Αξιολόγηση της θήρας και διαχείριση του λαγού (Lepus europaeus) στα λιβαδικά οικοσυστήματα
Για την αποτελεσματική αξιοποίηση των λιβαδικών εκτάσεων απαιτείται η γνώση των χρήσεών τους. Μια χρήση των εκτάσεων αυτών είναι η θήρα του λαγού, του σπουδαιότερου επιδημητικού θηράματος της Ελλάδας. Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση των απόψεων των λαγοκυνηγών και η προσέγγιση της κοινωνικοοικονομικής σημασίας της δραστηριότητα αυτής. Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της προσωπικής συνέντευξης. Συμπληρώθηκαν 120 ερωτηματολόγια στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Βρέθηκε ότι η θήρα του λαγού ασκείται κυρίως στις λιβαδικές εκτάσεις. Οι λαγοκυνηγοί χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα αυτή ως αναντικατάστατη για τα προσωπικά υλικά και οφέλη. Γι’ αυτό αφιερώνουν κατά μέσο όρο 69 ημερήσιες εξορμήσεις/λαγοκυνηγό/έτος και δαπανούν 1660 €/λαγοκυνηγό/έτος. Οι λαγοκυνηγοί ως ομάδα χρηστών των λιβαδιών, υποστηρίζουν ότι απαιτείται η λήψη μέτρων για τη βελτίωση της ποιότητας θήρας του λαγού. Πρωταρχική μέριμνα πρέπει να δοθεί στη διαχείριση των περιαστικών κυνηγοτόπων. Για την επίτευξη των ανωτέρω, οι λαγοκυνηγοί δηλώνουν «προθυμία πληρωμής» και καταδεικνύουν την ανάγκη δημιουργίας αποτελεσματικών μηχανισμών για την ορθολογική διαχείριση των λιβαδικών εκτάσεων, έτσι ώστε να ικανοποιούνται πληρέστερα οι ανάγκες τους.
Η ψηφιακή σχεδίαση για την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών
Στην αυγή του νέου αιώνα η ανάγκη ανάπτυξης των ψευδαλπικών ορεινών περιοχών της Ελλάδος, ωθεί τους επιστήμονες σε καταγραφή αυτών και εν συνεχεία σε επεξεργασία των πρωτογενών στοιχείων (όπως: τοπογραφικές, χωροταξικές και δασοκομικές πληροφορίες, στατιστικά στοιχεία πληθυσμού και παραγόμενων προϊόντων, κτλ.), με σκοπό το ψηφιακό σχεδιασμό τους. H ανάπτυξη των ορεινών περιοχών προκειμένου να αποφέρει οικονομικά οφέλη στους κατοίκους της και να ακολουθηθεί η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων (βιώσιμης ανάπτυξης), έχει ανάγκη από τη συλλογή, ανάλυση και επεξεργασία πολύπλοκων και ετερογενών πληροφοριών. Η σημερινή εξέλιξη των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Γ. Σ. Π.) επιτρέπει το σχεδιασμό της οικονομικής ανάπτυξης του ορεινού χώρου με παράλληλη δημιουργία εναλλακτικών προτάσεων και λύσεων βιώσιμης ανάπτυξης, με ορθολογικά και περιβαλλοντικά κριτήρια. Η παρούσα μελέτη αφορά ψευδαλπικές περιοχές (Σαμαρίνα – Σμόλικας), με ιδιαίτερο οικολογικό, γεωλογικό και οικονομικό ενδιαφέρον. Η γνώση των επιμέρους αναγκαίων ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών επέτρεψε τη χωρική επεξεργασία και το ψηφιακό σχεδιασμό σε προγράμματα AutoCAD ή GIS, για την ανάπτυξη των ορεινών αυτών περιοχών, με βάση: την υψομετρική ζώνη, το είδος της βλάστησης, το είδος της πανίδας, το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής, τα πετρώματα και τη γενικότερη γεωλογία του εδάφους, τη διάρθρωση του οδικού δικτύου, τον αριθμό των κατοίκων των κοντινών οικισμών, κτλ. Με το ψηφιακό αυτό σχεδιασμό που πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια των Γ.Σ.Π., καθορίστηκαν εναλλακτικές προτάσεις και λύσεις, που πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουν στη λήψη αποφάσεων για την ανάπτυξη των ψευδαλπικών περιοχών.
