Μεταβολές της κάλυψης της ποώδους βλάστησης και της συνολικής παραγωγής βοσκήσιμης ύλης σε δασολιβαδικό οικοσύστημα υπό κανονική βόσκηση
Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στα ποολίβαδα της ημίξηρης Μεσογειακής ζώνης παρουσιάζει δύο κενά για τη διατροφή των αγροτικών ζώων στη διάρκεια του χειμώνα και του καλοκαιριού. Η δημιουργία δασολιβαδικών οικοσυστημάτων σε υποβαθμισμένα ποολίβαδα της ζώνης αυτής ίσως να αποτελούσε μια καλή λύση αυτού του προβλήματος. Αντικείμενο της έρευνας ήταν η μελέτη της μεταβολής της κάλυψης της ποώδους βλάστησης και της συνολικής παραγωγής σε δασολιβαδικό οικοσύστημα υπό την επίδραση της κανονικής βόσκησης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ένα κοινόχρηστο ποολίβαδο του Δημοτικού Διαμερίσματος Σχολαρίου του Δήμου Εγνατίας. Η πειραματική επιφάνεια χωρίστηκε σε έξι ίσα τμήματα τα οποία περιφράχθηκαν με δικτυωτό σύρμα για να αποφευχθεί η ανεξέλεγκτη βόσκηση. Σε τρία από αυτά εφαρμόστηκε κανονική βόσκηση (0,9 πρόβατα / ha / έτος) ενώ τα υπόλοιπα δε βοσκήθηκαν. Σε όλα τα τμήματα φυτεύτηκαν τα ξυλώδη φυτά Robinia pseudoacacia και Morus alba, σε φυτευτικούς συνδέσμους 1,5μx1,5μ., 2,5μx2,5μ., 3,5μx3,5μ. το καθένα. Η μισή έκταση κάθε ξυλώδους είδους αναμοχλεύτηκε με φρέζα ενώ η υπόλοιπη παρέμεινε με τη φυσική ποώδη βλάστηση. Στις φρεζαρισμένες επιφάνειες της Robinia pseudoacacia σπάρθηκε η Dactylis glomerata cv. palestina, ενώ στις αντίστοιχες της Morus alba σπάρθηκε το Trifolium subterraneum cv. Mt Barker. Το σχέδιο του πειράματος ήταν συνδυασμένοι παράγοντες σε ομάδες και υποομάδες. Από την έρευνα προέκυψε ότι, ανεξάρτητα από τους χειρισμούς βλάστησης, η φυτοκάλυψη όπου δεν εφαρμόστηκε βόσκηση ήταν 92,6% το 1997 ενώ το 1999 αυξήθηκε σε 94,3%. Αντίθετα, όπου εφαρμόστηκε κανονική βόσκηση το ποσοστό φυτοκάλυψης το 1997 ήταν 94,9% και το 1999 μειώθηκε σε 90,7% Στα εισαχθέντα ποώδη διαπιστώθηκε ότι στις επιφάνειες υπό μη βόσκηση η κάλυψη της Dactylis glomerata μειώθηκε κατά 52,6% στο τρίτο έτος, ενώ του Trifolium subterraneum κατά 38,2%. Με την εφαρμογή κανονικής βόσκησης η κάλυψη της Dactylis glomerata μειώθηκε κατά 74% κατά το δεύτερο και τρίτο έτος σε σύγκριση με το πρώτο, ενώ του Trifolium subterraneum μειώθηκε κατά 20,6% από το πρώτο προς το τελευταίο έτος. Η κανονική βόσκηση μείωσε σημαντικά τη συνολική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης του δασολιβαδικού οικοσυστήματος (499,5 χλγ/ha) σε σχέση με τη μη βόσκηση (730 χλγ/ha). Η παραγωγή των ξυλωδών υπό βόσκηση παρουσίασε μείωση 37% ενώ των ποωδών 31%.
