Χρήση ενδιαιτημάτων από φυτοφάγα ζώα σε δάσος τραχείας πεύκης (Pinus brutia) 15 έτη μετά από πυρκαγιά
Στην έρευνα αυτή διερευνήθηκε η χρήση των ενδιαιτημάτων από τον λαγό (Lepus europaeus) με τη μέθοδο της καταμέτρησης των κοπράνων στην ευρύτερη περιοχή του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης, 15 έτη μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1997. Μετά την πυρκαγιά, το σχετικά πυκνό δάσος τραχείας πεύκης (Pinus brutia) που κάλυπτε μεγάλο τμήμα της περιοχής αντικαταστάθηκε από μωσαϊκό ενδιαιτημάτων (ποολίβαδα, θαμνολίβαδα, δάσος τραχείας πεύκης που δεν επλήγη από την πυρκαγιά, φυσικώς αναγεννημένες θέσεις τραχείας πεύκης). Ο λαγός χρησιμοποίησε σημαντικά περισσότερο και λιγότερο τα ποολίβαδα και τις φυσικά αναγεννημένες θέσεις αντίστοιχα, ενώ ενδιάμεσος ήταν ο βαθμός χρησιμοποίησης των θαμνολίβαδων και των εκτάσεων οι οποίες καλύπτονται από τραχεία πεύκη και δεν επλήγησαν από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1997 (P < 0,01 σε όλες τις περιπτώσεις). Αν και η εμφάνιση πυρκαγιάς σε δασωμένες εκτάσεις πεύκης μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί παράγοντα που ευνοεί τον λαγό, καθώς αυτός προτιμά να χρησιμοποιεί ανοιχτές εκτάσεις με σχετικά αραιή βλάστηση, εντούτοις, λόγω της σχετικά υψηλής ικανότητας φυσικής αναγέννησης της πεύκης και της ανάπτυξης πλούσιας βλάστησης σε σχετικά χαμηλό ύψος μετά την πάροδο 15 ετών από την εμφάνιση πυρκαγιάς, οι φυσικώς αναγεννημένες εκτάσεις τραχείας πεύκης χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα από τον λαγό.
Επίδραση της βόσκησης στη διαμόρφωση της δομής των κοινοτήτων των πτηνών της ψευδαλπικής ζώνης
Η κτηνοτροφία ασκείται στην περιοχή της Μεσογείου για τουλάχιστον δέκα χιλιετίες διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση τόσο του τοπίου όσο και των κοινοτήτων των πτηνών. Οι κλιματολογικές συνθήκες της Μεσογείου οδήγησαν στην εδραίωση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας χαρακτηριστικό της οποίας είναι η εποχική εκμετάλλευση των λιβαδιών της ψευδαλπικής ζώνης. Η βόσκηση σε αυτά τα οικοσυστήματα επηρεάζει τη φυτοκάλυψη και τη σύνθεση της βλάστησης με αντίκτυπο στην ορνιθοπανίδα. Στην παρούσα εργασία εκτιμήθηκε η ετερογένεια της δομής των κοινοτήτων των πτηνών με τη χρήση Διαδικασιών Πολλαπλής Απόκρισης (MRPP) και Ανάλυση Ειδών Δεικτών (ISA), σε τρεις εντάσεις βόσκησης (απουσία, χαμηλή, υψηλή), σε ποολίβαδα της ψευδαλπικής ζώνης στη Νότια Πίνδο το 2016. Οι κοινότητες των πτηνών παρουσίασαν σημαντική ετερογένεια μεταξύ των τριών εντάσεων βόσκησης (P < 0,05). Επίσης, βρέθηκαν είδη δείκτες με σταθερή παρουσία ως προς μια κατηγορία έντασης βόσκησης. Η Σιταρήθρα (Alauda arvensis), ο Σταχτοπετρόκλης (Oenanthe oenanthe), ο Καστανολαίμης (Saxicola rubetra), το Φανέτο (Linnaria canabinna), η Δεντροσταρήθρα (Lullula arborea) και το Χρυσοτσίχλονο (Emberiza citrinella) ευνοήθηκαν από το καθεστώς υψηλής έντασης βόσκησης. Αντίθετα, η Χαμοκελάδα (Anthus campestris) παρουσίασε σταθερότερη εμφάνιση σε καθεστώς χαμηλής έντασης βόσκησης ενώ ο Τσιφτάς (Emberiza calandra) και το Βουνοτσίχλονο (Emberiza cia) σε απουσία βόσκησης. Η βόσκηση των κτηνοτροφικών ζώων διαμορφώνει το τοπίο της ψευδαλπικής ζώνης με σημαντικό αντίκτυπο στην ετερογένεια των κοινοτήτων των πτηνών, επιδρώντας θετικά ή αρνητικά στην παρουσία των διαφόρων ειδών της ορνιθοπανίδας.
