Μελισσοκομία: Η πρόκληση για τη σύγχρονη λιβαδοπονία
Τα φυσικά λιβάδια της Ελλάδας αποτελούν βασικούς τόπους βοσκής για τα αγροτικά και άγρια ζώα, έχουν σημαντικότατη περιβαλλοντική, αισθητική, οικολογική, τουριστική σημασία και ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται για τη βόσκηση εκατομμυρίων μελισσών, παράγοντας πολυτιμότατα για την οικονομία της Ελλάδας προϊόντα. Τελευταία, ο αριθμός των κυψελών έχει αυξηθεί πολύ. Σ’ αυτό συνέτειναν και οι δημογραφικές αλλαγές στις ορεινές περιοχές της χώρας. Για να διαπιστωθούν οι προτιμήσεις των μελισσών στα φυτά αναλύθηκαν 40 δείγματα μελιού από κυψέλες στην περιοχή Σιθωνίας. Διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό γύρης στα δείγματα προέρχεται από οικογένειες λιβαδικών φυτών ενώ τα κυρίαρχα χρώματα ανθέων από όπου προέρχεται αυτή ήταν το κίτρινο, το γαλαζο-ιώδες και το λευκό με κίτρινο. Η ιδιαίτερη προτίμηση ή η δυνατότητα της όρασης της μέλισσας προς αυτά τα χρώματα πιθανόν να δημιουργήσει θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις στο τοπίο. Η παρουσία των νέων ευρωπαϊκών κυψελών, με κυρίαρχο το κίτρινο και το γαλαζωπό χρώμα, αισθητικά είναι παράταιρη στο τοπίο. Επειδή όμως οι προοπτικές ανάπτυξης της μελισσοκομίας είναι ευοίωνες χρειάζεται οργάνωση της έρευνας προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και ειδικές διαχειριστικές μελέτες, για να καθοριστούν η μελισσο- βοσκοϊκανότητα των λιβαδικών τοπίων με σκοπό την αποτροπή αρνητικών επιπτώσεων και τα κατάλληλα μελισσοτροφικά είδη σε εργασίες αναχλοάσεων και αναθαμνώσεων.
Λιβαδικές δασοτεχνικές εγκαταστάσεις και η συμβολή των λιβαδιών στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών
Η ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των λιβαδιών, ως φυσικού πόρου, προϋποθέτει έργα υποδομής. Μεταξύ των έργων αυτών πρώτης προτεραιότητας είναι οι λιβαδικές δασοτεχνικές εγκαταστάσεις (δασικοί-λιβαδικοί δρόμοι). Αντικείμενο της εργασίας αυτής είναι η κατασκευή λιβαδικών δρόμων στα πλαίσια ενός συμβιβασμού των απαιτήσεων των χρηστών και του λιβαδικού περιβάλλοντος για μια οικονομική, λειτουργική, υλοποιήσιμη και συμβατή στο λιβαδικό περιβάλλον υποδομή. Αξιολογήθηκαν (α) οι δαπάνες για την κατασκευή των λιβαδικών δρόμων σε σχέση με τους παράγοντες που τις επηρεάζουν και (β) οι επιπτώσεις στους λιβαδικούς περιβαλλοντικούς πόρους από τους λιβαδικούς δρόμους. Προέκυψαν χρήσιμα συμπεράσματα για την κατασκευή των λιβαδικών δρόμων και κατ’ επέκταση για την ορθολογική ανάπτυξη και αξιοποίηση των ορεινών περιοχών.
Πιστοποίηση αειφορικής διαχείρισης λιβαδιών: κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις
Σε σχέση με την προστασία της φύσης, υπάρχει πλήθος διεθνών συνθηκών (Σύμβαση Ραμσάρ, Συνθήκη του Ρίο κτλ.) που έχει υπογράψει η Ελλάδα και προς τις οποίες θα πρέπει αυτή να συμμορφώνεται. Πιο πρόσφατες είναι οι δύο οδηγίες της ΕΕ για τη διατήρηση της φύσης: η 79/409, γνωστή και ως Οδηγία για τα πουλιά, και η 92/43, γνωστή και ως η Οδηγία για τους οικοτόπους (Δίκτυο Natura 2000). Από την άλλη μεριά η διαχείριση των δασών και δασικών εκτάσεων πρέπει να γίνεται έτσι ώστε να εξασφαλίζεται α) περιβαλλοντική προστασία, β) ωφέλεια για το κοινωνικό σύνολο και γ) οικονομική βιωσιμότητα. Στα πλαίσια αυτά οι επιχειρήσεις- εκμεταλλεύσεις αλλά και οι βιομηχανίες μεταποίησης δασικών προϊόντων θα έχουν την υποχρέωση της εφαρμογής του μελετώμενου ακόμα νέου διεθνούς θεσμού της πιστοποίησης και σήμανσης (certification and labeling) των προϊόντων προέλευσης αειφορικής διαχείρισης. Τούτο φυσικά θα ισχύσει και για τα κτηνοτροφικά προϊόντα τα οποία θα πρέπει να προέρχονται από λιβάδια τα οποία διαχειρίζονται με αειφορικό τρόπο. Η τελευταία διαδικασία θα έχει μια σειρά επιπτώσεων, κυρίως οικονομικών, για όλους αυτούς που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και όχι μόνο. Οι επιπτώσεις αυτές θα κάνουν ιδιαίτερα έντονη την εμφάνισή τους στις εκτάσεις της χαμηλής και ημιορεινής ζώνης που υπερβόσκονται.
