ο μεγαλύτερος αριθμός αδικημάτων εντοπίζεται στο νομό Αιτωλοακαρνανίας και ανέρχεται σε 4.933 παράνομες πράξεις. Συνολικά για την περίοδο 1970 – 1995 τελέστηκαν 19.027 άδικες πράξεις που αφορούν την παράνομη βοσκή. Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι προκύπτει μια σταδιακή μείωση των παραβάσεων βοσκής.