Συμβολή στην μελέτη της χλωριδικής ποικιλότητας των ιερών δασών στη βόρεια Πίνδο
Τα ιερά δάση έχουν πρόσφατα αποδειχθεί σημαντικά διεθνώς για την προστασία της βιοποικιλότητας. Στην περιοχή της βόρειας Πίνδου έχει καταγραφεί ένα δίκτυο από δεκάδες θέσεις όπου ώριμες δασικές συστάδες ή λόχμες προστατεύονται με θρησκευτικές απαγορεύσεις. Με σκοπό να διερευνηθεί η α-ποικιλότητα σε ανώτερα φυτά των ιερών δασών, επιλέχθηκαν οκτώ τέτοια ιερά δάση και οκτώ αντίστοιχες διαχειριζόμενες συστάδες, ως μάρτυρες σύγκρισης, στο Ζαγόρι και την περιοχή της Κόνιτσας. Συνολικά διενεργήθηκαν 32 φυτοληψίες στις οποίες καταγράφηκε η χλωριδική σύνθεση και η αφθονία των ειδών ανά όροφο. Υπολογίστηκε ο δείκτης ποικιλότητας H του Shannon – Wiener για κάθε σταθμό, ενώ για κάθε ζεύγος σταθμών υπολογίστηκαν οι δείκτες ομοιότητας Ss του Sorensen και Sj του Jaccard. Η α-ποικιλότητα και αφθονία ειδών εξαρτώνται από παράγοντες διαφορετικούς από τη δομή και την ηλικία της συστάδας. Απουσιάζει ένα σταθερό πρότυπο που να διέπει τη χλωριδική ποικιλότητα και την αφθονία των ειδών των ιερών δασών σε σύγκριση με τα αντίστοιχα συμβατικά διαχειριζόμενα δάση στην περιοχή έρευνας, ενώ η παρουσία ή η απουσία βόσκησης παίζει σημαντικό ρόλο.
Επιδράσεις της θερινής βόσκησης αιγών και προβάτων στη φυτοποικιλότητα και στη σύνθεση ενός αραιού πρινώνα της ημιορεινής ζώνης
Τα θαμνολίβαδα καλύπτουν στη χώρα μας 3,15 εκατ. εκτ. και συμβάλλουν σημαντικά στη διατροφή των κτηνοτροφικών και θηραματικών ζώων. Ιδιαίτερη οικονομική σημασία έχουν τα θαμνολίβαδα με κυρίαρχο είδος το πουρνάρι (Quercus coccifera L.) που αποκαλούνται και πρινώνες. Αυτοί παρέχουν πράσινη και καλής, σχετικά, ποιότητας τροφή σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του έτους και αντέχουν σε περιτροπική βόσκηση κατά την οποία μπορεί να αφαιρεθεί μέχρι το 70% της παραγωγής τους χωρίς να ζημιωθεί η ευρωστία τους. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της επίπτωσης της μέτριας έντασης βόσκησης αιγών, προβάτων και μίξης αυτών κατά τη θερινή περίοδο στη φυτοποικιλότητα και στη σύνθεση των αραιών πρινώνων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Πειραματικό Κέντρο του ΙΔΕΘ, στη Χρυσοπηγή Σερρών. Η πειραματική επιφάνεια χωρίστηκε με περίφραξη σε έξι ίσα τμήματα έκτασης 3,5 εκτ. το καθένα. Οι χειρισμοί που εφαρμόστηκαν ήταν βόσκηση: α) με αίγες β) με πρόβατα και γ) με τη μίξη αιγών και προβάτων. Οι μετρήσεις των παραμέτρων βλάστησης που πραγματοποιούνταν στα τέλη Μαΐου, επαναλήφθηκαν για τρία έτη (1997, 1998, 1999). Ο αριθμός των ζώων σε κάθε τμήμα (βοσκοφόρτωση) αντιστοιχούσε στη βοσκοϊκανότητα του συγκεκριμένου τμήματος. Οι παράμετροι που μετρήθηκαν ήταν ο αριθμός των ειδών των φυτών, ο αριθμός των ατόμων κάθε είδους, από τα οποία υπολογίστηκε ο δείκτης ποικιλότητας του Shannon-Wiener (H), καθώς και η σύνθεση της βλάστησης. Η φυτοποικιλότητα αν και δεν μεταβλήθηκε σημαντικά μέσα στα έτη, καθώς και μεταξύ των ειδών ζώων, παρουσίασε τάση αύξησης στους χειρισμούς βόσκησης κατά τη διάρκεια των ετών και ιδιαίτερα σε αυτούς των αιγών και της μικτής βόσκησης, ενώ αντίθετα στο χειρισμό των προβάτων παρέμεινε σχεδόν σταθερή.