Ανάλυση του ενδιαιτήματος του λαγού (Lepus europaeus) με βάση δορυφορικές εικόνες SPOT και GIS στην Ήπειρο
Ο λαγός (Lepus europaeus) είναι ευρέως διαδεδομένο είδος στην Ευρώπη, κυρίως στα αγροοικοσυστήματα. Στην παρούσα εργασία μελετάται η συσχέτιση της ποικιλότητας του ενδιαιτήματος με την πληθυσμιακή πυκνότητα του λαγού στην Ήπειρο (1998-2000), με τη χρήση δορυφορικών δεδομένων και της τεχνολογίας των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ.Σ.Π.). Δημιουργήθηκε ψηφιακό υπόβαθρο ταξινομημένου μωσαϊκού εφτά δορυφορικών εικόνων SPOT. Η εξάπλωση του λαγού ταξινομημένη σε τρεις κλάσεις πληθυσμιακής πυκνότητας εισήχθη με μορφή πολυγώνων σε GIS και αναλύθηκε σε συνδυασμό με τις δορυφορικές εικόνες. Τα αποτελέσματα έδωσαν τις καλύψεις γης ανά κλάση πληθυσμιακής πυκνότητας και τη μεταξύ τους συσχέτιση.
Λιβαδοπονία και ανάπτυξη των ορεινών περιοχών της Δυτικής Θεσσαλίας
Η εργασία αυτή εξετάζει τη σημασία που μπορεί να έχει η λιβαδοπονία στην ανάπτυξη των ορεινών περιοχών της Δυτ. Θεσσαλίας. Από την τεχνικοοικονομική μας ανάλυση προέκυψε ότι ο νομός Τρικάλων είναι ο πλέον ορεινός, ενώ αντιθέτως της Καρδίτσας ο πιο πεδινός. Αν και οι φυσικές συνθήκες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της λιβαδοπονίας, εν τούτοις αυτή δεν έχει αναπτυχθεί στο βαθμό που έπρεπε. Δεδομένου ότι η λιβαδοπονία συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, η οποία αποτελούσε και αποτελεί την αποκλειστική σχεδόν απασχόληση των κατοίκων της ορεινής Δυτ. Θεσσαλίας, η μικρή ανάπτυξη αυτής είχε αρνητικές συνέπειες στο ζωικό κεφάλαιο και ιδιαίτερα στα βοοειδή. Αν και οι υποδομές, όπως κατασκευή δρόμων, ηλεκτροδότηση και τηλεφωνική σύνδεση έχουν βελτιωθεί σχετικά μετά το 1970 στην ορεινή Δυτ. Θεσσαλία εν τούτοις μεγάλο ποσοστό των ορεινών κοινοτήτων (Μεσοχώρα, χωριά Αργιθέας κτλ.) εγκατέλειψε αυτές και εγκαταστάθηκε μόνιμα στα Τρίκαλα, στην Καρδίτσα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε χώρες του εξωτερικού (Γερμανία, Σουηδία κτλ.). Επειδή το ισοζύγιο κτηνοτροφικών προϊόντων μετά το 1980 συνέχεια επιδεινώνεται, η Ελλάδα πληρώνει για εισαγωγές προϊόντων εκατοντάδες δισεκατομμύρια δραχμές ετησίως. Συμπερασματικά η ανάπτυξη της λιβαδοπονίας σε συνδυασμό με τον οικολογικό αγροτουρισμό και τη δασοκομία μπορούν να σταματήσουν την ερήμωση των ορεινών περιοχών της Δυτ. Θεσσαλίας και να συμβάλουν στην ορθολογική ανάπτυξη αυτής.