Μακροχρόνια επίδραση της βόσκησης στη δευτερογενή διαδοχή της βλάστησης σε εγκαταλειμμένους αγρούς του Πανεπιστημιακού Δάσους Ταξιάρχη Χαλκιδικής
Η βόσκηση αγροτικών ζώων είναι μία από τις κύριες χρήσεις γης παγκοσμίως, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη δευτερογενή διαδοχή της βλάστησης σε εγκαταλειμμένους αγρούς. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η εκτίμηση της μακροχρόνιας επίδρασης της βόσκησης στη διαχρονική εξέλιξη της βλάστησης σε εγκαταλειμμένους αγρούς του ορεινού χώρου στη Βόρεια Ελλάδα. Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού, στην ευρύτερη περιοχή του Ταξιάρχη, επιλέχθηκε ένας αβόσκητος (περιφραγμένος) αγρός ηλικίας 20 ετών για να συγκριθεί με τον αντίστοιχο της ίδιας ηλικίας που ήταν γειτονικός και βόσκονταν ελεύθερα κυρίως από αίγες. Σε κάθε αγρό μετρήθηκε, η κάλυψη της βλάστησης και η υπέργεια βιομάζα. Μετά τον προσδιορισμό των φυτικών ειδών, αυτά κατατάχτηκαν σε λειτουργικές ομάδες με βάση τη βοτανική οικογένεια, τον κύκλο ζωής, τη βιοτική μορφή και τον κύκλο φωτοσύνθεσης. Διαπιστώθηκε, ότι η ένταση βόσκησης ήταν υψηλή με αποτέλεσμα η κάλυψη και ιδιαίτερα η υπέργεια βιομάζα να μειωθούν στατιστικά σημαντικά και να διαφοροποιηθεί η σύνθεση των λειτουργικών ομάδων με αύξηση των ετήσιων σε βάρος των πολυετών ποωδών ειδών, των θερόφυτων και γεώφυτων σε βάρος των ημικρυπτόφυτων και των θερμόβιων σε βάρος των ψυχρόβιων ειδών. Τέλος, καταπιέστηκαν πλήρως τα ξυλώδη είδη. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν, ότι η έντονη βόσκηση αιγών στους εγκαταλειμμένους αγρούς οδηγεί στη οπισθοδρόμηση της δευτερογενούς διαδοχής της βλάστησης.
Η επίδραση της ξηρασίας στις υδατικές σχέσεις ετησίων λιβαδικών φυτών σε ποολίβαδο της χαμηλής ζώνης
Το νερό είναι καθοριστικός παράγοντας για την αύξηση και την παραγωγικότητα των φυτών στη μεσογειακή περιοχή. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν οι υδατικές σχέσεις δύο ετήσιων λιβαδικών ειδών, του Hordeum murinum (αγρωστώδες) και της Medicago αrabica (ψυχανθές) και αναζητήθηκαν οι οικοφυσιολογικοί μηχανισμοί που υιοθετούν τα είδη αυτά κάτω από συνθήκες υδατικού ελλείμματος. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε την άνοιξη – αρχές καλοκαιριού του 2010 σε λιβάδι της χαμηλής ζώνης. Κατά τις μεσημβρινές ώρες μετρήθηκαν το υδατικό δυναμικό (Ψ), η στοματική αγωγιμότητα (gs) και ο ρυθμός διαπνοής (Ε), ενώ υπολογίστηκαν το έλλειμμα υδρατμών στην επιφάνεια του φυτοκαλύμματος (VPD) και το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC). Τα δύο είδη εμφάνισαν διαφορετική ανταπόκριση στo υδατικό έλλειμμα. Σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου επικράτησαν σχετικά υψηλές τιμές VPD (2,5-4,1 kPa) με αποτέλεσμα την αύξηση των διαπνευστικών απαιτήσεων των φυτών. Στο τέλος της βλαστικής περιόδου, η M. arabica παρουσίασε χαμηλότερο υδατικό δυναμικό (-2,84 MPa) και υψηλότερο RWC (60,64 %) σε σχέση με το H. murinum (-2,30 MPa, 56,27 %, αντίστοιχα). Το H. murinum, ετήσιο αγρωστώδες, ολοκλήρωσε νωρίτερα τον βιολογικό του κύκλο, έχοντας υψηλότερες υδατικές απώλειες σε σύγκριση με τη M. arabica, η οποία έφτασε στο κρίσιμο σημείο ξήρανσής της στα μέσα Ιουνίου εμφανίζοντας καλύτερη προσαρμογή στο υδατικό έλλειμμα. Τα παραπάνω αποτελέσματα εισηγούνται ότι πιθανόν η M. arabica διαθέτει οικοφυσιολογισμούς μηχανισμούς που της παρέχουν τη δυνατότητα να συνεχίζει την ανάπτυξή της, ακόμη και σε συνθήκες έντονης υδατικής καταπόνησης.
