Προβλήματα και προοπτικές ανάπτυξης της κτηνοτροφίας στη ΒΑ Χαλκιδική
Η ΒΑ Χαλκιδική είναι μια περιοχή λιγότερο αναπτυγμένη σε σχέση με την υπόλοιπη περιφερειακή ενότητα, παρ’ όλο που περιλαμβάνει σημαντικούς και αξιόλογους φυσικούς πόρους, με ανταγωνιστικές δυνατότητες χρήσης. Το μοντέλο ανάπτυξης της περιοχής βασίζεται μέχρι σήμερα στην ήπια εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ενώ τελευταία η νέα προσέγγιση αξιοποίησης των μεταλλευτικών πόρων έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Στην παρούσα εργασία αναλύθηκε η υφιστάμενη κατάσταση της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, ενώ στη συνέχεια διερευνήθηκαν προβλήματα της κτηνοτροφίας και ζητήματα ανταγωνιστικότητας των χρήσεων. Η περιοχή μελέτης επικεντρώνεται στο Δήμο Αριστοτέλη, ενώ στόχος της εργασίας ήταν η ανάδειξη δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης της κτηνοτροφίας. Για το σκοπό αυτό, εξετάσθηκαν επιμέρους ζητήματα πολιτικών που επηρεάζουν τους επαγγελματίες κτηνοτρόφους (ρύθμιση της βόσκησης σε δάση και δασικές εκτάσεις, ορισμός του βοσκοτόπου στα πλαίσια της νέας ΚΑΠ) καθώς επίσης και θέματα επιπτώσεων της μεταλλευτικής δραστηριότητας. Τέλος, επιχειρήθηκε η ανάλυση σε οικονομικούς όρους των ευκαιριών της κτηνοτροφικής δραστηριότητας στην περιοχή, όπως η παροχή ευκαιριών απασχόλησης.
Αξιολόγηση και ερμηνεία τοπίου κατά μήκος νομαδικών διαδρομών στη βόρεια Πίνδο
Στην Ελληνική ύπαιθρο η δραστηριότητα των νομάδων διαμόρφωσε τοπία ιδιαίτερης αξίας. Οι νομάδες, κτηνοτροφικές ομάδες συνδεδεμένες με τη μετακίνηση των κοπαδιών σε χειμαδιά από τα
πεδινά στα ορεινά και αντίστροφα, διάνοιγαν περάσματα και διαδρόμους, τόσο στα δάση, όσο και στα λιβάδια, έχοντας ως συνέπεια τη δημιουργία ξεχωριστού μωσαϊκού τοπίου. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του νομαδικού τοπίου, όταν εξετάζονται μεμονωμένα, είναι πιθανό να αξιολογούνται ως ασήμαντα, ενώ στο σύνολό τους συνθέτουν μία ολότητα, που χαρακτηρίζει έναν τόπο. Η παρούσα εργασία αποτελεί μία προσπάθεια ερμηνείας και αξιολόγησης του τοπίου της διαδρομής που ακολουθούσαν οι νομάδες στο παρελθόν, κατά μήκος μονοπατιού στα χωριά Σαμαρίνα-Τρίκωμο της βόρειας Πίνδου, με σκοπό την ανάδειξη των στοιχείων που προκύπτουν από την παλιότερη δραστηριότητά τους και το αποτύπωμα που έχουν αφήσει στη σημερινή εποχή. Η αξιολόγηση του μονοπατιού έγινε σε επιμέρους τμήματα και περιελάμβανε βαθμολόγηση σύμφωνα με την εμφάνιση και τη σημαντικότητα ορισμένων κριτηρίων τοπίου. Κάποια τμήματα του μονοπατιού αξιολογήθηκαν με υψηλές τιμές λόγω των ιδιαίτερων φυσιογεωγραφικών χαρακτηριστικών που παρουσιάζουν και των υποδομών που περιλαμβάνουν και τα οποία καταδεικνύουν την έντονη δραστηριοποίηση των νομάδων στην κτηνοτροφία, γεωργία ακόμα και δασοκομία που εφάρμοζαν για τη διαβίωσή τους.