Η χρήση των θαμνολίβαδων πουρναριού από την ορνιθοπανίδα στην περιοχή Λαγκαδά Θεσσαλονίκης
Η ποικιλότητα και η κατανομή των στρουθιόμορφων ειδών σε θαμνολίβαδα πουρναριού διερευνήθηκε κατά την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου 2002 στην περιοχή Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Δύο τύποι θαμνολίβαδων πουρναριού επιλέχθηκαν για διερεύνηση, τα αραιά (με κάλυψη από 10% ώς 40%) και τα πυκνά (με κάλυψη από 40% ώς 100%). Η μέθοδος δειγματοληψίας βασίστηκε στις σημειακές καταμετρήσεις (point counts) διάρκειας 20 λεπτών η κάθε μία κατά τις πρωΐνές ώρες. Σε σύνολο 75 σημειακών καταμετρήσεων και στους δύο τύπους θαμνολίβαδων καταγράφηκαν 28 διαφορετικά είδη στρουθιόμορφων ειδών. Από αυτά, 24 είδη καταγράφηκαν σε αραιά θαμνολίβαδα και 21 σε πυκνά. Τουλάχιστον 17 είδη ήταν κοινά και στα δύο τύπους θαμνολίβαδων αν και η συχνότητα εμφάνισης διέφερε ανάλογα με το είδος. Τα συχνότερα απαντώμενα είδη στα αραιά θαμνολίβαδα ήταν ο Τσιφτάς Μiliaria calandra (L.) και ο Κοκκινοκεφαλάς Lanius senator L. που εντοπίστηκαν στο 44,4% των σημειακών καταμετρήσεων. Στα πυκνά θαμνολίβαδα τα συχνότερα απαντώμενα είδη ήταν ο Μαυροτσιροβάκος Sylvia melanocephala (G.) (43,6%) και ο Αμπελουργός Emberiza melanocephala Scop. (28,2%). Ο τύπος του θαμνολίβαδου, που καθορίζεται κυρίως από την ένταση της βόσκησης, επηρεάζει την κατανομή και την ποικιλότητα της ορνιθοπανίδας. Τα αραιά θαμνολίβαδα παρουσιάζουν συγκριτικά μεγαλύτερη ποικιλότητα ως προς τον αριθμό των στρουθιόμορφων ειδών καθώς επίσης και ο αριθμός των ατόμων ανά μονάδα επιφανείας είναι μεγαλύτερος συγκριτικά με τα πυκνά θαμνολίβαδα. Σκοπός της έρευνας ήταν η συγκριτική αξιολόγηση δύο τύπων θαμνολίβαδων ως προς τη χρήση από τα στρουθιόμορφα είδη της ορνιθοπανίδας.
Μεταβολές στους υδάτινους πόρους και στα γεωλογικά- γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των ορεινών περιοχών, από την κατασκευή και λειτουργία οδικών έργων. Η περίπτωση του οδικού άξονα Λαμίας- Καρπενησίου
Στα πλαίσια της εργασίας αυτής καταγράφεται η υφιστάμενη κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος, αποτυπώνονται τα δυναμικά χαρακτηριστικά των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων καθώς και τα φαινόμενα θραύσης-μετακίνησης εδαφικών μαζών και επισημαίνονται οι μεταβολές και αλλοιώσεις, που μέχρι σήμερα έχει υποστεί το φυσικό περιβάλλον (με ιδιαίτερη αναφορά στους υδάτινους πόρους και τη γεωλογική-γεωμορφολογική δομή), από την κατασκευή και λειτουργία του οδικού άξονα Λαμίας-Καρπενησίου και ιδιαίτερα σε τμήματα της ορεινής διαδρομής, που εντοπίζονται εκατέρωθεν της σήραγγας Τυμφρηστού. Για την ταχεία αναγνώριση και την εκτίμηση των περιβαλλοντικών αυτών μεταβολών, κατά μήκος του οδικού άξονα, χρησιμοποιήθηκε δελτίο καταγραφής, σε μορφή πίνακα, στο οποίο καταγράφονται τα σχετικά στοιχεία, με λεπτομέρεια προσέγγισης τα 100 m.
Κτηνοτροφία στις ορεινές περιοχές: από τις ευρωπαϊκές οδηγίες στην τοπική πραγματικότητα
Από τη δημιουργία της κοινής ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής, η ευρωπαϊκή ύπαιθρος έχει υποστεί από τις ριζικότερες μεταβολές στην ιστορία της. Οι ορεινές ελληνικές περιοχές δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, αφού δεν έμειναν ανεπηρέαστες από την εφαρμογή ευρωπαϊκών οδηγιών και κανονισμών. Σκοπός της ΚΑΠ ήταν και είναι να ρυθμίσει την παγκόσμια αγορά. Οι αντισταθμιστικές πληρωμές στους ευρωπαίους κτηνοτρόφους για ενδεχόμενες απώλειες κέρδους, που μεταφράστηκαν κυρίως στην Οδηγία 75/268 και στον Κανονισμό 2078/92 είχαν συνέπειες αμφιλεγόμενες στις μεσογειακές ορεινές περιοχές, που αναγνωρίζονται λόγω των κοινωνικό-οικονομικών ιδιαιτεροτήτων του ως μειονεκτικές περιοχές (Less Favoured Areas – LFA). Ο χαρακτηρισμός τους αυτός αυξάνει τις πιθανότητες επιχορηγήσεων από την ευρωπαϊκή κοινότητα, αλλά η μέχρι τώρα εφαρμογή τους δεν προέβλεπε ξεκάθαρα οικολογικές συνιστώσες. H εφεξής εφαρμογή, λαμβάνοντας υπόψη οικολογικούς παράγοντες, επιτάσσει την αναθεώρηση της μέχρι τώρα δασικής πολιτικής, όσον αφορά τη βόσκηση στις ελληνικές ορεινές περιοχές, με κριτήριο όχι μόνον την περιβαλλοντική αλλά και την κοινωνική και πολιτισμική χρησιμότητα.