Προοπτικές ανάπτυξης τουρισμού, αναψυχής και περιήγησης σε λιβαδικά τοπία
Στις πολλαπλές χρήσεις και υπηρεσίες των λιβαδικών τοπίων, όπως η βόσκηση από αγροτικά και άγρια ζώα, η παραγωγή νερού, ζωικών και μελισσοκομικών προϊόντων, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη τάση ζήτησης αναψυχής και ειδικότερα εναλλακτικών μορφών τουρισμού (οικοτουρισμός – αγροτουρισμός). Έγινε προσπάθεια διερεύνησης των προοπτικών ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού στο Δ.Δ. Συκιάς στη Σιθωνία Χαλκιδικής, που καλύπτεται κυρίως από θαμνολίβαδα και φυσικά ποολίβαδα, ώστε να υπάρξει άμβλυνση της εποχικότητας του τουρισμού και να προστατευθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπίου και της παράδοσης. Πραγματοποιήθηκε δειγματοληπτική απογραφή με χρήση ερωτηματολογίων και διερευνήθηκαν τα χαρακτηριστικά των επισκεπτών της περιοχής, οι συνθήκες επίσκεψής τους και οι δραστηριότητές τους κατά τη διάρκεια παραμονής τους στην περιοχή. Επίσης, διερευνήθηκαν οι απόψεις των επισκεπτών για τα προβλήματα της περιοχής, το βαθμό και τις αιτίες διαταραχής του τοπίου και τέλος οι προτάσεις τους για τη μελλοντική ανάπτυξη της περιοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η περιοχή έχει πολλές προοπτικές τουριστικής ανάπτυξης, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο βασικούς άξονες: α) προώθηση των εναλλακτικών μορφών τουρισμού και β) ανάπτυξη του συμβατικού τουρισμού με βελτίωση των υπηρεσιών και οργάνωση της παραλιακής ζώνης.
Οι συνθήκες της πολυλειτουργικότητας στην έρευνα και ανάπτυξη του ορεινού χώρου
Σήμερα, είναι γνωστό από επιστημονικής πλευράς ότι η ανάπτυξη των ορεινών περιοχών δεν εξαρτάται μόνο από την κατασκευή και χρησιμοποίηση γενικών οικονομετρικών μοντέλων που κατά κύριο λόγο στηρίζονται σε αμφίβολης δυνατότητας στατιστικών δεδομένων, όσο από τη βαθύτερη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων και δυναμικών του, σε τοπικό επίπεδο. Με άλλα λόγια η κατανόηση των πολυλειτουργικών δυνατοτήτων του ορεινού αγροτικού χώρου, θα μας επιτρέψει να συγκλίνουμε την κατάσταση και τις ανάγκες του χώρου με τις σημερινές ανάγκες και συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Δυνατότητες ανάπτυξης των ορεινών περιοχών της χώρας μας: προβλήματα, πολιτική και σκοποί
Γενικά, οι ορεινές περιοχές της χώρας μας έχουν «μόνιμα φυσικά μειονεκτήματα», καθώς χαρακτηρίζονται από φτωχή ποιότητα πόρων και απομόνωση και μεγάλη απόσταση από τα βασικά πληθυσμιακά κέντρα. Οι περιοχές αυτές «βιώνουν» τάσεις αραίωσης πληθυσμού, οικονομικής καθυστέρησης και χειροτέρευσης του κοινωνικού ιστού. Σήμερα η δραστική μείωση του πληθυσμού σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της γης σ’αυτές είναι γεγονός, οφειλόμενη κυρίως στα χαμηλά εισοδήματα, την έλλειψη ευκολιών και υπηρεσιών, και τις μηδαμινές πολιτισμικές ευκαιρίες σε σύγκριση με τις πεδινές περιοχές και τα αστικά κέντρα. Από παλαιότερα στη χώρα μας είχαν εφαρμοστεί για μακρές περιόδους μέτρα πολιτικής για τις ορεινές περιοχές. Από το 1950 για μερικά χρόνια είχε εφαρμοστεί το «πρόγραμμα ορεινής οικονομίας», με επιδοτήσεις κτηνοτροφίας, έργα υποδομής (δρόμους και μικρά αρδευτικά έργα), αναδασμό της