Η βλάστηση θαμνώνων οξύκεδρης αρκεύθου (Juniperus oxycedrus L. ssp. oxycedrus) στο όρος Όρβηλος (Α. Μακεδονία, Νομός Δράμας, Ελλάδα)
Στο ανατολικό τμήμα του Ορβήλου εμφανίζονται θαμνώνες όπου κυριαρχεί το είδος Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus. Σταδιακά στη σύνθεση αυτών των θαμνώνων, κυρίως στα μεγαλύτερα υψόμετρα, εισχωρούν τα είδη Pinus nigra και Ostrya carpinifolia, τα οποία στη συνέχεια σχηματίζουν αμιγή δάση. Η βλάστηση των θαμνώνων οξύκεδρης αρκεύθου του Ορβήλου μελετήθηκε με τη βοήθεια οκτώ (8) δειγματοληπτικών επιφανειών, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο του Braun-Blanquet. Διακρίθηκε η Juniperus oxycedrus ssp. oxycedrus – κοινότητα, που ερευνήθηκε ως προς τη δομή και τη χλωριδική της σύνθεση, ενώ παράλληλα παρουσιάζονται το οικολογικό, βιολογικό και χωρολογικό φάσμα της.
Καταγραφές Μακρομυκήτων σε ποολίβαδα της Ελλάδας
Στη γενικότερη προσπάθεια καταγραφής της ελληνικής μυκοχλωρίδας 52 είδη Μακρομυκήτων καταγράφηκαν σε ποολίβαδα. Από αυτά 45 είδη βρέθηκαν αποκλειστικά σε ποολίβαδα ενώ 7 είδη βρέθηκαν και σε δασικούς βιοτόπους. Η διασπορά των ειδών στις διάφορες λιβαδικές ζώνες είναι: Χαμηλή-41, Ημιορεινή-16, Υψηλή-16 και Υπαλπική-10 είδη. Η κατανομή των 255 καταγραφών που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας έχει ως εξής: Χαμηλή-159, Ημιορεινή- 44, Υψηλή-31 και Υπαλπική-21 καταγραφές. Ορισμένοι μύκητες όπως οι Calvatia utriformis, Agaricus sylvaticus, απαντώνται αποκλειστικά στην Υψηλή και Υπαλπική ζώνη ενώ άλλοι όπως οι Marasmius oreades και Stropharia coronilla καταγράφηκαν κυρίως στη Χαμηλή και Ημιορεινή ζώνη. Η πλειονότητα πάντως των καταγραφέντων μυκήτων αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο υψομετρικό εύρος. Συμπεραίνεται ότι περισσότερα είδη και συχνότερη εμφάνιση καρποφοριών απαντώνται στη Χαμηλή και Ημιορεινή ζώνη. Ποσοστό 71,1% των ειδών βρέθηκε να καρποφορεί κατά τους φθινοπωρινούς μήνες και μόνον 12,2% το καλοκαίρι. Ομοίως ποσοστό 74,5% των καταγραφέντων καρποφοριών έγινε το φθινόπωρο ενώ μόνο 5,9% βρέθηκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ένα μόνο είδος θεωρείται δηλητηριώδες ενώ 31 άλλα δεν είναι εδώδιμα. Μερικά από τα 20 εδώδιμα είδη συγκαταλέγονται μεταξύ των δημοφιλέστερων στην Ελλάδα. Η συμμετοχή των καρποφοριών των Μακρομυκήτων στο διαιτολόγιο των άγριων και εκτρεφόμενων ζώων σχολιάζεται.
Παραγωγικότητα πέντε ξηρικών τεχνητών λειμώνων και της αυτοφυούς βλάστησης στο Λιθοχώρι Ευρυτανίας*
Σκοπός του πειράματος ήταν η μελέτη της παραγωγικότητας πέντε ξηρικών διφυτικών τεχνητών λειμώνων και της αυτοφυούς βλάστησης σε μία ορεινή περιοχή. Τα διφυτικά μείγματα είχαν σταθερό το αγρωστώδες (Lolium perenne) που συγκαλλιεργήθηκε με ένα από τα παρακάτω ψυχανθή: Lotus corniculatus, Medicago sativa, Trifolium hybridum, T. pratense και T. repens. Σα μάρτυρας χρησιμοποιήθηκε η αυτοφυής βλάστηση (χωρίς εδαφοκατεργασία). Η παραγωγή για τον πρώτο παραγωγικό χρόνο ήταν από 740-1600 g m-2 ξηρής ύλης και το δεύτερο από 560-1540 g m-2 ξηρής ύλης. Ο πιο παραγωγικός τεχνητός λειμώνας ήταν αυτός με το T. repens. Η ανάλυση της βοτανικής σύνθεσης των φυτών κάθε επέμβασης (αγρωστώδες, ψυχανθές και αυτοφυής βλάστηση) έδειξε μια σχετικά μικρή συμμετοχή του L. perenne. Η παραγωγικότητα της αυτοφυούς βλάστησης ήταν πολύ ικανοποιητική σε σύγκριση με την παραγωγικότητα των τεχνητών λειμώνων και με αρκετά καλή βοτανική σύνθεση.