Επίδραση της έντασης κοπής στην παραγωγή και ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης του Morus alba L. κατά τη θερινή περίοδο
Στη Μεσογειακή ζώνη η βοσκήσιμη ύλη των ξυλωδών ειδών μπορεί να καλύψει το ποσοτικό και ποιοτικό έλλειμμα που υπάρχει μεταξύ της διαθέσιμης βοσκήσιμης ύλης της ποώδους βλάστησης και των απαιτήσεων των αγροτικών ζώων τη θερινή περίοδο. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση δύο εντάσεων κοπής 30% και 60% του μήκους της τρέχουσας αύξησης των βλαστών του Morus alba, οι οποίες επαναλήφθηκαν τρεις φορές (τέλος Μαΐου, μέσα Ιουλίου, αρχές Σεπτεμβρίου) συγκριτικά με το μάρτυρα (0%), στην ποσοτική και ποιοτική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης φύλλων και βλαστών. Υπολογίστηκε επίσης η σχέση βάρους φύλλων/βλαστών. Η συνολική παραγωγή βοσκήσιμης ύλης του μάρτυρα δε διέφερε σημαντικά από την παραγωγή του χειρισμού κοπής 60%, ενώ αμφότερες ήταν σημαντικά υψηλότερες από την παραγωγή του χειρισμού κοπής 30%. Δεν υπήρχε σημαντική διαφορά στην παραγωγή βάρους φύλλων μεταξύ των χειρισμών κοπής 30% και 60%, ενώ η παραγωγή των φύλλων του μάρτυρα ήταν σημαντικά υψηλότερη από το χειρισμό κοπής 30%. Η παραπάνω διαφορά ήταν αποτέλεσμα της αυξημένης παραγωγής βλαστών (στελεχών) από το μάρτυρα που ήταν υψηλότερη από αμφότερους τους χειρισμούς. Από τα παραπάνω εξηγείται και το γεγονός ότι η σχέση βάρους φύλλων/βλαστών του χειρισμού κοπής 30% ήταν σημαντικά υψηλότερη τόσο από το χειρισμό κοπής 60% όσο και από το μάρτυρα. Η αναλογία βάρους φύλλων/βλαστών συνέβαλε ώστε η θρεπτική αξία της βοσκήσιμης ύλης στους χειρισμούς 30% και 60% να ήταν σημαντικά υψηλότερη από το μάρτυρα, ενώ δεν υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο χειρισμών κοπής. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι με την εφαρμογή των χειρισμών κοπής η παραγωγή φύλλων του Morus alba, που αποτελούνταν κυρίως από αναβλάστηση, διατηρήθηκε σταθερή, ενώ ταυτόχρονα η ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης του διατηρήθηκε υψηλή, γεγονός πολύ σημαντικό για τη διατροφή των αγροτικών ζώων.
