Χλωριδική ποικιλότητα ψευδαλπικών λιβαδιών Γράμμου
Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις στη διαχείριση των λιβαδικών, αλλά και γενικότερα των φυσικών οικοσυστημάτων, είναι ο συνδυασμός της αξιοποίησης και της προστασίας τους. Η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική στα ψευδαπαλπικά λιβάδια του Γράμμου, αφού πρόκειται για μια περιοχή που παρουσιάζει σημαντικές φυσικές αξίες, όπου η βόσκηση αποτελεί εδώ και χρόνια μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες. Στην έρευνα αυτή, εκτός από την καταγραφή της χλωρίδας και της βλάστησης, η οποία αποτελεί τη βάση για την περαιτέρω έρευνα και προστασία της περιοχής, επιχειρείται να διαπιστωθεί η σχέση της βόσκησης με τη χλωριδική ποικιλότητα, που ως ένα βαθμό θεωρείται δείκτης σταθερότητας και ισορροπίας για τα φυσικά οικοσυστήματα. Προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος και με βάση προτεινόμενο σχέδιο διαχείρισης των ψευδαλπικών λιβαδιών του Γράμμου διακρίθηκαν 10 λιβαδικές μονάδες. Σε κάθε μία από αυτές μετρήθηκε η βοσκοφόρτωση και η βοσκοϊκανότητα, καθώς και η χλωριδική ποικιλότητα εκφρασμένη με τους δείκτες των Shannon-Weiner, της ισοκατανομής και του πλούτου των φυτικών ειδών. Διακρίθηκαν τρεις ομάδες λιβαδικών μονάδων ανάλογα με την ένταση βόσκησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο δείκτης των Shannon-Weiner εμφανίζεται σημαντικά μεγαλύτερoς στις υπερβοκημένες λιβαδικές μανάδες έναντι των ελαφρώς βασκημένων, ενώ οι δείκτες της ισοκατανομής και του αριθμού των ειδών φαίνεται να μην επηρεάζονται από την ένταση βόσκησης.
Η ποικιλότητα των τύπων οικοτόπων των ελληνικών ποολίβαδων
Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται η ποικιλότητα των τύπων οικοτόπων που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ποολίβαδα και των φυτοκοινωνιών που αναγνωρίσθηκαν σε κάθε έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα αποτελέσματα του έργου της χαρτογράφησης των τύπων οικοτόπων που έγινε στην Ελλάδα την περίοδο 1999-2001. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι στην Ελλάδα απαντούν 17 ποολιβαδικοί τύποι οικοτόπων, οι οποίοι εμφανίζονται σε 108 εκ των 237 χερσαίων περιοχών που χαρτογραφήθηκαν και στους οποίους απαντούν πάνω από 100 φυτοκοινωνίες. Η έκταση που καταλαμβάνουν είναι 100.221 ha.
Μεταβολή της φυτοποικιλότητας των ψευδαλπικών λιβαδιών του Τυμφρηστού κατά την υψομετρική διαβάθμιση
Τα λιβάδια ως φυσικά οικοσυστήματα αποτελούν πολύτιμες δεξαμενές συντήρησης της βιοποικιλότητας, της οποίας η μελέτη, προστασία και ανάδειξή της αποτελεί μονόδρομο για τις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες. Ειδικότερα, τα ψευδαλπικά μεσογειακά ποολίβαδα πιστεύεται ότι υποστηρίζουν αυξημένη φυτοποικιλότητα. Η παρούσα ερευνητική εργασία καταγράφει και διερευνά τη μεταβολή της φυτοποικιλότητας κατά την υψομετρική διαβάθμιση στο όρος Τυμφρηστός νομού Ευρυτανίας. Επιλέχθηκαν 11 αντιπροσωπευτικές επιφάνειες καλυμμένες με ποώδη βλάστηση ισαπέχουσες κατά 100 μ. Η πρώτη εντοπίστηκε στα 1200 μ. και η τελευταία στα 2200 μ. Στα λιβάδια αυτά καταγράφηκε η σύνθεση και η κάλυψη του εδάφους καθώς και μία σειρά δεικτών φυτοποικιλότητας και πλούτου ειδών. Έγιναν συνολικά 13.750 καταγραφές φυτικών ειδών. Βρέθηκε ότι το ποσοστό συμμετοχής του γυμνού εδάφους στην κάλυψη και η τιμή του δείκτη κυριαρχίας των φυτικών ειδών αυξάνονταν γραμμικά με την αύξηση του υψομέτρου, ενώ ο πλούτος ειδών, ο δυνητικά μέγιστος αριθμός φυτικών ειδών, ο δείκτης φυτοποικιλότητας των Shannon – Weaver και η ομοιομορφία κατανομής των ατόμων στα φυτικά είδη μειωνόταν γραμμικά με την αύξηση του υψομέτρου.
