Δυνατότητες και προκλήσεις συγκαλλιέργειας πορτοκαλεώνων στην Ελλάδα: το παράδειγμα της Κρήτης
Το παρόν άρθρο παρουσιάζει τα αποτελέσματα από την πειραματική δοκιμή που έγινε στο Σκινέ Κρήτης σχετικά με τη συγκαλλιέργεια σε πορτοκαλεώνα, στα πλαίσια του προγράμματος AGFORWARD (AGroFORestry that Will Advance Rural Development) (FP7). Οι πειραματικές δοκιμές ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 2014 και ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2017. Η Ελλάδα κατέχει ένα μεγάλο ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής σε πορτοκάλια με τη Δυτική Ελλάδα και την Κρήτη να αποτελούν τους βασικούς πόλους παραγωγής. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία αυξανόμενη δυσφορία των αγροτών για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια λόγω του χαμηλού καθαρού κέρδους και της υψηλής φορολογίας. Μία αειφορική πρόταση αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων αποτελεί η αγροδασοπονία η οποία μπορεί να συνεισφέρει στην ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών. Σε πειραματική επιφάνεια στο Σκινέ της Κρήτης καλλιεργήθηκε ρεβίθι ενδιάμεσα από πορτοκαλιές για δύο συνεχόμενα έτη. Με την ολοκλήρωση των πειραμάτων έγινε έλεγχος των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους. Γενικά, η συγκαλλιέργεια σε πορτοκαλεώνες είναι μία υποσχόμενη πρακτική η οποία μπορεί να συνεισφέρει στην αύξηση του εισοδήματος των αγροτών με σύγχρονη μείωση των εφαρμοζόμενων χημικών λιπασμάτων.
Η προστασία και οι επιπτώσεις της στο τοπίο. Η περίπτωση των καταφυγίων άγριας ζωής «Αετομηλίτσας» και «Μαλουνίου» στην Ήπειρο
Η επίδραση του ανθρώπου στο τοπίο, σε παγκόσμια κλίμακα, αυξάνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Μια από τις κυριότερες απειλές για τις προστατευόμενες περιοχές είναι οι αλλαγές χρήσης/κάλυψης γης, ως επακόλουθο φυσικών και ανθρωπογενών διεργασιών και οι σχετιζόμενες με αυτές απώλειες των ενδιαιτημάτων. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αξιολόγηση και η ερμηνεία των επιπτώσεων της προστασίας των Καταφυγίων Άγριας Ζωής (ΚΑΖ) στο τοπίο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο ΚΑΖ της Ηπείρου: «Αετομηλίτσας» και «Μαλουνίου». Με τη χρήση των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (GIS), δημιουργήθηκαν χάρτες κάλυψης γης από τη χρονική περίοδο που δημιουργήθηκαν τα καταφύγια καθώς και πρόσφατοι χάρτες και υπολογίστηκαν οι δείκτες τοπίου: μέσο μέγεθος χωροψηφίδας (MPS), αριθμός χωροψηφίδων (NumP), πυκνότητα περιμέτρου (ED), δείκτης ποικιλότητας του Shannon (SDI), δείκτης ομοιογένειας του Shannon (SEI) και δείκτης διασποράς και γειτνίασης (IJI). Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι το ΚΑΖ της «Αετομηλίτσας» διατήρησε τη δομή του ενώ στο ΚΑΖ «Μαλουνίου» καταγράφηκαν σημαντικές μεταβολές στις χρήσεις/κάλυψη γης, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της δομής του και την υποβάθμισή του. Η διαφορετική επίδραση της προστασίας στα δύο καταφύγια πιθανόν οφείλεται στην εγκατάλειψης της γης και την απομάκρυνση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού από τον πρωτογενή παραγωγικό τομέα.
