Ανάπτυξη προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (κάρτες «υπερατού») για την άγρια πανίδα
Περιβαλλοντική Εκπαίδευση (Π.Ε.) είναι η σχετική με το περιβάλλον εκπαίδευση, η οποία υποδεικνύει το περιβάλλον ως μέσο για πιο αποτελεσματική μάθηση. Στο πλαίσιο της Π.Ε., η επαφή με το περιβάλλον συμβάλλει στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για τα περιβαλλοντικά ζητήματα και στην ενδυνάμωση για ανάπτυξη δράσης πάνω σε αυτά. Σκοπός της εργασίας είναι ο σχεδιασμός ενός προγράμματος Π.Ε. που αφορά χαρακτηριστικά είδη πτηνών της άγριας πανίδας της Ελλάδας, βασισμένο σε ένα παλιότερο παιχνίδι με κάρτες (κάρτες «υπερατού»). Το παιχνίδι ως μέθοδος Π.Ε. βασίζεται σε κάποιο περιβαλλοντικό ζήτημα, διευκολύνει την μάθηση, έχει κανόνες και είναι ψυχαγωγικό. Το τελικώς διαμορφωμένο παιχνίδι αποτελείται από 32 κάρτες, κατά αντιστοιχία με το παλιό παιχνίδι, οι οποίες απεικονίζουν πτηνά από την άγρια πανίδα της Ελλάδας. Υπάρχουν 8 κατηγορίες καρτών όπου η κάθε μία αντιστοιχεί σε μία οικογένεια πτηνών (αναγράφεται επιπλέον και η τάξη). Κάθε κατηγορία αποτελείται από 4 αντιπροσωπευτικά είδη της οικογένειας. Σε κάθε κάρτα υπάρχει φωτογραφία του πτηνού. Τα χαρακτηριστικά που επιλέχτηκαν για να συγκρίνονται μεταξύ τους είναι το μήκος του πτηνού, το άνοιγμα φτερούγων και το βάρος (αρσενικού και θηλυκού χωριστά). Για την υλοποίηση του υλικού αντλήθηκαν πληροφορίες από βιβλιογραφία σχετική με την Π.Ε. και την άγρια πανίδα και αναζητήθηκαν φωτογραφίες μέσω του Google.
Αξιολόγηση δράσεων για την καταπολέμηση της ερημοποίησης με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων
Η ερημοποίηση είναι ένα σοβαρό περιβαλλοντικό και κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα που επηρεάζει μεγάλο μέρος των ξηροθερμικών περιοχών του κόσμου. Η προσπάθεια αποτροπής της ερημοποίησης με τη βελτίωση της παραγωγικότητας της γης και της διαχείρισης των φυσικών πόρων αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας βήμα για την κοινωνική ευημερία στις περιοχές αυτές. Η αξιολόγηση, όμως, των πρακτικών για την καταπολέμηση της ερημοποίησης, η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων και η ενσωμάτωση της κοινωνικής διάστασης στις υπάρχουσες δεν έχουν επιτελέσει σημαντική πρόοδο. Απάντηση στο παραπάνω πρόβλημα προσπάθησε να δώσει το Ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα PRACTICE. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η αξιολόγηση των δράσεων καταπολέμησης της ερημοποίησης στην επαρχία Λαγκαδά Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του προγράμματος αυτού. Για την αξιολόγηση επιλέχτηκαν οι παρακάτω δράσεις που εφαρμόζονται στις δημόσιες δασικές εκτάσεις: α) μέτρια βόσκηση (1 μικρή ζωική μονάδα – μζμ/εκτάριο/έτος) β) υπερβόσκηση (3μζμ/εκτάριο/έτος) γ) καμιά διαχείριση (βόσκηση ή αναδάσωση) δ) μερική αναδάσωση και ε) πλήρης αναδάσωση. Η αξιολόγηση βασίστηκε στο πρωτόκολλο του PRACTICE που προβλέπει συμμετοχική διαδικασία των κοινωνικών εταίρων που επιλέχτηκαν με την αλυσιδωτή μέθοδο και έγινε με βάση βιοφυσικά δεδομένα που συλλέχτηκαν στην περιοχή έρευνας. Από την αξιολόγηση αυτή προέκυψε ότι η μέτρια βόσκηση είναι η καλύτερη διαχειριστική πρακτική ακολουθουμένη από τη μερική αναδάσωση. Ως τρίτη καλύτερη πρακτική χαρακτηρίστηκε η «καμία διαχείριση». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η μέτρια βόσκηση αποτελεί κορυφαία διαχειριστική επιλογή για την ανόρθωση των λιβαδικών οικοσυστημάτων της επαρχίας Λαγκαδά.