Tόσο όμοιες, όμως τόσο διαφορετικές: Παράγοντες που επηρεάζουν την παρουσία δύο ειδών χερσαίων χελωνών
Τα ερπετά αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή μείωση των πληθυσμών τους παγκοσμίως. Ανάμεσα τους κατατάσσεται και μια πλειοψηφία ειδών χελωνών. Οι χερσαίες χελώνες αντιμετωπίζουν μια δραματική μείωση των πληθυσμών τους, κυρίως λόγω της απώλειας των φυσικών τους ενδιαιτημάτων. Η συσχέτιση της παρουσίας ενός απειλούμενου είδους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ενδιαιτήματος αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την εφαρμογή επιτυχημένων προγραμμάτων διατήρησης. Σκοπός της εργασίας ήταν η αναγνώριση των παραγόντων του τοπίου που σχετίζονται με την παρουσία της Μεσογειακής (Testudo hermanni) και Ελληνικής (Testudo graeca) χελώνας καθώς και η ύπαρξη πιθανών διαφορών μεταξύ των δύο ειδών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο νομό Έβρου και συνολικά αναλύθηκαν 10 μεταβλητές τοπίου για 222 και 211 παρουσίες της Μεσογειακής και Ελληνικής χελώνας, αντίστοιχα. Η ανάλυση των τυχαίων δέντρων (Random Forest analysis) είχε άριστη επίδοση και υψηλή ακρίβεια και για τα δύο είδη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα δύο είδη αν και έχουν παρόμοιες οικολογικές απαιτήσεις, επιλέγουν διαφορετικά στοιχεία του ενδιαιτήματος. Οι μη εντατικές γεωργικές καλλιέργειες και οι θαμνότοποι αυξάνουν την πιθανότητα παρουσίας της Μεσογειακής χελώνας, ενώ οι δασικές εκτάσεις την παρουσία της Ελληνικής χελώνας. Αντίθετα, τα δύο είδη παρουσιάζουν ένα αρνητικό πρότυπο ύπαρξης στα ανθρωπογενώς επηρεαζόμενα ενδιαιτήματα, όπως οι εντατικές γεωργικές καλλιέργειες. Συμπερασματικά, η ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και η άσκηση παραδοσιακών πρακτικών στη γεωργία μπορεί να συνεισφέρει στη διατήρηση των χερσαίων χελωνών.
Αγροδασολιβαδικά συστήματα ελιάς στο Νομό Χαλκιδικής
Η ελιά (Olea europea L.) αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά είδη από τα φυτεμένα αειθαλή δέντρα σε αγροδασολιβαδικά συστήματα και απαντά σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Τα δέντρα της ελιάς φυτεύονται κυρίως για την παραγωγή καρπών και ελαιολάδου. Στην περιοχή της Χαλκιδικής, τα συστήματα αυτά κινδυνεύουν να εγκαταλειφθούν ή να μετατραπούν σε εντατικές μονοκαλλιέργειες. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η απογραφή των αγροδασολιβαδικών συστημάτων ελιάς του Νομού Χαλκιδικής και η διερεύνηση των χαρακτηριστικών τους. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε το πανευρωπαϊκό πρόγραμμα καταγραφής χρήσεων γης Corine Land Cover 2012 και ακολούθησε επιτόπιος έλεγχος. Καταγράφηκαν οι εξής τύποι αγροδασολιβαδικών συστημάτων ελιάς: α) δασογεωργικά συστήματα με δέντρα σε γραμμές και σιτηρά στον υπόροφο, β) δασογεωργικά συστήματα με διάσπαρτα δέντρα σε συνδυασμό με σιτηρά, γ) δασολιβαδικά συστήματα με διάσπαρτα δέντρα και φυσική βλάστηση στον υπόροφο. Οι τύποι αυτοί εντοπίστηκαν κυρίως στην κατηγορία κάλυψης γης 223 –ελαιώνες (Corine Land Cover 2012),στις χερσονήσους Κασσάνδρας και Σιθωνίας του Νομού. Η ενασχόληση των κατοίκων με τον τουρισμό συνέβαλε στη διατήρηση των αγροδασολιβαδικών συστημάτων, τα οποία ενδέχεται να αξιοποιηθούν καλύτερα στο μέλλον με την υιοθέτηση των νέων αγροπεριβαλλοντικών μέτρων της ΚΑΠ από τους αγρότες.
Ιδιοκτησιακό καθεστώς λιβαδικών εκτάσεων
Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να παρουσιάσει με ποιόν τρόπο προέκυψε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των λιβαδικών εκτάσεων μέσα από μια ιστορική αναδρομή και με βάση τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις στη χώρα μας. Κατά την πάγια νομολογία των τακτικών δικαστηρίων και του Αρείου Πάγου, οι λιβαδικές εκτάσεις, εάν δεν έχουν αναγνωριστεί με νόμιμο τρόπο έναντι του Δημοσίου ως ιδιωτικές, θεωρούνται από ιδιοκτησιακή άποψη δημόσιες. Ιδιωτικές λιβαδικές εκτάσεις θεωρούνται εκείνες στις οποίες αποδεικνύονται ιδιωτικά δικαιώματα, σύμφωνα με προσαγόμενους έγγραφους τίτλους ως αποδεικτικά στοιχεία της απαιτούμενης εξουσίασης. Ωστόσο, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα σε δημόσιες λιβαδικές εκτάσεις από ιδιώτες με 30ετή χρησικτησία, εφόσον αυτή είχε συμπληρωθεί καλή τη πίστει έως και τις 11.9.1915. Στο θεσμό του Εθνικού Κτηματολογίου, η χρησικτησία εξακολουθεί να αποτελεί συνήθη πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας επί ακινήτων. Ωστόσο, πολλές αμφισβητήσεις πρόεκυψαν κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου και την ταυτόχρονη διεκδίκηση κυριότητας εκτάσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών.