Μέθοδοι εκτίμησης ποιότητας βοσκήσιμης ύλης σε δίαιτες αιγών που βόσκουν στα λιβάδια
Η έρευνα σχετικά με τις μεθόδους εκτίμησης της ποιότητας βοσκήσιμης ύλης που επιλέγουν τα ζώα, που βόσκουν στα λιβάδια, επικεντρώθηκε κυρίως στην εύρεση απλών μέσων για την εκτίμηση της θρεπτικής αξίας και αγνόησε τη σημασία της κατανάλωσης και την απόδοση των ζώων. Στην εργασία αυτή συζητούνται οι μέθοδοι, που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της ποιότητας της βοσκήσιμης ύλης σε δίαιτες αιγών, που βόσκουν σε ορεινές περιοχές και δίνεται έμφαση στις νέες μεθόδους (βελτιωμένη in vitro μέθοδο και NIRS).
Η συμβολή της προβατοτροφίας και της αιγοτροφίας στην ανάπτυξη των ορεινών και ημιορεινών περιοχών της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας
Η παρούσα ερευνητική εργασία επικεντρώνεται στην οικονομικότητα και στη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων της παραδοσιακής προβατοτροφίας και αιγοτροφίας κυρίως στον ορεινό και ημιορεινό χώρο της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας σε σχέση με τη λοιπή χώρα, εναλλακτικά χωρίς επιδοτήσεις και με επιδοτήσεις. Όσον αφορά την οικονομικότητα αυτών των εκμεταλλεύσεων, παρουσιάζονται τα τεχνικοοικονομικά δεδομένα και αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, από τη μια μεριά δίνονται η απόδοση των ζώων και η ποσότητα των χορηγούμενων ζωοτροφών, και από την άλλη παρουσιάζονται η ακαθάριστη πρόσοδος, οι δαπάνες παραγωγής, το κέρδος και το εισόδημα, εναλλακτικά χωρίς επιδοτήσεις και με επιδοτήσεις. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα των εν λόγω εκμεταλλεύσεων, γίνεται προσδιορισμός σε επίπεδο Στερεάς Ελλάδας-Εύβοιας και λοιπής χώρας του μεγέθους των αμιγών μονάδων, που εξασφαλίζουν ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο στις κτηνοτροφικές οικογένειες, με κριτήριο το επιτυγχανόμενο γεωργικό οικογενειακό εισόδημα, χωρίς επιδοτήσεις και με επιδοτήσεις. Πιστεύεται πως με την παραπάνω προσέγγιση δίνεται μια καλή εικόνα της σημερινής οικονομικής σπουδαιότητας και συμβολής αλλά και της μελλοντικής δυναμικής των δύο κλάδων ζωικής κατεύθυνσης για την οικονομική ανάπτυξη της συγκεκριμένης περιοχής.
Ελεγχόμενες Κτηνοτροφικές ζώνες για την παραγωγή ασφαλών και πιστοποιημένων προϊόντων ζωικής προέλευσης
Οι «ελεγχόμενες κτηνοτροφικές ζώνες» είναι μια πρόταση που προέκυψε μέσα από την ανάγκη α) παραγωγής ποιοτικών και ασφαλών προϊόντων ζωικής προέλευσης, β) μετατροπής των μειονεκτικών ορεινών περιοχών της χώρας μας σε περιοχές με συγκριτικά πλεονεκτήματα, γ) δημιουργίας βιώσιμης και ανταγωνιστικής κτηνοτροφίας και δ) ισορροπίας του οικοσυστήματος. Η προσπάθεια εντατικοποίησης της ζωικής παραγωγής οδήγησε στην εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας των ζώων (TSE’s), στη δραματική αύξηση της χρήσης των αντιβιοτικών, στην επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων στις εκτροφές και των καταναλωτών, και επιπλέον στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος. Τα παραπάνω είναι μερικά από τα προβλήματα που καθιστούν επιτακτική την ανάγκη της εφαρμογής ενός ολοκληρωμένου προγράμματος ορθής διαχείρισης των ζώων και του φυσικού περιβάλλοντος για να δοθούν διέξοδοι στα χρόνια προβλήματα και να προσδιοριστούν οικονομικά αποδοτικές λύσεις για τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη βιώσιμη και ολοκληρωμένη τοπική ανάπτυξη.