γης, μηχανισμούς παροχής συμβουλών στους γεωργούς, κτλ.. Από το 1981, πιο συστηματικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδίασε και εφάρμοσε μια σειρά μέτρων πολιτικής με συμπληρωματικό χαρακτήρα και η χώρα μας επωφελήθηκε από αυτά, προκειμένου να ενισχυθεί η ανάπτυξη των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών και να αμβλυνθούν τα προβλήματά τους. Οι σκοποί για τις ορεινές περιοχές πρέπει να διασφαλίζουν το μέλλον της υπαίθρου, και αναφέρονται κυρίως σε ειδικές αναπτυξιακές στρατηγικές σε τοπικό επίπεδο για τα όρη, σε διοικητική και τεχνική στήριξη, σε στήριξη των εισοδημάτων, της υποδομής και της αναδιάρθρωσης της οικονομίας, σε διατήρηση του τοπικού πολιτισμού και της παράδοσης και σε διαφοροποίηση της πολιτικής της αγοράς. Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα όρη πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνονται σε θεμελιώδεις οικονομικές, πολιτισμικές και κοινωνικές λειτουργίες, και γι’αυτό χρειάζεται να επιδειχθεί από το Κράτος ειδικό και συνεχές ενδιαφέρον με κατάλληλα μέτρα πολιτικής για την αξιοποίηση και την ανάπτυξη των ορεινών ζωνών της χώρας.
Ορεινοί βοσκότοποι Νομού Ευρυτανίας
Ο νομός Ευρυτανίας είναι κατ’ εξοχήν ορεινός καθώς ένα ποσοστό 54% της συνολικής του έκτασης έχει υψόμετρο μεγαλύτερο από 1000 μ. Η συνολική έκταση του νομού ανέρχεται σε 1.869.400 στρέμματα από τα οποία 90.600 στρέμματα είναι γεωργική γη, 825.000 στρέμματα είναι δάση και μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις και 760.000 στρέμματα είναι βοσκότοποι. Γενικά, ο νομός Ευρυτανίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας από τους αιγοπροβατοτροφικούς νομούς της χώρας, κυρίως λόγω του ανάγλυφου της περιοχής και της ύπαρξης άφθονων βοσκοτόπων κατάλληλων για τον κλάδο αυτό της ζωικής παραγωγής. Η αιγοπροβατοτροφία παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον, ενώ σε πολλές εκμεταλλεύσεις συμπληρώνει το χαμηλό γεωργικό εισόδημα.
Πολυλειτουργικότητα λιβαδιών και ανάπτυξη ορεινών και μειονεκτικών περιοχών
Τα λιβάδια της χώρας εξασφαλίζουν βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά ζώα και έχουν υψίστη σημασία για την παραγωγή νερού και για την πανίδα. Επιπλέον, ο περιβαλλοντικός τους ρόλος και η αξιοποίησή τους με δραστηριότητες αναψυχής και τουρισμού τείνει να αποκτήσει προτεραιότητα σε σύγκριση με τον παραγωγικό τους ρόλο. Η παραγωγή προϊόντων, αγαθών και υπηρεσιών από τα λιβάδια στο διηνεκές εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ορθολογική τους χρήση. Η αξιοποίηση αυτού του σημαντικού φυσικού πόρου πρέπει να γίνεται με αρχές πολλαπλής χρήσης και η ορθολογική διαχείριση είναι το μέσο με το οποίο εξασφαλίζεται ισορροπία μεταξύ περιβάλλοντος και κτηνοτροφίας. Τα λιβάδια βρίσκονται κυρίως στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της χώρας και η ανάπτυξη τέτοιων περιοχών είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη αυτών των φυσικών πόρων. Η αναθεωρημένη αγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσφέρει μία σειρά από μέτρα για την ανάπτυξη των λιβαδιών και των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, τα οποία πρέπει να αξιοποιηθούν από την ελληνική πολιτεία.