Βιώσιμος σχεδιασμός και βελτίωση των υποδομών σε Μεσογειακό ελληνικό ορεινό λιβάδι
Τα έργα βελτίωσης της υποδομής των λιβαδιών συμβάλλουν θετικά ως προς την χρονική επιμήκυνση της αξιοποίησης των λιβαδιών, την αύξηση εσόδων των κοινοτήτων, λόγω αύξησης ενοικίου, την παραγωγή περισσότερο υγιεινών κτηνοτροφικών προϊόντων και την παραμονή των κατοίκων στην ορεινή ύπαιθρο λόγω βελτίωσης του εισοδήματος των κτηνοτρόφων και την συνθηκών εργασίας και διαβίωσης. Ο φιλικός προς το περιβάλλον προγραμματισμός και ο σχεδιασμός ενός έργου υποδομής πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις τεχνικές ή οικονομικές παραμέτρους, αλλά και την επίδραση της κατασκευής (άμεση ή έμμεση) στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, την λειτουργικότητα και την σκοπιμότητα. Οι λιβαδικές δασοτεχνικές εγκαταστάσεις έχουν ως σκοπό: τη μεγιστοποίηση του οφέλους, την καλύτερη προστασία και εκμετάλλευση των λιβαδιών, την προσέγγιση των λιβαδιών, την αναβάθμιση συνθηκών παραμονής των κτηνοτροφών στα λιβάδια και την εξασφάλιση γρήγορης επικοινωνίας και μεταφοράς. Η παρούσα εργασία ασχολείται με τα στάδια σχεδιασμού λιβαδικών δασοτεχνικών εγκαταστάσεων και μέσω της διερεύνησης περισσοτέρων της μίας εναλλακτικών λύσεων για την απαιτούμενη διάνοιξη της περιοχής με τις λιβαδικές κατασκευές και την εκλογή της καταλληλότερης εναλλακτικής λύσης με βάση οικονομικοτεχνικά και περιβαλλοντικά κριτήρια.
Διαμόρφωση πολυκριτήριου υποδείγματος για την εκτίμηση της αποδοτικότητας κατανάλωσης αρδευτικού νερού
Στις ημίξηρες περιοχές της Μεσογείου, οι υδατικοί πόροι δέχονται εξαιρετικές πιέσεις λόγω της χαμηλής μέσης ετήσιας βροχόπτωσης, με αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση των διαθέσιμων υδάτινων πόρων. Μεγαλύτερος καταναλωτής νερού παραμένει ο τομέας των γεωργικών καλλιεργειών. Διάφορες έρευνες εκτίμησαν ότι περίπου το 70% της κατανάλωσης είναι μη αποδοτική εξαιτίας μιας σειράς προβλημάτων που εντοπίζονται στην εύρεση, συλλογή και εφαρμογή των υδατικών πόρων. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η κατασκευή ενός ενιαίου μοντέλου πολλών κριτηρίων, με τη μέθοδο της Αναλυτικής Ιεραρχικής Διαδικασίας, για την ταυτοποίηση των παραγόντων που επιδρούν στην κατανάλωση του νερού στις γεωργικές καλλιέργειες της Ελλάδας. Λήφθηκαν υπόψη τόσο ποιοτικοί όσο και ποσοτικοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, τα είδη των καλλιεργειών, τα χαρακτηριστικά του εδάφους, η εμπειρία των γεωργών κ.α. Έμφαση δόθηκε στη αναζήτηση βιβλιογραφικών δεδομένων ώστε τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται να είναι κατάλληλα για τις ελληνικές συνθήκες. Η σταδιακή αύξηση της αποδοτικότητας στη κατανάλωση νερού θα δημιουργήσει πλεόνασμα διαθέσιμων υδατικών πόρων. Η ορθή κατανομή του πλεονάσματος μπορεί να ενισχύσει –έμμεσα- την ανάπτυξη των λειμώνων και κατ’ επέκταση την οικολογική και οικονομική τους σημασία.
Η ρύθμιση της βόσκησης ως μέτρο αποκατάστασης και διατήρησης των δασολίβαδων Juniperetum excelsae
Τα δασολίβαδα αρκεύθου (κυρίως Juniperus excelsa M. Bieb.) στην Πρέσπα, που σχηματίζουν τον τύπο οικοτόπου προτεραιότητας *9562 Ελληνικά Δάση Αρκεύθου (Juniperetum excelsae), διατηρούν μοναδικά χλωριδικά και οικολογικά χαρακτηριστικά για Ευρωπαϊκό περιβάλλον, τα οποία διαμορφώθηκαν μετά από την πολύχρονη παρέμβαση του ανθρώπου, κυρίως διαμέσου της εκτατικής βόσκησης. Τα τελευταία χρόνια, ο τύπος οικοτόπου παρουσιάζει σημαντικά σημάδια αλλοίωσης με κύριο χαρακτηριστικό την επέκταση των ξυλωδών πλατύφυλλων. Την κατάθεση μέτρων και την πραγματοποίηση δράσεων για την αποκατάσταση του τύπου οικοτόπου έχει θέσει ως κύριο στόχο το Έργο LIFE JunEx (Restoration and Conservation of the Priority Habitat Type *9562). Από τις Δράσεις που προβλέπει το Έργο, σημαντική θέση κατέχει η επανεισαγωγή της εκτατικής βόσκησης, μετά από επιλεγμένες υλοτομίες ξυλωδών πλατύφυλλων σε διάδρομο επιλογής. Σκοπός της εργασίας είναι η κατάθεση σχεδίου ρύθμισης της βόσκησης σε επιλεγμένες θέσεις στα δασολίβαδα. Εκτιμάται ότι η χρήση της βοσκήσιμης ύλης σε διάδρομο επιλογής θα πρέπει να γίνει από 744,5 μ.ζ.μ βάση ενός ορθολογικού σχεδίου διαχείρισης. Επιπλέον, προτείνεται η συντήρηση υπάρχουσας ομβροδεξαμενής (95 m3) και η κατασκευή νέας (115 m3). Τέλος προτείνεται η κατασκευή στεγάστρου για τη στέγαση 1000 μ.ζ.μ.
