Χωρική ποικιλότητα της ερπετοπανίδας στο Εθνικό Πάρκο Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου
Τα ερπετά είναι παγκοσμίως απειλούμενα είδη και είναι ιδιαίτερα ευάλωτα εξαιτίας των οικολογικών τους απαιτήσεων. Τα περισσότερα έχουν μικρή περιοχή ενδημίας και η ικανότητα διασποράς τους σε μεγάλες αποστάσεις είναι περιορισμένη. Επομένως, η απώλεια, η υποβάθμιση και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων αποτελούν τις κυριότερες απειλές που ευθύνονται για τη μείωση του αριθμού τους. Η γνώση της αφθονίας και της ποικιλότητας των ειδών είναι απαραίτητη τόσο για την κατανόηση της δυναμικής των κοινοτήτων όσο και της χρήσης των ενδιαιτημάτων. Η ποικιλότητα των ειδών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της οργάνωσης των κοινοτήτων και έχει άμεσες επιπτώσεις στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τη διαχείριση και τη προστασία των οικοσυστημάτων. Η παρούσα εργασία εξέτασε την ποικιλότητα της ερπετοπανίδας σε εννιά διαφορετικούς τύπους ενδιαιτημάτων στο Εθνικό Πάρκο Δαδιάς-Λευκίμης-Σουφλίου. Για κάθε τύπο ενδιαιτήματος επιλέχθηκαν τυχαία πέντε δειγματοληπτικές επιφάνειες έκτασης 10 × 100 μ. Από ένα σύνολο 1.703 παρατηρήσεων, καταγράφηκαν οκτώ είδη σαυρών και δέκα είδη φιδιών. Βρέθηκαν διαφορές στην ποικιλότητα των ειδών ανάμεσα στους διαφόρους τύπους ενδιαιτημάτων, με την υψηλότερη ποικιλότητα να παρατηρείται στα ποολίβαδα και στις μη εντατικές γεωργικές καλλιέργειες, ενώ οι άγονες και βραχώδεις εκτάσεις και οι εντατικές γεωργικές καλλιέργειες να εμφανίζουν τη χαμηλότερη. Η σπουδαιότητα της ύπαρξης των ανοικτών εκτάσεων για την υποστήριξη ποικίλης ερπετοπανίδας συζητιέται διεξοδικά στην εργασία.
Παρουσία κουνουπιών (Diptera: Culicidae) σε λιβαδικές εκτάσεις της Ελλάδος
Παρά το γεγονός ότι τα κουνούπια δημιουργούν σημαντικότατα προβλήματα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και κάθε χρόνο δαπανώνται μεγάλα ποσά για την αντιμετώπισή τους. εντούτοις δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία για τα είδη κουνουπιών που διαβιούν σε πολλές από τις περιοχές της Ελλάδας. Με σκοπό την επικαιροποιημένη καταγραφή της εξάπλωσης των ειδών των κουνουπιών, πραγματοποιήθηκαν από τον Απρίλιο του 2009 έως και τον Αύγουστο του 2012 δειγματοληψίες προνυμφών κουνουπιών σε 57 περιοχές της Ελλάδος και σε εστίες διαφόρων τύπων (δέλτα ποταμών, λίμνες, ρέματα, πηγάδια, αστικά περιβάλλοντα, μόνιμες και μη συλλογές νερού). Ανάμεσα στα είδη κουνουπιών που καταγράφηκαν υπάρχουν αρκετά που χαρακτηρίζονται ως ζωόφιλα, μπορούν να αναπτύξουν μεγάλους πληθυσμούς με την επικράτηση των κατάλληλων συνθηκών και να δημιουργήσουν προβλήματα τόσο στα ζώα που βόσκουν κοντά στις εστίες ανάπτυξής τους όσο και στα άτομα που ασχολούνται με την εκτροφή τους. Τα είδη κουνουπιών που καταγράφηκαν με αυτά τα χαρακτηριστικά ανήκουν σε 4 γένη και είναι τα εξής: Anopheles claviger (Meigen) 1804, Anopheles hyrcanus (Pallas) 1771, Anopheles maculipennis Meigen 1818, Aedes caspius (Pallas) 1771, Aedes detritus (Haliday) 1833, Culex laticinctus Edwards 1913, Culex mimeticus Noe 1899, Culex pipiens Linnaeus 1758, Culex theileri Theobald 1903, Culex tritaeniorhynchus Giles 1901, Culiseta annulata (Schrank) 1776. Το είδος Culex pipiens εντοπίστηκε σε όλες σχεδόν τις εστίες από τις οποίες λήφθηκε δείγμα και σε υψηλές πληθυσμιακές πυκνότητες. Επίσης, τα ευρεθέντα είδη είναι σημαντικά από υγειονομική άποψη καθώς μπορούν να αποτελέσουν φορείς σοβαρών ασθενειών που προσβάλλουν εκτρεφόμενα ζώα αλλά και τον άνθρωπο.