Οι Βάσεις Δεδομένων στην Καταχώρηση Δεδομένων Μελισσοκομικών Φυτών
Ένας αξιόπιστος τρόπος για την οργάνωση, ταξινόμηση και προσβασιμότητα σε μεγάλους όγκους δεδομένων είναι η αξιοποίηση των εργαλείων που προσφέρει η επιστήμη της πληροφορικής και ειδικότερα ο σχεδιασμός, δημιουργία και χρησιμοποίηση βάσεων δεδομένων. Η ελληνική μελισσοκομική χλωρίδα, λόγω των κλιματικών συνθηκών που επικρατούν και της ηλιοφάνειας, απαρτίζεται από αρκετά πλούσια φυτά που αποτελούν τους δότες της μελισσοκομίας με μεγάλη συνεισφορά στη βιοποικιλότητα της χώρας μας. Tα μελισσοκομικά φυτά φύονται ιδιαίτερα σε λοφώδεις περιοχές και παρουσιάζουν μια διαδοχική κατανομή στην εποχή άνθισης και στην κατηγορία. Σκοπός της εργασίας ήταν η καταγραφή σε βάση δεδομένων των μελισσοκομικών φυτών που φύονται στη χώρα μας. Ειδικότερα για κάθε φυτό καταγράφηκαν τα εξής χαρακτηριστικά Οικογένεια, Γένος, Είδος, Ελληνικό όνομα, Λατινικό όνομα, Κοινό όνομα, Κατηγορία, ύψος, Αυτοφυές, Φύλλα, Χρώμα φύλλων, Παρυφές φύλλων, Ταξιανθία, Χρώμα άνθους, Άνθιση, Έναρξη άνθισης, Τέλος άνθισης, Είδος καρπού, Χρώμα καρπού, Θέσεις-Περιοχές. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 122 μελισσοκομικά φυτά. Η δημιουργία της συγκεκριμένης βάσης διευκολύνει τη μελέτη και αναζήτηση μελισσοκομικών φυτών που φύονται στην Ελλάδα ως προς τα παραπάνω χαρακτηριστικά τους.
Μη ξυλώδη δασικά προϊόντα φυτών υπορόφου: Η περίπτωση δάσους πλατυφύλλου δρυός (Quercus frainetto Ten.) του Πανεπιστημιακού Δάσους Ταξιάρχη-Βραστάμων Χαλκιδικής
Η ορθολογική διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων πρέπει να στοχεύει στη βέλτιστη παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, διατηρώντας παράλληλα την ισορροπία τους. Τα προϊόντα του δάσους μπορούν να διακριθούν σε ξυλώδη και μη ξυλώδη. Ως μη ξυλώδη δασικά προϊόντα ορίζονται όλα τα προϊόντα, εκτός του ξύλου, που προέρχονται από δάση, θαμνώνες και δενδρώδεις φυτείες. Τα προϊόντα αυτά παράγονται από τα δένδρα, τα φυτά του υπορόφου, τα μανιτάρια και τα ζώα. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η καταγραφή των ποωδών και ξυλωδών taxa του υπορόφου δρυοδάσους στο Χολομώντα Χαλκιδικής και η ταξινόμησή τους στις ακόλουθες κατηγορίες με βάση τη δυνατότητα χρήσης τους, σύμφωνα με τα κριτήρια του FAO: 1) Εδώδιμα, 2) Φαρμακευτικά & Αρωματικά 3) Κτηνοτροφικά, 4) Καλλωπιστικά και 5) Βαφικά. Συνολικά καταγράφηκαν 275 ποώδη και ξυλώδη taxa (είδη και υποείδη). Το 76% των καταγεγραμμένων taxa ταξινομήθηκαν σε μία ή περισσότερες από τις παραπάνω κατηγορίες και διερευνήθηκε η οικονομική τους αξία.