Αποτύπωση ορίων θαμνολίβαδου με χρήση μόνιμων σταθμών αναφοράς του HEPOS (HEllenic POsitioning System)
Η προστασία των λιβαδικών οικοσυστημάτων προϋποθέτει την αποτύπωση των ορίων των εκτάσεων που αυτά καταλαμβάνουν, την καταγραφή και απογραφή τους. Στην επίτευξη αυτού του σκοπού έρχεται να συμβάλλει το Παγκόσμιο Σύστημα Εντοπισμού Θέσης, GPS. Τα δίκτυα μόνιμων σταθμών αναφοράς GPS που αναπτύχθηκαν σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο και η εφαρμογή δικτυακών τεχνικών RTK προσφέρουν υψηλές ακρίβειες σε Real-Time αποτυπώσεις. Στα οφέλη από τις εξελίξεις αυτές προστίθενται και η μείωση του χρόνου και του κόστους αποτύπωσης. Το πρώτο δίκτυο Μόνιμων Σταθμών Αναφοράς GPS που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε από την Κτηματολόγιο Α.Ε., πήρε την ονομασία HEPOS (HEllenic POsitioning System) και επιτρέπει τον προσδιορισμό θέσης με υψηλή ακρίβεια. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να εξετάσει την ακρίβεια που μπορεί να επιτευχθεί στην αποτύπωση σε πραγματικό χρόνο (Real Time) ορίων θαμνολίβαδου κάνοντας χρήση δέκτη GPS με εφαρμογή του συστήματος HEPOS. Η αξιολόγηση γίνεται μέσω της σύγκρισης των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη χρήση του διπλόσυχνου δέκτη Leica GS09_GNSS και την εφαρμογή των RTK τεχνικών Single–Base, VRS και Network DGPS του HEPOS, με τις συντεταγμένες που εξάγονται από την χρήση του γεωδαιτικού σταθμού Leica TRC 407 καθώς οι μετρήσεις αυτές λαμβάνονται ως «αληθείς τιμές». Οι μετρήσεις εκτελέστηκαν στο Δημόσιο Δάσος Βερτίσκου Όρους, Δασαρχείου Νιγρίτας Ν. Σερρών και η περισσότερο ακριβής μέθοδος αποδείχθηκε η Network DGPS.
Σχέση της δομής και της διάρθρωσης του λιβαδικού τοπιού με τον κίνδυνο ερημοποίησης
H ερημοποίηση αποτελεί ένα σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα, με έντονες κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Αποτελεί μέρος της εξελικτικής πορείας του πλανήτη, η οποία καταστρέφει παραγωγικές εκτάσεις και απειλεί παραδοσιακά τοπία εδώ και πολλούς αιώνες. Η Ελλάδα λόγω του ορεινού της χαρακτήρα, διατηρεί λιβαδικά (βοσκόμενα) τοπία με απότομες υψομετρικές διαφορές και μεγάλες κλίσεις που όταν υπερβόσκονται απειλούνται με ερημοποίηση. Σκοπός της παρούσας έρευνας να διερευνηθεί η σχέση της δομής και της διάθρωσης του βοσκόμενου τοπίου με τον κίνδυνο ερημοποίησης του. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκαν πέντε τοπικές κοινότητες της Επαρχίας Λαγκαδά – Θεσσαλονίκης (Κολχικό, Λοφίσκος, Κρυονέρι, Εξάλοφος, Όσσα) που συνιστούν ένα τυπικό λιβαδικό τοπίο της κεντρικής Μακεδονίας. Για την ερμηνεία της δομής και της διάρθρωσης του τοπίου επιλέχθηκαν 8 δείκτες από τις κατηγορίες μετρήσεων κατάτμησης, περιμέτρου, σχήματος, διασποράς και ποικιλότητας. Για την εκτίμηση του κινδύνου ερημοποίησης εφαρμόστηκε το μοντέλο του δείκτη ESAI (Environmentally Sensitive Area’s Ιndex) σε απλοποιημένη προσαρμογή. Κατά την εφαρμογή του μοντέλου έγινε συνδυασμός μεταβλητών που σχετίζονται με το έδαφος, τη βλάστηση, το κλίμα και τη διαχείριση. Με βάση τον δείκτη ESAI, οι περιοχές διακρίθηκαν σε κρίσιμες, ευαίσθητες, δυνητικές και μη απειλούμενες, όσον αφορά την ερημοποίηση. Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν τα λογισμικά ERDAS Imagine 9.1, FRAGSTATS 3.3 και ArcView 9.3. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ του κινδύνου ερημοποίησης και των δεικτών που μετρούν την κατάτμηση, πυκνότητα περιμέτρου, τη διασπορά και την ποικιλότητα, ενώ για τους δείκτες μέτρησης σχήματος δεν προέκυψαν ασφαλή συμπεράσματα. Συμπεραίνεται ότι οι δείκτες τοπίου που παρουσίασαν κάποια τάση σε σχέση με τον δείκτη ESAI μπορούν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες κινδύνου ερημοποίησης.