Επιπτώσεις της διαχείρισης των λιβαδικών οικοσυστημάτων στα αρπακτικά πτηνά
Τα λιβάδια είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση χερσαίος φυσικός πόρος της χώρας μας και αντιστοιχεί στο 40% περίπου της συνολικής έκτασής της. Κύριο διαχειριστικό εργαλείο αυτών των εκτάσεων είναι η βόσκηση. Ο τρόπος άσκησης και εκτροφής των αγροτικών ζώων μπορεί να αλλάξει τη χρήση και τη φυσιογνωμία των λιβαδιών. Είναι κοινά αποδεκτό ότι η παρουσία των βοσκόντων ζώων στα μεσογειακά οικοσυστήματα έχει συντελέσει στην εξέλιξή τους με την επίδραση της βόσκησης κυρίως στο φυσικό τοπίο, τη φυτοκάλυψη, την ποικιλότητα των φυτικών ειδών και την ορνιθοπανίδα. Στην παρούσα εργασία έγινε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας με σκοπό να διερευνηθούν οι πιθανές επιπτώσεις της διαχείρισης των λιβαδικών οικοσυστημάτων στα αρπακτικά πτηνά. Τα λιβαδικά οικοσυστήματα αποτελούν σημαντικά ενδιαιτήματα τροφοληψίας για τα περισσότερα είδη αρπακτικών πτηνών. Σε αυτές τις εκτάσεις η ορθολογική βόσκηση συμβάλει στη διατήρηση της βλάστησης σε επιθυμητά επίπεδα, ώστε να είναι εφικτός ο εντοπισμός και η σύλληψη της λείας. Επίσης, η μετακινούμενη κτηνοτροφία είναι ζωτικής σημασίας ιδιαίτερα για τα μεγάλα είδη αρπακτικών, όπως οι γύπες. Η μείωση του ζωικού κεφαλαίου, ο σταυλισμός των αγροτικών ζώων κατά τη διάρκεια του χειμώνα και η απομάκρυνση των νεκρών ζώων από την ύπαιθρο, έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε αυτά τα είδη τα οποία επωφελούνται από την παρουσία της κτηνοτροφίας.
Η κυνηγητική δραστηριότητα στο νησί της Κύπρου
Στην παρούσα εργασία αναλύονται τα προσωπικά χαρακτηριστικά των κυνηγών και η κυνηγετική τους δραστηριότητα στο νησί της Κύπρου. Η έρευνα διενεργήθηκε με τη βοήθεια ερωτηματολογίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν οι κυνηγοί είναι ικανοποιημένοι από την κυνηγετική τους δραστηριότητα που αποτελεί όχι μόνο τρόπο ζωής αφού το ασκούν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 10 χρόνια, αλλά αποτελεί και θέμα των συζητήσεων τους. Πηγαίνουν συνήθως στο κυνήγι με παρέα, 2 φορές την εβδομάδα και έχουν κυνηγητικό σκύλο. Διαθέτουν στην πλειοψηφία τους δίκαννο με κάθετες κάννες και η συνηθισμένη απόσταση που διανύουν είναι 10-20 χιλ. Περισσότερο επιθυμητά θηράματα θεωρούν την τσίχλα, το λαγό και την πέρδικα.
Συνέργεια εκμετάλλευσης δασικής βιομάζας και βόσκησης για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας και την οικονομία της υπαίθρου
Τα ελληνικά δάση φιλοξενούν περίπου το ένα τρίτο των ειδών της ορνιθοπανίδας της Ευρώπης. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα μεσογειακά δάση που χαρακτηρίζονται συχνά από την ύπαρξη μωσαϊκού λιβαδικών και δασικών τύπων κάλυψης. Τα τοπία αυτά σταδιακά χάνονται λόγω της εγκατάλειψης ή της οικοδόμησής τους. Συχνά τα δάση που αναπτύσσονται μετά την εγκατάλειψη παρουσιάζουν μεγάλη πυκνότητα που μειώνει την αξία τους ως ενδιαιτήματος της ορνιθοπανίδας και αυξάνει τους κινδύνους πυρκαγιών. Στο κείμενο αυτό προτείνεται η ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ της παραγωγής βιομάζας και της εκτατικής κτηνοτροφία για τη αειφορική διαχείρισης των μεσογειακών δασών προς όφελος και της βιοποικιλότητας και των κατοίκων της υπαίθρου.