Χαρτογράφηση των πληρωμών οικοσυστημικών υπηρεσιών στα πλαίσια της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Η περίπτωση των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων της Ελλάδας
Οι δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις της Ελλάδας παρέχουν πολλαπλές οικοσυστημικές υπηρεσίες υποστηρίζοντας την οικονομία και την ανθρώπινη ευημερία, ωστόσο οι υπηρεσίες αυτές συχνά δεν αναγνωρίζονται, με αποτέλεσμα τη μερική ενσωμάτωσή τους στις πολιτικές διαχείρισης των χρήσεων γης. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η αναλυτική περιγραφή και χαρτογράφηση των πληρωμών των οικοσυστημικών υπηρεσιών που παρέχουν οι δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις της χώρας στα πλαίσια της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι ανάλυσης και οπτικοποίησης γεωχωρικών δεδομένων (άμεσες ενισχύσεις, ενισχύσεις βιολογικής κτηνοτροφίας, επιλέξιμοι και μη βοσκότοποι) με τη βοήθεια των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, ώστε να αναγνωριστεί η κατηγορία και η χωρική κατανομή των οικοσυστημικών υπηρεσιών σε επίπεδο Περιφέρειας. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προέκυψε ότι η χρήση βοσκής αποτελεί τη σημαντικότερη προμηθευτική οικοσυστημική υπηρεσία των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων λαμβάνοντας 320,12 ευρώ/ha, ενώ ως σημαντικές αναγνωρίζονται και οι μη προμηθευτικές υπηρεσίες (ρυθμιστικές και θεμελιώδεις) που αυτές παρέχουν με 148,85 ευρώ/ha. Επιπλέον παρατηρήθηκε σημαντική χωρική διαφοροποίηση των πληρωμών τόσο για τις προμηθευτικές όσο και για τις μη προμηθευτικές οικοσυστημικές υπηρεσίες ανά Περιφέρεια. Τα ανωτέρω συμπεράσματα αποτελούν οδικό χάρτη για την προστασία και αειφόρο διαχείριση των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων και γραμμή αναφοράς για την αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση των συνεργειών όλων των κατηγοριών οικοσυστημικών υπηρεσιών στην αναθεώρηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής.
Εφαρμογή πολυκριτήριας λήψης αποφάσεων σε θέματα δασικής πολιτικής: αειφορικά δασογεωργικά συστήματα
Η βελτιστοποίηση της επιλογής κατάλληλων ειδών στην Αγροδασοπονία αποτελεί σημαντικό στόχο για τη Δασική Πολιτική. Οι αγροδασικές καλλιέργειες συμβάλλουν στην αειφορική ανάπτυξη των λιγότερο ευνοημένων περιοχών, καθώς συνδυάζουν την επίτευξη περιβαλλοντικής προστασίας με οικονομική μεγέθυνση, αλλά και κοινωνικά οφέλη. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της αειφορικότητας των πιο διαδεδομένων δασογεωργικών συστημάτων μέσω της εφαρμογής πολυκριτήριας ανάλυσης. Ως μέθοδος πολυκριτηριακής ανάλυσης επιλέχθηκε η PROMETHEE, η οποία είναι ευρέως αποδεκτή για προβλήματα αγροπεριβαλλοντικού χαρακτήρα. Ως μελέτη περίπτωσης επιλέχθηκε μια τυπική λιγότερη ευνοημένη περιοχή της Ελλάδας, η Δημοτική Ενότητα Πιερίων. Κατά την εφαρμογή της πολυκριτήριας ανάλυσης εξετάσθηκαν δασογεωργικά συστήματα τα οποία έχουν εφαρμογή στην περιοχή έρευνας προκειμένου να καταγραφεί η απόδοση των εναλλακτικών επιλογών σε κριτήρια τα οποία ανήκουν στους τρεις πυλώνες της αειφορίας: περιβάλλον, κοινωνία και οικονομία. Τα δασογεωργικά συστήματα τα οποία εξετάστηκαν προέκυψαν από τον συνδυασμό δενδρωδών καλλιεργειών, οι οποίες μάλιστα έχουν καλή προσαρμογή στην περιοχή έρευνας: ελιά, καρυδιά, καστανιά, ροδιά, κρανιά, κερασιά και μηλιά με τις δύο πιο κοινές γεωργικές καλλιέργειες για αγροδασοπονία σε ορεινές περιοχές, το καλαμπόκι και τη μηδική. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν ως βέλτιστο δασογεωργικό σύστημα για την περιοχή έρευνας εκείνο το οποίο συνδυάζει την ύπαρξη της ροδιάς ως δασικό είδος με τη μηδική ως είδος γεωργικής καλλιέργειας. Το συγκεκριμένο δασογεωργικό σύστημα μπορεί να καλλιεργηθεί με επιτυχία και σε άλλες λιγότερο ευνοημένες περιοχές της Ελλάδας με παρόμοια χαρακτηριστικά, ορεινές ή ημιορεινές.