Πρόταση για την αναβάθμιση της διαχείρισης λιβαδικών εκτάσεων με τη χρήση κατάλληλα εκπαιδευμένου δασεργατικού προσωπικού
Ο ανθρώπινος παράγοντας κατέχει κεντρικό ρόλο στην εκτέλεση των εργασιών προστασίας, βελτίωσης και εκμετάλλευσης των δασικών και λιβαδικών εκτάσεων. Η παρούσα εργασία εξετάζει και αναλύει τα αποτελέσματα έρευνας με ερωτηματολόγιο σε ειδικούς και δασεργάτες με θέμα τη διερεύνηση των προβλημάτων στο χώρο των δασικών εργασιών και τη συνεισφορά ενός συστήματος δασεργατικής εκπαίδευσης στη Δασοπονία και Λιβαδοπονία. H πλειονότητα των δασεργατών ήταν πολύ θετικοί σε μία κατάρτιση πάνω σε εργασίες βελτίωσης λιβαδιών και λιβαδικών εκτάσεων στα πλαίσια ενός συστήματος δασεργατικής εκπαίδευσης λόγω της συνάφειας με τα τωρινά τους καθήκοντα και με την προσδοκία αύξησης του εισοδήματός τους. Η ύπαρξη ενός κατάλληλα εκπαιδευμένου δασεργατικού δυναμικού αναμένεται να φέρει εις πέρας τις σύγχρονες και αυξημένες απαιτήσεις της Λιβαδοπονίας πολλαπλών σκοπών στην πατρίδα μας.
Εποχιακή βόσκηση νεροβούβαλων σε λιβάδια και γεωργική γη της περιοχής της Λίμνης Κερκίνης του Νομού Σερρών
Στην περιοχή της λίμνης Κερκίνης του Νομού Σερρών διερευνήθηκε ο χρόνος (%) που αφιέρωναν εποχιακά οι νεροβούβαλοι στη δραστηριότητα της βόσκησης στα λιβάδια και στη γεωργική γη, καθώς επίσης και η συμμετοχή των αγρωστωδών, ξυλωδών και πλατυφύλλων ειδών στη δίαιτά τους. Η μέθοδος της εστιακής δειγματοληψίας εφαρμόστηκε σε έξι ενήλικους νεροβούβαλους κατά τη διάρκεια του 2013. Βρέθηκε ότι οι νεροβούβαλοι παρέμεναν στις βοσκόμενες εκτάσεις μεγαλύτερο χρονικό διάστημα την άνοιξη (8h 52min) και το καλοκαίρι (10h 16min) σε σχέση με το φθινόπωρο και το χειμώνα και αφιέρωναν σημαντικά περισσότερο χρόνο (P<0,05) στη δραστηριότητα της βόσκησης κατά την περίοδο αυτή (373 και 349 min για την άνοιξη και το καλοκαίρι, αντίστοιχα). Ο χρόνος που αφιέρωναν για βόσκηση στα λιβάδια το καλοκαίρι και το χειμώνα (94,9% και 78,8%, αντίστοιχα) ήταν σημαντικά μεγαλύτερος (P<0,05) από το χρόνο που αφιέρωναν στα γεωργικά υπολείμματα (5,1% και 21,2%, αντίστοιχα). Στα τελευταία, τα ζώα αφιέρωναν σημαντικά περισσότερο χρόνο (P<0,05) για βόσκηση το φθινόπωρο (53,9%) σε σύγκριση με τους λειμώνες (6,0%), οι οποίοι βόσκονταν μόνο την περίοδο αυτή. Οι νεροβούβαλοι αφιέρωναν σημαντικά περισσότερο χρόνο (P<0,05) στη βόσκηση των αγρωστωδών (74,0%) σε σχέση με τα ξυλώδη (21,7%) και τα πλατύφυλλα είδη (4,3%) καθ’όλη τη διάρκεια του έτους.
Xημική σύσταση των βαλανιδιών του είδους Quercus ithaburensis subsp. macrolepis (Kotschy) Hedge & Yaltirik διαφορετικών γεωγραφικών προελεύσεων
Τα δάση της βαλανιδιάς (Quercus ithaburensis) μπορούν να θεωρηθούν ως αγροδασοπονικά συστήματα χρήσης της γης, αφού παράγουν δασικά προϊόντα, καθώς και βοσκήσιμη ύλη και καρπούς για τα αγροτικά ζώα και την άγρια πανίδα. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν η εκτίμηση της χημικής σύστασης των βαλανιδιών από δύο διαφορετικές γεωγραφικές προελεύσεις. Τα βαλανίδια συλλέχθηκαν από μια νησιώτικη (Ν. Κέα) και μια ηπειρωτική περιοχή (Ξηρόμερο Αιτολωακαρνανίας). Στα δείγματα προσδιορίστηκαν η περιεκτικότητα σε ολικές αζωτούχες ουσίες (CP) και οι ινώδεις ουσίες NDF, ADF και ADL σε κάθε βαλανίδι των δειγμάτων ξεχωριστά. Από τα αποτελέσματα πρόεκυψε ότι στα βαλανίδια μεταξύ των δυο πληθυσμών δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την περιεκτικότητα σε NDF, ADF και ADL. Aντίθετα, η περιεκτικότητα σε ολικές αζωτούχες ουσίες των βαλανιδιών από την Κέα ήταν σημαντικά υψηλότερη από τις αντίστοιχες των βαλανιδιών του Ξηρομέρου. Η περιεκτικότητα σε ολικές αζωτούχες ουσίες των βαλανιδιών δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες συντήρησης των μικρών μηρυκαστικών, όμως τα βαλανίδια μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμη συμπληρωματική τροφή τη δύσκολη περίοδο του χειμώνα.