Επίδραση της υδατικής καταπόνησης στη θρεπτική αξία πληθυσμών Lotus corniculatus L. στη Βόρεια Ελλάδα
Το Lotus corniculatus είναι ένα από τα πλέον πολύτιμα ψυχανθή κτηνοτροφικά φυτά με υψηλή θρεπτική αξία και αντοχή σε υδατική καταπόνηση. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση της υδατικής καταπόνησης στη θρεπτική αξία τριών φυσικών πληθυσμών διαφορετικής βιοκλιματικής προέλευσης του Lotus corniculatus στο βλαστικό στάδιο ανάπτυξης. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του Λιβαδοπονικού Κήπου του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη το 2012. Φυτά που συλλέχθηκαν από τρεις διαφορετικές περιοχές (Ν. Δράμας, Ν. Κιλκίς, Ταξιάρχης Χαλκιδικής) μεταφυτεύθηκαν σε γλάστρες κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες. Στα φυτά εφαρμόστηκε πότισμα στο 100% της υδατοϊκανότητας και στο 40% αυτής. Στη συνέχεια τα φυτά κόπηκαν στο βλαστικό στάδιο και προσδιορίστηκαν οι ολικές αζωτούχες ουσίες, τα NDF, ADF και ADL και εκτιμήθηκε η πεπτικότητα ξηρής ουσίας στην υπέργεια βιομάζα των τριών πληθυσμών του Lotus corniculatus. Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι ο πληθυσμός του Ταξιάρχη ανεξάρτητα καταπόνησης υπερείχε σημαντικά από τους άλλους δύο που δεν είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Η υδατική καταπόνηση ανεξάρτητα από τον πληθυσμό, μείωσε σημαντικά το NDF, ADF και το ADL και αύξησε την πεπτικότητα ξηρής ουσίας, ενώ δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις ολικές αζωτούχες ουσίες. Η μέτρια υδατική καταπόνηση φαίνεται να μειώνει τους δομικούς υδατάνθρακες και να αυξάνει την πεπτικότητα.
Επίδραση οργανικής και ανόργανης λίπανσης στην ανάπτυξη, απόδοση και ποιότητα βιομάζας κινόας και βλήτου
Στην εργασία αυτή διερευνήθηκε η επίδραση διαφορετικών ειδών λίπανσης στην ανάπτυξη, στην απόδοση και στην ποιότητα της βιομάζας δύο ψευδοδημητριακών, κινόας (Chenopodium quinoa Willd.) και βλήτου (Amaranthus retroflexus L.). Επιπροσθέτως, συγκρίθηκαν τα αγρονομικά χαρακτηριστικά, οι αποδόσεις σε νωπό και ξηρό βάρος και η θρεπτική αξία της βιομάζας των δύο ειδών για να καταδειχθεί η χρησιμότητά τους ως εναλλακτικά χορτοδοτικά φυτά σε ξηροθερμικές συνθήκες για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών των αγροτικών ζώων στις Μεσογειακές περιοχές. Το πειραματικό σχέδιο που επιλέχθηκε ήταν των ομάδων με υπο-ομάδες με δύο επαναλήψεις, δύο κύριες ομάδες (κινόα και βλήτο) και τέσσερις υποομάδες (χειρισμοί λίπανσης: μάρτυρας, ανόργανη λίπανση, κομπόστ και κοπριά). Τα αποτελέσματα έδειξαν σαφή υπεροχή της κινόας έναντι του βλήτου σε ύψος και ξηρή ουσία, ενώ δεν σημειώθηκαν διαφορές στη χημική σύσταση της βιομάζας μεταξύ των δύο ειδών. Γενικά, η λίπανση επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη και στις αποδόσεις των δύο ψευδοδημητριακών. Η λίπανση με κομπόστ εμφάνισε υψηλότερες τιμές στα περισσότερα ποιοτικά χαρακτηριστικά της βιομάζας στην κινόα, ενώ η ανόργανη λίπανση είχε καλύτερα αποτελέσματα στο βλήτο. Τα αποτελέσματα της εργασίας δείχνουν ότι η κινόα και το βλήτο μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εναλλακτικές ζωοτροφές έναντι των ανοιξιάτικων ψυχανθών σε ξηροθερμικές Μεσογειακές περιοχές.