Επιδράσεις της βόσκησης βούβαλων (Bubalus bubalis) στη βλάστηση της παραλίμνιας ζώνης της λίμνης Μικρή Πρέσπα
Η βόσκηση μεγάλων κτηνοτροφικών ζώων στους παραλίμνιους βοσκότοπους αποτελεί μια πολύ αποτελεσματική μέθοδο διαχείρισης της παρόχθιας βλάστησης, που έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ή / και την αποκατάσταση των υγρών λιβαδιών. Τα υγρά λιβάδια αποτελούν σημαντικά ενδιαιτήματα για την αναπαραγωγή των ψαριών της λίμνης, τη διατροφή πολλών απειλούμενων ειδών πουλιών και παρουσιάζουν υψηλές συγκεντρώσεις ασπόνδυλων, αμφιβίων και ερπετών. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η μελέτη των επιδράσεων της βόσκησης βούβαλων στη σύνθεση και δομή της παραλίμνιας βλάστησης στη λίμνη Μικρή Πρέσπα την τριετία 1997-1999. Οι επιδράσεις της βόσκησης στην κάλυψη και σύνθεση μετρήθηκαν με τη λήψη τομών βλάστησης από τα υψομετρικά υψηλότερα και ξηρότερα τμήματα προς τις χαμηλότερες και πιο υγρές ζώνες βλάστησης της πειραματικής περιοχής. Επιπλέον, μετρήθηκαν το ύψος και η πυκνότητα του καλαμιού Phragmites australis σε βοσκόμενες και μη επιφάνειες. Η σημαντικότερη επίδραση ήταν η μείωση του καλαμιού στις περιοδικά κατακλυζόμενες ζώνες και η αύξηση του ποσοστού της ξηροφυλλάδας και του γυμνού εδάφους στις βοσκόμενες επιφάνειες.
Προσδιορισμός της συμβιωτικής αζωτοδέσμευσης του Trifolium repens με τη μέθοδο της φυσικής αφθονίας 15Ν (δ15Ν)
Η μέθοδος της φυσικής αφθονίας 15Ν (δ15Ν) χρησιμοποιείται με επιτυχία πάνω από δύο δεκαετίες για τον προσδιορισμό της συμβιωτικής αζωτοδέσμευσης σε φυσικά, ημιφυσικά και καλλιεργούμενα οικοσυστήματα. Η εφαρμογή της στηρίζεται στην ύπαρξη διαφορών στη φυσική αφθονία 15Ν στους ιστούς ενός αζωτοδεσμευτικού είδους (δ15Ν≤0‰) και ενός μη αζωτοδεσμευτικού είδους (δ15Ν≥0) που χρησιμοποιείται ως μάρτυρας. Σε τέσσερις δειγματοληψίες που πραγματοποιήθηκαν σε ένα ορεινό ποολίβαδο της Βόρειας Ελλάδας κατά τη βλαστική περίοδο 1998, έγινε προσδιορισμός των τιμών δ15Ν στο ψυχανθές Trifolium repens και σε έξι συνυπάρχοντα είδη (Poa pratensis, Lolium perenne, Festuca valida, Taraxacum officinale, Plantago lanceolata, Achillea millefolium) που αποτέλεσαν τους μάρτυρες. Από τα έξι αυτά είδη, μόνο τα Festuca valida, Taraxacum officinale και Achillea millefolium αποδείχθηκαν κατάλληλα ως μάρτυρες γιατί είχαν τιμές δ15Ν σημαντικά διαφορετικές από τις αντίστοιχες του Trifolium repens και έδιναν αποδεκτές τιμές αζωτοδέσμευσης (μη αρνητικές). Επίσης, ο μέσος όρος των τιμών δ15Ν όλων των ειδών έδωσε αποδεκτές τιμές αζωτοδέσμευσης. Τα ποσοστά της αζωτοδέσμευσης που προσδιορίστηκαν για τους τέσσερις μάρτυρες (Festuca valida, Taraxacum officinale, Achillea millefolium και μέσος όρος τιμών δ15Ν) δε διέφεραν στατιστικώς σημαντικά. Σημαντικές διαφορές βρέθηκαν στα ποσοστά αζωτοδέσμευσης μεταξύ των δειγματοληψιών αφού παρατηρήθηκε μείωση με την πρόοδο της αυξητικής περιόδου. Η αξιοπιστία της μεθόδου της φυσικής αφθονίας δ15Ν είναι μεγάλη όταν τα ποσοστά αζωτοδέσμευσης που προσδιορίζονται είναι υψηλά (>70%). Για όλους τους μάρτυρες (Festuca valida, Taraxacum officinale, Achillea millefolium και μέσος όρος τιμών δ15Ν) και τις 4 δειγματοληψίες, η αζωτοδέσμευση κυμάνθηκε σε ποσοστά >75%, κάτι που καθιστά τη χρήση της μεθόδου αξιόπιστη.