Επίδραση της προσθήκης αζώτου και φωσφόρου στη δομή ποώδους φυτοκοινότητας αρχικού σταδίου δευτερογενούς διαδοχής
Η διαθεσιμότητα του αζώτου (Ν) και του φωσφόρου (Ρ) συνήθως επηρεάζει την πρωτογενή παραγωγικότητα και καθορίζει τη δομή των φυτοκοινοτήτων στα χερσαία οικοσυστήματα. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εξετασθεί η επίδραση των δύο αυτών θρεπτικών στοιχείων στην πρωτογενή παραγωγικότητα και στις μεταβολές της δομής (σύνθεση λειτουργικών ομάδων – αγρωστωδών, ψυχανθών και μη ψυχανθών πλατυφύλλων) σε ποολίβαδο αρχικού σταδίου δευτερογενούς διαδοχής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το Ν ήταν περιοριστικός πόρος και η αυξημένη διαθεσιμότητά του έτεινε να μεγιστοποιεί την πρωτογενή παραγωγικότητα του ποολίβαδου και να ευνοεί τη λειτουργική ομάδα των αγρωστωδών. Από την άλλη μεριά τα ψυχανθή, λόγω της δυνατότητάς τους να αζωτοδεσμεύουν εκδήλωσαν μια αυξημένη ανταγωνιστικότητα όταν το Ν ήταν ανεπαρκές, ιδιαίτερα σε αυξημένη διαθεσιμότητα νερού και με την προσθήκη Ρ.
Καλλιέργεια και παραγωγή αρωματικών φυτών στην Ελλάδα: παρούσα κατάσταση, δυνατότητες και προοπτικές
Τα αρωματικά φυτά αποτελούν αναπόσπαστο συστατικό της καθημερινότητας και της λαϊκής παράδοσης σε ολόκληρο τον πλανήτη εδώ και αιώνες. Τα φυτά αυτά χρησιμοποιούνται στη
φαρμακευτική, στην κοσμετολογία, στη μαγειρική και, τα τελευταία χρόνια, στην τεχνολογία τροφίμων ως αντιοξειδωτικά. Η ελληνική χλωρίδα είναι πλούσια σε αυτοφυή αρωματικά φυτά και οι
εδαφοκλιματικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα ευνοούν την περαιτέρω δυνατότητα καλλιέργειάς τους. Η καλλιέργειά των αρωματικών φυτών μειώθηκε σημαντικά στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Τα σημαντικότερα είδη που καλλιεργούνται σήμερα είναι το δίκταμο, η ρίγανη, το τσάι του βουνού και το χαμομήλι. Ιδιαίτερα σημαντική αύξηση μάλιστα παρουσιάζει η καλλιέργεια του χαμομηλιού. Η στροφή του πληθυσμού προς την υγιεινή διατροφή και κατ’ επέκταση η αύξηση στη ζήτηση ποιοτικών φυτικών προϊόντων σε συνδυασμό με τις αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο για την αντικατάσταση των συμβατικών καλλιεργειών με εναλλακτικές καλλιέργειες αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.
O ρόλος της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην εξέλιξη της βλάστησης και του τοπίου του όρους Βερμίου
Η μετακινούμενη κτηνοτροφία αποτελεί ένα παραδοσιακό σύστημα εκτροφής των αιγοπροβάτων σε πολλές περιοχές της Μεσογείου. Με την εποχιακή μετακίνηση των ζώων αξιοποιείται η φυσική βλάστηση τόσο των ορεινών και ημιορεινών βοσκοτόπων (άνοιξη – φθινόπωρο) όσο και των πεδινών (φθινόπωρο – χειμώνας). Στην Ελλάδα, οι μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι χρησιμοποιούν τα ορεινά φυσικά λιβάδια 5-7 μήνες το χρόνο. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η μελέτης της εξέλιξης της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στο όρος Βέρμιο και η επίδρασή της στην βλάστηση και το τοπίο. Τα λιβάδια του όρους Βερμίου χρησιμοποιούνται ως θερινοί βοσκότοποι κυρίως από τους Σαρακατσάνους μετακινούμενους κτηνοτρόφους της Θεσσαλίας. Παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των χρησιμοποιούμενων θερινών λιβαδιών, μείωση του αριθμού των οικογενειών των μετακινούμενων κτηνοτρόφων καθώς και σημαντική μείωση του αριθμού των μετακινούμενων αιγοπροβάτων τα τελευταία 50 χρόνια. Η μείωση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας πιθανόν να οφείλεται σε διάφορους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που επηρέασαν σημαντικά τον τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων. Η σταδιακή υποχρησιμοποίηση των ορεινών φυσικών λιβαδιών του Βερμίου είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της δομής και της διάρθρωσή τους.