Χριστιανική παράδοση και οικολογία λιβαδικού τοπίου
Η νηστεία είναι ένα αρχαιότατο, πανανθρώπινο έθιμο και απαντά σχεδόν σε όλες τις θρησκείες, σε ένδειξη θλίψης ή προπαρασκευής μεγάλων εορτών. Ως θρησκευτικός και μυστηριακός θεσμός, η νηστεία απέβλεπε στον αγνισμό της ψυχής και στην υγεία του σώματος. Η θρησκεία είχε υπό το κύρος της την ιατρική, οι δε ιερείς ήταν και γιατροί υποδεικνύοντας τη νηστεία συχνά ως προληπτικό και θεραπευτικό μέσο. Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία προσάρμοσε και καθιέρωσε τις νηστείες στα πλαίσια της λειτουργίας της φύσης μέσα στον ετήσιο κύκλο, ουσιαστικά με σκοπό την προστασία των φυσικών πόρων. Οι κτηνοτρόφοι, ρυθμίζοντας τον αριθμό των ζώων, την περίοδο αναπαραγωγής κτλ., ανάλογα με τις κοινωνικο-θρησκευτικές παραδόσεις και την επάρκεια τροφής στη φύση, λειτούργησαν μέσα στα πλαίσια μιας πρώτης ολοκληρωμένης προσέγγισης-διαχείρισης των λιβαδικών πόρων, της κτηνοτροφίας και της διαφύλαξης του φυσικού περιβάλλοντος. Η αλληλεξάρτηση χριστιανικής παράδοσης–εορτών–φύσης–κτηνοτρόφων (μείωση αριθμού ζώων) μέσα στον ετήσιο κύκλο δημιούργησε μια δυναμική περιβαλλοντική ισορροπία. Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αλλοτρίωσης των παραδόσεων, αλλά και δημογραφικών αλλαγών στις ορεινές κυρίως περιοχές, η ισόρροπη αυτή σχέση έχει διαταραχθεί με δυσμενείς επιπτώσεις στα τοπία της Ελλάδας. Η διατήρηση και προστασία των φυσικών και πολιτισμικών στοιχείων του τοπίου, καθώς και των χριστιανικών παραδόσεων, αποτελούν την ασφαλιστική δικλείδα για την αειφορική ανάπτυξη και παραγωγή με ταυτόχρονη οικολογική ισορροπία.
Ενδείξεις για τη χρησιμότητα της μηδικής (Medicago sativa L.) σε σχέδια διαχείρισης των τροφικών διαθεσίμων του Ευρωπαϊκού λαγού (Lepus europaeus Pallas) σε κυνηγετικές περιοχές
Ο Ευρωπαϊκός λαγός είναι αποκλειστικά φυτοφάγο είδος. Η τροφή του αποτελείται από πληθώρα φυτικών ειδών προσαρμόζοντας τη δίαιτά του ανάλογα με τα τροφικά διαθέσιμα του βιότοπου όπου ζει. Κύρια τροφή του στο φυσικό περιβάλλον αποτελούν συνήθως τα αγρωστώδη, ενώ τα πλατύφυλλα ποώδη είδη χρησιμοποιούνται από το λαγό συνήθως σε μικρότερα ποσοστά. Στην παρούσα έρευνα τοποθετήθηκαν 16 λαγοί σε ισάριθμες περιφραγμένες εκτάσεις διαφορετικών διαστάσεων στις οποίες είχε γίνει σπορά και επιτυχής εγκατάσταση έξι αγρωστωδών και δύο ψυχανθών ειδών. Παρατηρήθηκε ιδιαίτερη προτίμηση των λαγών για τη μηδική έναντι των αγρωστωδών, γεγονός που αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι η μηδική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στις διαχειριστικές προσπάθειες εξασφάλισης των τροφικών διαθεσίμων του λαγού σε κυνηγετικές περιοχές. Η παραμονή των λαγών για χρονικό διάστημα ενός μηνός στις μικρότερες σε έκταση επιφάνειες είχε ως αποτέλεσμα την υπερχρησιμοποίηση της υπάρχουσας βλάστησης.
Συμβολή στη γνώση της χλωρίδας και της βλάστησης του υγροβιότοπου της λίμνης του Άγρα
Οι φυσιογνωμικά διακριτές ενότητες βλάστησης του υγροβιότoπου της λίμνης του Άγρα παρουσιάζονται και δίδεται ο χάρτης βλάστησης της περιοχής. Οι ενότητες αυτές της βλάστησης, που συντίθεται από 309 φυτικές ταξινομικές μονάδες, εκφράζουν τους 8 διαφορετικούς οικοτόπους της περιοχής, από τους οποίους ο οικότοπος των καλαμώνων καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό στην έκταση. Δίδεται επίσης το βιολογικό και χωρολογικό φάσμα της χλωρίδας της περιοχής μελέτης, καθώς και η κατανομή των φυτικών ειδών στις ενότητες βλάστησης της περιοχής.