Αναζητώντας τις παραδοσιακές στράτες μετακίνησης των κτηνοτρόφων της Θεσσαλίας
Η μετακινούμενη κτηνοτροφία αποτελεί ένα παραδοσιακό σύστημα εκτροφής των ζώων τόσο στην Ελλάδα όσο και σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Οι διαφορετικές κυρίως κλιματικές συνθήκες, ανάγκαζαν τους κτηνοτρόφους μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειες τους σε εποχιακές μετακινήσεις για εξεύρεση και εκμετάλλευση των διαθέσιμων βοσκοτόπων (χειμερινά – θερινά λιβάδια). Ωστόσο, η μετακινούμενη κτηνοτροφία τα τελευταία 30 χρόνια εμφανίζει σημαντική μείωση με αποτέλεσμα σημαντικά πολιτισμικά, ιστορικά κοινωνικοοικονομικά στοιχεία κινδυνεύουν να χαθούν Η μελέτη και η καταγραφή των παραδοσιακών διαδρομών μετακίνησης κρίνεται αναγκαία γιατί. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν μέσω δομημένων συνεντεύξεων, α) να αναζητήσει τις παραδοσιακές διαδρομές – στράτες – μετακίνησης των κτηνοτρόφων της Θεσσαλίας από τα χειμερινά στα θερινά λιβάδια και αντίστροφα και β) να καταγράψει τις διαδρομές, τη διάρκεια κάθε μετακίνησης αλλά και τις στάσεις (κονάκια) που πραγματοποιούσαν/ούν οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι. Για την υλοποίηση των συνεντεύξεων αναζητήθηκαν κτηνοτρόφοι κυρίως μεγάλης ηλικίας που πραγματοποιούσαν εποχιακές μετακινήσεις στο παρελθόν, αλλά και νεότεροι που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ακολουθούν τις παραδοσιακές στράτες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ότι οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι χωρίζονται σε τρεις κύριες ομάδες: Σαρακατσαναίοι, Βλάχοι και Κουπατσαραίοι, που παρουσιάζουν διαφοροποίηση στα θερινά λιβάδια που επέλεγαν και επιλέγουν ακόμη και σήμερα να μετακινηθούν. Οι κτηνοτρόφοι Βλάχικης καταγωγής μετακινούνταν κυρίως προς τις ορεινές περιοχές της Αετομηλίτσας, του Αυγερινού και της Σαμαρίνας, οι Κουπατσαραίοι στο Δοτσικό ενώ στο όρος Βέρμιο, στον Γράμμο και στον Άγιο Γερμανό Πρεσπών μετακινούνταν κυρίως τα Σαρακατσαναίικα τσελιγκάτα. Όμως, όσον αφορά τις περιοχές χειμερινής διαβίωσής τους δεν παρατηρείται διαφοροποίηση και είναι συγκεντρωμένες κυρίως σε χωριά της Π.Ε. Λάρισας και λιγότερο στις Π.Ε. Τρικάλων και Μαγνησίας. Οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι στις περισσότερες περιπτώσεις πραγματοποιούσαν όλη τη διαδρομή με τα πόδια ενώ σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις, για να αποφύγουν τις γεωργικές καλλιέργειες, ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν άλλα μεταφορικά μέσα (τρένο). Η στράτα διαρκούσε κατά μέσο όρο 8 έως 42 μέρες ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες του κοπαδιού.