Οικολογία και διαχείριση των ψευδαλπικών λιβαδιών
Τα ψευδαλπικά λιβάδια είναι τα “γνησιότερα” ποολίβαδα της χώρας μας. Απαντούν σε όλες σχεδόν τις κορυφές των υψηλών ορέων, σε υψόμετρο κυμαινόμενο από 1200 μέχρι 2500 μ. Αν και κυριαρχούνται από αγρωστώδη, εντούτοις διαθέτουν μεγάλη φυτοποικιλότητα με πολλά είδη που είναι είτε ενδημικά ή και σπάνια. Η αυξητική δραστηριότητα αρχίζει την άνοιξη, κορυφώνεται στις αρχές με μέσα του θέρους και ολοκληρώνεται το φθινόπωρο. Η λιβαδική παραγωγή κυμαίνεται, από λιγότερη των 100 μέχρι και μεγαλύτερη των 400 χλγ/στρέμμα. Τα ψευδαλπικά λιβάδια αποτελούν πολύτιμα θερινά λιβάδια με περίοδο βόσκησης 4 περίπου μηνών. Η βοσκήσιμη ύλη, την οποία προσφέρουν, είναι κατάλληλη για συντήρηση των ζώων, αλλά λιγότερο κατάλληλη για αναπαραγωγή και ακατάλληλη για γαλακτοπαραγωγή. Το μεγάλο πρόβλημα των ψευδαλπικών λιβαδιών είναι η αλόγιστη βόσκηση, η οποία εφαρμόζεται μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών συστημάτων οργανωμένης βόσκησης (τσελιγκάτα). Η σταδιακή υποβάθμισή τους έχει οδηγήσει στην οικονομική και πολιτιστική συρρίκνωση των ορεινών περιοχών και συνακόλουθα στην καταστροφή του βουκολικού πολιτισμού των υψηλών ορέων.
Επιδράσεις της αραίωσης του ανωρόφου, της αζωτούχου λίπανσης και της σποράς ειδών ψυχανθών στην παραγωγικότητα του υπορόφου φυτείας τραχείας πεύκης (Pinus brutia Ten.) της περιοχής του νομού Θεσσαλονίκης
Σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη των επιδράσεων της αραίωσης των δέντρων και του αζώτου στην παραγωγικότητα φυτειών τραχείας πεύκης στη χαμηλή ζώνη της Βόρειας Ελλάδας. Για το λόγο αυτό επιλέχτηκε μία πειραματική επιφάνεια στα Λουτρά Θέρμης, στις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών. Η ηλικία των δέντρων ήταν 30 έτη περίπου. Το 1997 έγινε αραίωση της φυτείας και δημιουργήθηκαν τρεις φυτευτικοί σύνδεσμοι (2x4m: πυκνός, 3x6m: μεσαίος και 4x8m: αραιός) σε δύο επαναλήψεις. Στον υπόροφο εφαρμόστηκαν τρεις χειρισμοί: σπορά με τα ψυχανθή Trifolium subterraneum και Medicago lupulina, λίπανση με άζωτο (νιτρική αμμωνία) και μάρτυρας (καμία επέμβαση). Η διάρκεια του πειράματος ήταν δύο έτη 1999-2000. Η μείωση της συγκόμωσης των δέντρων είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της στηθιαίας διαμέτρου των δέντρων και της παραγωγής των φυτών του υπορόφου. Στο χειρισμό της λίπανσης παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη παραγωγή σε σχέση με τους άλλους δύο χειρισμούς. Η παραγωγή των διαφόρων χειρισμών στους τρεις φυτευτικούς συνδέσμους επηρεάστηκε από την κατανομή των βροχοπτώσεων κατά τη διάρκεια των δύο ετών.