Αυτοφυή φαρμακευτικά φυτά των λιβαδικών οικοσυστημάτων της Ελλάδας
Τα λιβαδικά οικοσυστήματα της Ελλάδας αποτελούνται από πληθώρα φυτικών ειδών, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό έχει φαρμακευτικές ιδιότητες. Τα φυτικά αυτά φαρμακευτικά είδη
χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα για την κάλυψη φαρμακευτικών αναγκών, και κάποια από αυτά, καλύπτουν τις ίδιες ανάγκες ακόμα και σήμερα. Η εξέλιξη της επιστήμης, επέτρεψε την ανάλυση και τον προσδιορισμό των συστατικών των φαρμακευτικών φυτικών ειδών στα οποία οφείλεται η φαρμακευτική τους δράση. Αυτή η γνώση αποτέλεσε τη βάση για την παραγωγή φαρμάκων, φυτικών ή μη. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση και καταγραφή φαρμακευτικών χρήσεων αυτοφυών φυτικών ειδών που κυριαρχούν σε λιβαδικά οικοσυστήματα της πεδινής και της ορεινής ζώνης. Το 54,4% των taxa που καταγράφηκαν στα λιβαδικά οικοσυστήματα της πεδινής ζώνης στην Ελλάδα και το 45,5% αυτών της ορεινής, αναφέρεται ότι έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Οι ιδιότητές τους αυτές είναι κυρίως αποχρεμπτικές, διουρητικές και τονωτικές, σε ποσοστό 22,4%, 20,6% και 15,5%, αντίστοιχα. Η διαχείριση των λιβαδικών οικοσυστημάτων υπό το πρίσμα της πολλαπλής χρήσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την παρουσία των φαρμακευτικών φυτών μέσα στο οικοσύστημα και να μεριμνά για τη
διατήρησή τους.
Διερεύνηση της αντοχής του Lotus corniculatus L. σε συνθήκες περιορισμένης άρδευσης
Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση της αντοχής και των μηχανισμών που υιοθετεί το Lotus corniculatus L. σε συνθήκες περιορισμένης άρδευσης. Φυτά του είδους συλλέχθηκαν από πληθυσμό της περιοχής του Ταξιάρχη Χαλκιδικής και μεταφυτεύτηκαν σε πλαστικά δοχεία. Μετά από μία περίοδο προσαρμογής εφαρμόστηκαν δύο χειρισμοί υδατικής δίαιτας: α) άρδευση έως το σημείο της υδατοΐκανότητας και β) περιορισμένη άρδευση (καταπόνηση). Κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου του 2013 μετρήθηκαν σε συνθήκες υπαίθρου το υδατικό δυναμικό (Ψ), το οσμωτικό δυναμικό (Ψπ), η στοματική αγωγιμότητα (gs) και υπολογίστηκαν το δυναμικό σπαργής (Ψρ) και το σχετικό υδατικό περιεχόμενο (RWC). Βρέθηκε ότι για το ίδιο Ψ τα φυτά που αναπτύχθηκαν σε περιορισμένη άρδευση εμφάνισαν υψηλότερο RWC και gs, ενώ η σπαργή τους διατηρήθηκε σχεδόν σταθερή σε όλη την αυξητική περίοδο. Η διατήρηση της σπαργής κάτω από περιορισμένη υδατική δίαιτα οφείλεται στο γεγονός ότι η μείωση της όσμωσης ήταν ανάλογη με τη μείωση του Ψ με αποτέλεσμα το δυναμικό σπαργής να παραμένει σταθερό ή να μεταβληθεί πολύ λίγο. Από τα παραπάνω αποτελέσματα προκύπτει ότι το L. corniculatus παρουσιάζει μία φυσιολογική πλαστικότητα κάτω από συνθήκες υδατικής καταπόνησης και μπορεί να διατηρεί υψηλό Ψρ και RWC.
Kλιματική αλλαγή και λιβαδικά οικοσυστήματα
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να εξετάσει τις σημαντικότερες συνιστώσες της κλιματικής αλλαγής (θερμοκρασία, βροχόπτωση, συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα) και τις επιδράσεις που αυτές επιφέρουν στα λιβαδικά οικοσυστήματα, κυρίως όσον αφορά την κατανομή των φυτών, την ποικιλότητα και την παραγωγικότητά τους. Με βάση τα διάφορα σενάρια για τις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές προβλέπονται περαιτέρω μεταβολές του κλίματος με αύξηση της θερμοκρασίας, μείωση της ετήσιας βροχόπτωσης και, κατά συνέπεια, της παραγωγής των φυτών, ιδιαίτερα για τις χώρες της Μεσογειακή λεκάνης. Επίσης, προβλέπεται μεταβολή της αναλογίας C3/C4 ειδών και αλλαγές στην ποιότητα της βοσκήσιμης ύλης λόγω της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στην αναλογία C/N. Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το φαινόμενο της εισβολής φυτών (κυρίως αγρωστωδών) σε χώρους εκτός της φυσικής τους εξάπλωσης που σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στα ιθαγενή είδη. Επιπλέον, οι βιοτικές αλλαγές που προκαλούνται από τα είδη εισβολείς θα μπορούσαν επιδρώντας με την κλιματική αλλαγή να αυξήσουν την ευπάθεια των οικοσυστημάτων και, επομένως, τον κίνδυνο για νέες εισβολές ειδών.