Οικολογία βόσκησης και διαχείριση λιβαδιών: Η περίπτωση των θαμνολίβαδων
Στην εργασία αυτή γίνεται ανασκόπηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων που αναφέρονται στην οικολογία βόσκησης και διαχείριση των θαμνολίβαδων της Ελλάδας που κυριαρχούνται από πουρνάρι (Quercus coccifera L.), με σκοπό να κατανοηθεί καλύτερα το πώς τα ζώα επιλέγουν συγκεκριμένα είδη φυτών και να διατυπωθούν διαχειριστικές προτάσεις. Από την ανασκόπηση αυτή προκύπτει ότι το επιθυμητό ποσοστό ξυλώδους: ποώδους βλάστησης είναι 50:50% και ο διαχειριστικός στόχος είναι η δημιουργία ενός μωσαϊκού τύπων βλάστησης που θα περικλείει ποολίβαδα και θαμνολίβαδα μέτριας πυκνότητας. Σε τέτοια θαμνολίβαδα υπάρχει πράσινη βοσκήσιμη ύλη κυρίως για μικρά μηρυκαστικά σε όλη τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο, μηχανισμοί άμυνας των φυτών έναντι στη βόσκηση επηρεάζουν τη συμπεριφορά βόσκησης των ζώων και περιορίζουν την ικανότητά τους να παράγουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Συγκεκριμένα το πουρνάρι εμφανίζεται με πέντε λιβαδικούς τύπους (I-V) των οποίων οι μηχανισμοί άμυνας που κατατάσσονται σε φυσικούς (π.χ. αγκάθια) και χημικούς (π.χ. τανίνες) καθορίζουν και την επιλογή τους από τα ζώα καθώς και τη λιβαδική τους αξία. Ωστόσο, η κατανομή των θρεπτικών συστατικών και των μηχανισμών άμυνας στις φυτοκοινότητες πουρναριού είναι τέτοια που η προτίμηση για τους λιβαδικούς τύπους πουρναριού από ζώα δικαιολογείται μάλλον από την αποφυγή των τύπων με αυξημένους μηχανισμούς άμυνας παρά από την επιλεκτικότητα για τύπους με υψηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά. Για παράδειγμα, αίγες απέφευγαν το λιβαδικό τύπο πουρναριού V με μεγαλύτερο μέγεθος αγκαθιών και υψηλότερη περιεκτικότητα σε τανίνες σε σύγκριση με τον τύπο II, καθώς και οι δύο τύποι ήταν όμοιας θρεπτικής αξίας. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο τύπος V επιλέγεται από τις αίγες σε αρκετά μεγάλο ποσοστό (37%) συνηγορεί στο ότι οι φυσικοί και χημικοί μηχανισμοί άμυνας του πουρναριού δεν είναι απόλυτοι περιοριστικοί παράγοντες και όλοι οι τύποι μπορούν να βόσκονται από τις αίγες. Τα αποτελέσματα αυτά συνδυαζόμενα με εκείνα που καθόρισαν τους μέχρι τώρα διαχειριστικούς στόχους για τα θαμνολίβαδα συζητούνται και νέες διαχειριστικές απόψεις και προτάσεις διατυπώνονται.
SPUR-91: Ένα μοντέλο προσομοίωσης σε υπολογιστή της παραγωγής και χρήσης των λιβαδικών εκτάσεων
Το άρθρο αυτό παρουσιάζει το μοντέλο προσομοίωσης σε υπολογιστή της παραγωγής και χρήσης των λιβαδικών εκτάσεων (SPUR-91) που αναπτύχθηκε από το U.S. Dept. of Agriculture, Agricultural Research Service. Ο σχεδιασμός του συστήματος είχε σαν σκοπό να δημιουργήσει ένα μοντέλο βασισμένο σε φυσικά δεδομένα για μια περιεκτική προσομοίωση του οικοσυστήματος των λιβαδικών εκτάσεων. Το μοντέλο μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα βοηθητικό εργαλείο έρευνας και διαχειριστικών αποφάσεων, το οποίο έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει ουσιαστικά την ικανότητα των διαχειριστών των λιβαδικών εκτάσεων να προβλέπουν απαντήσεις που σχετίζονται με τις διάφορες διαχειριστικές επεμβάσεις. Ειδικότερα το μοντέλο έχει τη δυνατότητα να:
1. Προβλέπει τις αλλαγές στην ποιότητα και ποσότητα του νερού ως αποτέλεσμα της πρακτικής διαχείρισης.
2. Να προσομοιώνει τις τιμές και ποσότητες απορροής και καθίζησης φερτών υλών που συμβαίνουν στα ρυάκια ή ποταμάκια.
3. Να προβλέπει ανά είδος ή ανά ομάδα ειδών την καθημερινή περιεκτικότητα βιομάζας και αζώτου στη ζώσα και νεκρή βλάστηση της λιβαδικής έκτασης.
4. Να προσομοιώνει την κατά χώρο ετερογένεια των λιβαδικών φυτοκοινωνιών.
5. Να προβλέπει την ανταπόκριση της βλάστησης στη βόσκηση, διαθεσιμότητα αζώτου και νερού.
6. Να προσομοιώνει την απομάκρυνση βοσκήσιμης ύλης από τα ζώα και την άγρια ζωή.
7. Να προμηθεύει με ικανές λεπτομέρειες που θα επιτρέπουν την κατά τόπους προσομοίωση των λεκανών απορροής.
8. Και τέλος, να προμηθεύει χρήσιμες πληροφορίες για την ανάλυση περιβαλλοντικών επιπτώσεων.