Θρεπτική αξία της βλάστησης σε θαμνώνες παλιουριού στα Πορρόϊα Σερρών
Τα λιβάδια αποτελούν το σημαντικότερο σε έκταση εδαφικό πόρο της χώρας μας, καταλαμβάνοντας πάνω από το 40% της έκτασής της. Τα θαμνολίβαδα αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα των λιβαδικών εκτάσεων στη βόρεια Ελλάδα. Ένα μέρος των φυλλοβόλλων θαμνολίβαδων κυριαρχείται από το Παλιούρι (Paliurus spina – christi Miller) το οποίο παρέχει αξιόλογη βοσκήσιμη ύλη για τα αγροτικά ζώα. Είναι είδος εξαιρετικά ανθεκτικό στη βόσκηση. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εκτιμηθεί η χημική σύσταση (CP, NDF, ADF, ADL) και να υπολογιστεί η πεπτικότητα ξηρής ουσίας (DMD) του παλιουριού και της ποώδους βλάστησης του υπορόφου σε περιοχές με διαφορετικό υψόμετρο στα κεντρικά της βόρειας Ελλάδας. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού επιλέχθηκαν δύο περιοχές στα Πορρόϊα Ν. Σερρών: στα Υψηλά Πορρόϊα και στα Χαμηλά Πορρόϊα σε θαμνώνες παλιουριού, με γνώμονα το υψόμετρο. Στις περιοχές αυτές επιλέχθηκαν δειγματοληπτικές επιφάνειες, από τις οποίες έγινε συλλογή ετήσιων κλαδίσκων και φυλλώματος παλιουριού καθώς και υπέργειας βιομάζας της ποώδους βλάστησης για την εκτίμηση της θρεπτικής τους αξίας. Η περιεκτικότητα σε ολικές πρωτεϊνες (CP) του παλιουριού βρέθηκε στατιστικώς σημαντικά υψηλότερη στα Χαμ. Πορρόϊα, ενώ δεν διαπιστώθηκε σημαντική διαφορά στα NDF, ADF, ADL και στο DMD του παλιουριού μεταξύ των δύο περιοχών. Επίσης, δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές στο CP της ποώδους βλάστησης μεταξύ των δύο περιοχών. Το NDF και το ADF της ποώδους βλάστησης διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο περιοχών, η υψηλότερη τιμή εμφανίζεται στα Χαμ. Πορρόϊα. Το ADL δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ των περιοχών. Το DMD βρέθηκε στατιστικώς σημαντικά υψηλότερο στα Υψ. Πορρόϊα. Οι διαφοροποιήσεις στη θρεπτική αξία μπορούν να αποδοθούν στις υψομετρικές διαφορές και στη διαφορετική σύνθεση της βλάστησης.
Δημιουργία βάσης δεδομένων για αστικό πράσινο
Η βάση δεδομένων είναι μια συλλογή από διαφορετικά κομμάτια πληροφοριών, ιδίως πληροφοριών που έχουν διαμορφωθεί με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο για χρήση σε αναλύσεις ή στη λήψη αποφάσεων. Η βάση δεδομένων υποστηρίζει την ολοκληρωμένη καταγραφή, διαχείριση και επιλογή ειδών για αστικό πράσινο με τη δημιουργία ενός ευέλικτου και δυναμικού εργαλείου (περιβάλλον διεπαφής με το χρήστη-interface) με τη χρήση του προγράμματος Microsoft Access 2007. Για τη διαχείριση της βάσεων δεδομένων, δημιουργήθηκε ένα φιλικό απλό περιβάλλον διεπαφής με το χρήστη που βοηθά στην επιλογή των κατάλληλων ειδών αστικού πρασίνου με συγκεκριμένα κριτήρια.
Συγκριτική μελέτη της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα όρη Οίτη και Καλλίδρομο
Η Οίτη και το Καλλίδρομο είναι δύο γειτονικά ορεινά συγκροτήματα που απαντούν στο νομό Φθιώτιδας της Στερεάς Ελλάδας και καλύπτονται από δάση Κεφαλληνιακής ελάτης. Παρά του ότι η Οίτη έγινε Εθνικός Δρυμός από το 1966 και αμφότερα εντάχθηκαν στο δίκτυο προστασίας Natura 2000, η κτηνοτροφία συνεχίζει να αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων των δύο βουνών. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η σύγκριση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στα δύο αυτά βουνά, δίνοντας έμφαση στη μεταβολή και σύνθεση του ζωικού κεφαλαίου εντός των προστατευόμενων περιοχών τους. Η κτηνοτροφική δραστηριότητα αξιολογήθηκε με την εφαρμογή ερωτηματολόγιου σε κτηνοτρόφους, αλλά και διαχρονικά με στοιχεία από στατιστικές πηγές. Διαπιστώθηκε ότι στην Οίτη κυριαρχούν τα πρόβατα και ακολουθούν οι αίγες, με τελευταία τα βοοειδή, ενώ στο Καλλίδρομο δεν υπάρχουν πρόβατα, αλλά μόνο αίγες και βοοειδή, αμφότερα σημαντικά αυξημένα σε σχέση με την Οίτη. Κατά τη δεκαετία του 1960 βρέθηκε δραστική μείωση του ζωικού κεφαλαίου, τόσο στον Εθνικό Δρυμό Οίτης όσο και στο όρος Καλλίδρομο, ενώ τα τελευταία έτη παρατηρείται αύξηση της βοοτροφίας κρεοπαραγωγικών φυλών, ιδιαίτερα στο Καλλίδρομο. Συμπεραίνεται, ότι η εξάλειψη της προβατοτροφίας στο Καλλίδρομο θα πρέπει να αποδοθεί σε κοινωνικοοικονομικά δεδομένα μάλλον, παρά στο καθεστώς προστασίας, αφού στην Οίτη που το καθεστώς είναι αυστηρότερο δεν υπήρξε αντίστοιχη εξέλιξη.